Στο news-on.net παρεχουμε Ειδήσεις και σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η σαγήνη της εκρυθμίας

Η εκρυθμία κατά μία κοινότυπη προσέγγιση αναγνωρίζεται σαν μία κατάσταση αταξίας, ανισορροπίας ή αναστατώσεως σε πλείστα όσα συστήματα αναφοράς. Στην περίπτωσή μας αναφερόμεθα, κατά πρώτον, στο τυπικό, στο αρμονικό, στο φυσιολογικό σύστημα και κατόπιν στο κοινωνικό και πολιτικό. Το αξίωμα είναι αδιαμφισβήτητο, όταν υπάρχει η παραδοχή του όρου «φυσιολογικός». Ως φυσιολογικός χαρακτηρίζεται αυτός που υπακούει στην τάξη την σκοπούσα στην σταθερότητα. Είναι αυτός που αποφεύγει καταστάσεις που αιτιώνται κρίσεων, αναταραχής και αποσταθεροποιήσεως. Επί παραδείγματι, μία κοινωνία μη φυσιολογική σημαίνει, ότι είναι πληγωμένη από πολιτική αστάθεια. Επίσης ένας οργανισμός καθίσταται έκρυθμος, όταν η λειτουργία του διαταράσσεται ένεκα της αστοχίας των συντελεστών της ευρυθμίας. Ακόμη και μία καρδιακή αρρυθμία οδηγεί ένα πάσχοντα άνθρωπο εκτός πλαισίου κοσμικής συλλειτουργίας.

     Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι μία κοινωνία όταν πλήττεται από εξεγέρσεις αγανακτισμένων πολιτών ένεκα πολλαπλών αιτιάσεων, όπως είναι το αίσθημα ανασφαλείας απέναντι σε εξωτερικές ή και εσωτερικές απειλές ή όταν η αγορά επιβάλλει υπερτιμήσεις αγαθών πρώτης ανάγκης ή όταν αθώοι πολίτες αναρριγούν στην κατακαλυπτική εγκληματικότητα ή όταν διαπιστώνεται η απουσία κοινωνικής προνοίας ή όταν επικρατεί η διαίσθησις για το αβέβαιον αύριον κλπ.Όλα αυτά δημιουργούν την αρνητική εικόνα πολιτικής αβεβαιότητας, αποτόκου εκρυθμίας, της οποίας η κατάληξη ορίζει δυσοίωνα εκβάντα.

     Τελευταίως, σε όλες τις προαναφερθείσες αιτιάσεις ήλθε να προστεθεί -με επιθετικό τρόπο- η εκρυθμία, η οφειλομένη σε μία δυσεξήγητο ιδιοτυπία της εικαστικής τέχνης. Συγκεκριμένως πρόκειται για μία εικαστική έκθεση στην εθνική πινακοθήκη, όπου ένας καλλιτέχνης αποδίδει εικόνες θρησκευτικών συμβόλων με μορφή τεράτων υπό τον τίτλον «η σαγήνη του αλλόκοτου».

Φυσικά και δεν είμεθα μέσα στο μυαλό του καλλιτέχνου αλλ’όμως μπορούμε να καταφύγουμε σε κάποια εικοτολογία και να υποθέσουμε τα «πώς» και τα «γιατί» έχουν ταραχθεί τα ήρεμα νερά εκείνου του κοινωνικού τμήματος των Ελλήνων με τις υπερέχουσες θρησκευτικές ευαισθησίες και όπου το ισχυρό φρόνημα πίστεως φωλιάζει στις ψυχές των.

Μία πρώτη υπόθεση, που αφορά στον καλλιτέχνη και την απόφασή του να αποδώσει με καταφανή την ειρωνεία και με περισσή την διαλληλία και εξωφρενικότητα μέσα στους πίνακές του είναι η πρόθεσίς του να τονίσει την ελευθερία της εικαστικής παρουσίας. Ίσως ήθελε να επικυρώσει,μέσω της τέχνης -κατά την δική του εκτίμηση-την ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι σε ό,τι δήποτεείδωλο λατρείας και μάλιστα σε αντίθεση με τα όσα,οι πιστοί έχουν στην θρησκευτική τους συνείδηση τοποθετήσει την κατ’αυτούς αγιοσύνη σαν αμόλυντη και ιερή μορφήσε θρόνους συμβόλων πίστεως σημαντικών. Αντιμάχεται την εσωτερική διαλεκτική αναγκαιότητα μιας αισθητικής, η οποία δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να γίνει κύριος του εαυτού του απέναντι στις επιδράσεις τις εισδεχόμενες από ένα κόσμο κυριαρχημένο από αλλοτρίωση δοξασιών. Δοξασιών, τις οποίες αυτός σαν καλλιτέχνης θεωρεί εχθρικές και ξένες προς τον προοδευτισμό, την στιγμή που η σύγχρονη αντίληψη θέλει επαναστατική μεταμόρφωση πεποιθήσεων και την οποία αυτός φαντάζεται σαν μία δυναμική εικαστική πρόταση. Ο καλλιτέχνης μέσα στην ορμή, η οποία πυροδοτείται από μία υπέρμετρο φιλοδοξία, ίσως ψάχνει να βρει τρόπους να βγάλει από το αδιέξοδο μία ζωγραφική ρουτίνα που πρεσβεύει ή απηχεί τον εικαστικό καθωσπρεπισμό. Αναζητεί εκείνη την έμπνευση, την οδηγούσα στην απελευθέρωση της τέχνης από κοινωνικούς περιορισμούς και εικαστικές ορθότητες. Ίσως θεωρεί εαυτόν φορέα/εκφραστή κοινωνικής διαμαρτυρίας εναντίον ενός απειλητικού λυκόφωτος, εκπεμπομένου από το μέρος εκείνο των ανθρώπων, τους οποίους ο καλλιτέχνης θεωρεί αποσυντεθειμένους και θρησκευτικά υποτεταγμένους. Μετά από τέτοιους συνειρμούς, εμείς υποθέτουμε, ότι ο καλλιτέχνης αποφασίζει να αντεπιτεθεί κατ’εκείνων των αρνουμένων την κάθε πρόοδο μέσα από τον δικό του πλαστικό χώρο.

Μία Δευτέρα υπόθεση είναι αυτή της φιλοδοξίας του καλλιτέχνου να θεωρηθεί, ως ένας πρωτοπόρος, ένας σκαπανεύς της μαχομένης woke κουλτούρας, όπου το «δικαίωμα» της εκφράσεως είναι το δέον (must) για να πραγματοποιηθεί επί τέλους αυτό που οι μειονότητες των ιδιαιτεροτήτων έχουν κι αυτές ισότιμον λόγον(και εικαστικόν) στο ομαδικό πορτραίτο των εκφραστών της διατρανωμένης «πλέον» ελευθερίας.

Η Τρίτη υπόθεση είναι μία ρεαλιστική αποτύπωση κάποιας υποφώσκουσας υποκρισίας. Δηλαδή, ο καλλιτέχνης μέσω της ρηξικελεύθου και φιλέριδος τακτικής αποκτά δημοσιότητα, σκοπεύουσα σε εκμετάλλευση μέσω διαφημίσεως και μέσω υποστηρίξεως «προοδευτικών» και «δικαιωματιστών», ώστε να επιτευχθούν οι δύο στόχοι. Πρώτος η εικαστική ανταρσία επιβραβεύεται από τους θιασώτες της διαλεκτικής της εξεγέρσεως της κουλτούρας, όπου το «κατά» των συμβόλων νικά το «υπέρ» αυτών. Δεύτερος στόχος είναι το άνοιγμα του δρόμου για μελλοντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές καρπώσεις. Κάτι σαν χρησιμοποίηση της εθνικής πινακοθήκης σαν εφαλτηρίου ικανοποιήσεως μιας προσωπικής ματαιοδοξίας. Επιμύθιον υποθέσεως: το πνεύμα της προσβολής των θείων και η απεκδοχή της επιβραβεύσεως.

     Εκτός από τον καλλιτέχνη θα πρέπει να ιδούμε και ένα άλλο παράγοντα στην υπόθεση της σαγήνης της εκρυθμίας. Και αυτός είναι ο ελληνικός κόσμος. Αυτός ο κόσμος δεν είναι ακριβώς όπως τον φαντάζεται η κοινή λογική. Ούτε οι αλγόριθμοι αλλ’ούτε και η κβαντική φυσική των πολλών κόσμων, των πολλών ενδεχομένων και των διακλαδουμένων επιλογών. Όλα τα συστήματα προσδιορισμού αιτιοτήτων σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όταν εξακριβώνουν, ότι τα δέκα εκατομμύρια Ελλήνων έχουν αντιστοίχως δέκα εκατομμύρια ξεχωριστές προσωπικές απόψεις επί ενός και του αυτού θέματος. Ιδού μία εκρυθμία αποδίδουσα σαφέστατα την εικόνα ασυναρτήτου κοινωνίας. Είναι μία κοινωνία πεπληρωμένη «παντογνωστών». Είναι ένας λαός «ειδικών», μία συμπερίληψη «αυθεντιών» αισθανομένων διαρκώς αδικουμένων.Και τούτο, διότι όλοι σχεδόν είναι πεπεισμένοι, ότι κάποιος άλλος πταίει. Ένας «άλλος» αδιευκρίνιστος. Η ιστορία των Ελλήνων γέμει διχασμών τῇ υπαιτιότητι αρνητικής αντιμετωπίσεως οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και εν προκειμένω καλλιτεχνικών θεμάτων. Παρά ταύτα μπορούμε, αυτό το σύνολο των Ελλήνων ανθρώπων να το καταμερίσουμε σε τρεις «κυρίως» κατηγορίες, ώστε να δυνάμεθα να αναγνωρίσουμε τις κοινωνικές συνδεσμολογίες, τις ομοιότητες και τις συμπτώσεις πεποιθήσεων.

     Η μία κατηγορία είναι οι συνειδητοί θιασώτες της Ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως. Αυτή η κατηγορία υποστηρίζει την πίστη της μέσω θεολογικών επιχειρημάτων. Δηλαδή την αποκάλυψη του Θεού, την αδιάσπαστο ιερά παράδοση και την θεολογική συνοχή. Τα ιστορικά της επιχειρήματα είναι η αποστολική διαδοχή, η ακεραιότητα της πίστεως, το Μαρτύριο και οι Άγιοι. Είναι τα φιλοσοφικά και λογικά επιχειρήματα. Δηλαδή ο υπερβατικός λόγος, η θεωρία της Θεώσεως, η αντίληψη για το κακό. Είναι τα βιωματικά και Μυστικά επιχειρήματα. Δηλαδή τα θαύματα, η εμπειρία της Θείας Χάριτος, η μεταμόρφωση του Ανθρώπου. Είναι τα πολιτιστικά και κοινωνικά επιχειρήματα, δηλαδή η επιρροή του πολιτισμού και η προσφορά της εκκλησίας στην κοινωνία. Με άλλα λόγια οι υποστηρικτές της Ορθοδοξίας δεν βλέπουν την πίστη σαν απλή φιλοσοφία ή σαν ηθικό σύστημα αλλά σαν την απόλυτη Αλήθεια, η οποία βιώνεται μέσα στην εκκλησία και επιβεβαιώνεται από την ζωή των Αγίων και την εμπειρία της Θείας Χάριτος.

Συνεπώς είναι αδύνατον αυτή η πίστη η υποστηριζομένη και από το Σύνταγμα της Ελλάδος να δέχεται αντισυνταγματικές προσβολές από άτομα ή συλλογικότητες ή δικαιωματιστές σε μοτίβα «αφυπνίσεως» από μία χριστιανική «ύπνωση» με πνευματική καταφορά.

Εδώ ας θυμηθούμε τις Συνταγματικές ρήσεις. Στο εισαγωγικόν του Συντάγματος διαβάζουμε: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Είναι αναλλοίωτον από τον καιρόν των αρχικών διατυπώσεων στα Συντάγματα των Εθνικών Συνελεύσεων του Αγώνος μέχρι και σήμερον. Τούτο καταδεικνύει τον ιδιαίτερον δεσμόν του Ελληνικού κράτους με την Ορθόδοξον Χριστιανικήν Πίστιν. Στο άρθρο 16 § 2 γίνεται λόγος για την ορθόδοξη παιδεία. Δηλαδή η εκπαίδευση έχει ως σκοπόν μεταξύ άλλων την «ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως». Δηλονότι, διασφαλίζεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Πίστεως στα σχολεία.

Έτσι εξηγείται η αγανάκτηση των πιστών απέναντι σε κάθε είδους προσβολή της μερίδος εκείνης των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι -αν μη τι άλλο- προστατεύονται Συνταγματικά. Αυτό το κομμάτι του λαού κινείται με πυξίδα την σταθερότητα μίας πίστεως συνιστώσης το ακλόνητο σημείον αναφοράς σε εποχή ραγδαίων αλλαγών εφ’όλων των κοινωνικών συστημάτων των αφορώντων σε πολιτική, σε οικονομία …και σε τέχνη.

Η Δευτέρα κατηγορία αφορά στους αθέους και αθρήσκους.Οι άθεοι και οι άθρησκοι επικαλούμενοι λογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα αναφέρονται στο πρόβλημα του κακού που ανέχεται ο Πανάγαθος Θεός. Αναφέρονται στο επιχείρημα της «μη αναγκαιότητας» για ύπαρξη Θεού. Επίσης αναφέρονται στο επιχείρημα της αντίφασης κυρίως στις θρησκευτικές διδασκαλίες. Το επιχείρημα της αοριστίας στηρίζεται στο ότι ο Θεός δεν ορίζεται με σαφήνεια στις διάφορες θρησκείες, κάτι δηλαδή που καθιστά τον Θεό μία μη επαληθεύσιμη έννοια. Από απόψεως επιστημονικών επιχειρημάτων αναφέρονται στην εξέλιξη του Δαρβίνου, στο κοσμολογικό μοντέλο μέσω της θεωρίας του BingBang, της κβαντικής φυσικής και σε άλλες επιστημονικές προσεγγίσεις με τις δικές τους εξηγήσεις για το σύμπαν. Το γεγονός της απουσίας εμπειρικών αποδείξεων για ύπαρξη υπερφυσικών οντοτήτων ή θεών είναι ένα στοιχείο της σειράς των επιχειρημάτων των αθέων, οι οποίοι συνεχίζουν με τα ηθικά επιχειρήματα, όπως το ότι η ηθική δεν προέρχεται από την θρησκεία, ότι οι θρησκείες συχνά υπεστήριξαν ανήθικες πρακτικές και ότι αν υπάρχει αντικειμενική ηθική, ανεξαρτήτως Θεού τότε ο Θεός δεν είναι απαραίτητος για την διαμόρφωσή της.

Σε ό,τι αφορά σε ιστορικά και κοινωνιολογικά επιχειρήματα οι άθεοι θεωρούν, ότι οι διαφορετικές θρησκείες είναι προϊόντα πολιτισμικής και ιστορικής εξελίξεως. Το ίδιο και το ότι η πίστη είναι γεωγραφικά καθορισμένη και περισσότερο είναι κοινωνική κατασκευή. Σε ό,τι αφορά σε πολιτικά και κοινωνικά επιχειρήματα αναφέρεται ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, η παρεμπόδιση της προόδου από τον θρησκευτικό δογματισμό και η διχόνοια η προκαλουμένη από την θρησκεία. Γενικά οι άθεοι και οι άθρησκοι δεν έχουν ένα ενιαίο σύστημα βεβαιοτήτων. Χρησιμοποιούν διαφορετικά λογικά, επιστημονικά, ηθικά και ιστορικά επιχειρήματα, ώστε να δικαιολογούν την δική τους πεποίθηση. Μάλιστα ορισμένοι προτείνουν τον ανθρωπισμό, την λογική και την επιστήμη, ως εναλλακτικές βάσεις για την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Φυσικά στο θέμα της τέχνης (περίπτωση της εθνικής πινακοθήκης), θα προτιμούσαν να ανυψώσουν την ύλη την παρέχουσα απτά τεχνουργήματα και να μηδενίσουν την ψυχή που είναι καταχωρημένη στις ποθεινές αναζητήσεις. Αποφεύγουν την στερουμένη ουσιών τών και χωρισμένων από την ύλη. Γι’αυτούς η τέχνη είναι τέχνη και εκφράζεται με τον κηδεστικό σ’αυτή τρόπο.

Η τρίτη κατηγορία των πολιτών είναι αυτή, η θρησκευτικά αδιάφορη. Είναι η κατηγορία των ανεκτικών σε όλα τα πολιτισμικά φαινόμενα. Κατά τους ανεκτικούς εφ’όλης της ύλης αυτή τους η αδιαφορία σημαίνει ικανότητα στην αντιμετώπιση με ηρεμία των διαφόρων γεγονότων, τάσεων, πεποιθήσεων και ακραίων εκδηλώσεων. Κάτι σαν την οικονομία του απροσβλήτου. Όπως πιστεύουν για τον εαυτόν τους, καλώς διέπονται από ένα εύρος των επιτρεπτών αποκλίσεων από πολιτισμικές νόρμες ή δοξασιακά πρότυπα. Οι αδιάφοροι αποδέχονται ή ανέχονται αντιφατικές πεποιθήσεις ή ασάφειες στις αντιλήψεις σε διαμορφούμενες καταστάσεις και στα εκάστοτε μεταμοντέρνα πιστεύω. Έχουν την ικανότητα να ρυθμίζουν τα συναισθήματά τους και φυσικά επιδιώκουν να αντιλαμβάνονται με ακρίβεια την πραγματικότητα εν όψει μιας εγγενούς αβεβαιότητας στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θεωρούν τους όσους δογματικούς σαν άτομα με χαμηλή ανοχή στην αμφισημία. Βρίσκουν, ότι οι άλλοι αποδεικνύονται άκαμπτοι και ότι διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα αποτυγχάνοντας να αντιληφθούν τις επισυμβαίνουσες αλλαγές στον κόσμο. Οι αδιάφοροι ανέχονται το κάθε ασαφές και προτιμούν τους απλουστευτικούς τρόπους σκέψεως. Αναζητούν απλές απαντήσεις σε περίπλοκα ζητήματα και ασφαλώς ανέχονται άτομα προερχόμενα από διαφορετικούς πολιτισμούς με διαφορετικά ήθη και ξένες δόξες και επιδεκτικούς σε άνοιγμα ιδεών πολλαπλών κοσμοθεωρικών αποχρώσεων. Κατά την σύγχρονη ψυχολογία η ανοχή στην ασάφεια συνδέεται συχνά με την ικανότητα προσαρμογής σε κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Θεωρούν, ότι ο τρόπος σκέψεως του τύπου “άσπρο/μαύρο” είναι ιδιαιτέρως επιρρεπής στην αδιαλλαξία, στην ακαμψία, στην αποστροφή, στην δυσανεξία και στην εχθρότητα. Όλα αυτά τα γνωρίσματα των αδιαφόρων εκπέμπουν αριθμό αρνητικών μηνυμάτων. Τουτέστιν, αυτή τους η ουδετερότητα και αποστασιοποίηση με το να επιλέγουν την αμεθεξία σε θρησκευτικές ή ιδεολογικές αντιπαραθέσεις με την αποφυγή εκτιμωμένης συγκρούσεως, σηματοδοτούν τους χαρακτηρισμούς, όπως «αδιαφορία», ηθική σχετικοποίηση, δειλία και ηθική αμάθεια. Ευσταθεί και ο χαρακτηρισμός «θολή αντίληψη», που εξυπηρετεί βεβαίως την πλαγία αρχή της «ιδιωφέλειας». Οι αδιάφοροι είναι θιασώτες του απολύτου σχετικισμού. Θεωρούν, ότι όλες οι απόψεις είναι ξ ίσου έγκυρες. Αυτή, ωστόσο η θέση εύκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ηθικός νιχιλισμός ή και λογικός παραλογισμός, δεδομένου, ότι γι’ αυτούς όλες οι απόψεις είναι σωστές και συνεπώς ακόμη και ακραίες και εχθρικές εκθέσεις πεποιθήσεων και άλλες απορρέουσες απάνθρωπες πρακτικές δικαιολογούνται. Αυτή η υποκριτική ανεκτικότητα ή η απάθεια προστίθεται στους αρνητικούς χαρακτηρισμούς των αδιαφόρων, δεδομένου, ότι εξ αυτού πιθανολογούνται μακροπρόθεσμες συνέπειες από κοινωνικές αρνήσεις, επιβλαβείς ιδεολογίες και πράξεις ανευλαβείς.Η θέση τους, ότι δηλαδή και οι φανατικοί με τις ακραίες ιδεολογίες τους έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται, μπορεί να καταδείξει, ότι η υπερβολική ανεκτικότητα επιτρέπει σε μη ανεκτικές δυνάμεις να καταστρέψουν την ίδια την ανεκτικότητα (“theparadoxoftolerance”, KarlPopper).

Το γεγονός, ότι πολλοί αδιάφοροι αυτοκανακεύονται με την σκέψη, ότι «εγώ δεν είμαι σαν αυτούς» μπορεί να κατηγορηθούν για υποκρισία ή ελιτισμό, καθώς αγνοούν το γεγονός, ότι η ανεκτικότητα αποτελεί μορφήν ιδεολογικής τοποθετήσεως.

Γενικώς θα λέγαμε, ότι μπορεί σε μία ειρηνική κοινωνία η ανεκτικότητα να είναι συμφέρουσα συνθήκη αλλά αυτή μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε παθητική ουδετερότητα, σε απόλυτον σχετικισμόν ή σε ανεκτικότητα στην ίδια την ακραία μισαλλοδοξία, οπότε ο ανεκτικός εκλαμβάνεται σαν αφελής, σαν απρόθυμος, σαν απαθής, σαν απερίεργος αλλά και το επίμεμπτον σαν συνένοχος. Ο προπάππος μας Θουκυδίδης είχε πει «"Ὡς δ’ ἂνστασιαζούσης τῆς πόλεως, μηδεμίας τῶν μερίδων ἔστινἄτιμοςἔστω." Αυτό το “επίφθεγμα” στηλιτεύει τον αδιάφορον για τα κοινά.

Οι αδιάφοροι κατά βάσιν κατέχουν το διακριτό γνώρισμα της ψευδούς συνειδήσεως. Γι’αυτούς η συνείδηση είναι η παραμόρφωση της πραγματικότητας, όπου αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσα από παραπλανητικές ή στρεβλωμένες οπτικές γωνίες, που εξυπηρετούν αλλοία συμφέροντα και όχι τον αντικειμενισμόν. Για την περίπτωση του ζητήματος της τέχνης (εθνική πινακοθήκη), οι αδιάφοροι δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική φύση της εκμεταλλεύσεώς των από μία επιβαλλομένη αόρατο πολιτική αλλοτριώσεως των όσων είναι κατεσταλμένοι ένεκα διανοητικής αδρανείας.Εκτός και αν κατανοούν πλήρως τις ύπουλες σκοπιμότητες των προοδευτιστών και, ως είναι φυσικόν για την ιδιότητα του απέχοντος από κάθε δυσάρεστη αντιπαράθεση, προτιμούν την ουδετερότητα, η οποία, όπως πιστεύουν είναι «αρετή». Οι αδιάφοροι αποτελούν ποσοστιαία την μεγαλύτερη,την πλέον επικίνδυνη και ασύμφορη για το εθνικόν συμφέρον μερίδα στην χορεία των τριών κατηγοριών εν Ελλάδι.

Ας ιδούμε και την εθνική πινακοθήκη σαν «εκφραστή» και «μεγάλο επεξηγητή» του συγχρόνου ελληνικού πολιτισμού.Αυτό το ίδρυμα λειτουργεί επί τῇ βάσει ενός κανονισμού και βεβαίως κάτω από την επιστασία του υπουργείου πολιτισμού. Καταλαβαίνουμε, ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο σύστημα αξιολογήσεως και προβολής των έργων τέχνης έχουν την αναλογούσα διαπίστευση και το υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία της τέχνης και σεβασμόαπέναντι στις αρχές, τις ορίζουσες τα σύνορα μεταξύ δέοντος και εκτροπής. Συνεπώς θα πρέπει αυτοί οι άνθρωποι της ευθύνης να μη περιπίπτουν στην απρονοησία του παρερμηνεύειν την επικρατούσαν αντίληψιν, ότι το mottoκαι η κινητήριος σκέψις των ανθρώπων της πινακοθήκης πρέπει να περιορίζεται στην αποκλειστική ικανοποίηση προβολής των όσων διακονούν τον -δηκτικῶς ειπείν- «προοδευτισμό» και την wokeculture. Δεν πρέπει να αγνοείται το μείζον μέρος τής υπό πολιτισμικήν και καλλιτεχνικήν φίμωσιν κοινωνίας,ως και τα έργα ανθρώπων της τέχνης, που διέπονται από άσηπτες αρχές και από τις καταξιωμένες εθνικές παραδόσεις. Και εάν θέλουμε να είμεθα συνεπείς με την δημοκρατική επιταγή της πλειοψηφίας, τότε μεριμνούμε, ώστε να μην αντιπαρατιθέμεθα επιμένοντας στην διαπολιτισμική προσαρμογή, την οποία μία ομάδα ειδικών απεργάζεται την επιβολήν τής προτιμήσεώς της επί της ελληνικής πλειοψηφίας, σκοπεύοντας να επιτύχει την αποδοχήν εκ μέρους όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, νέων ηθών, μεταλλαγμένων αξιών, συναινετικών κανόνων συμπεριφοράς και ενδοτικών κοινωνικών κωδίκων.

Πιστεύουμε, ότι οι άνθρωποι οι υπηρετούντες με αφοσίωσιν τον πολιτισμό, τις τέχνες, την επιστήμη και ό,τι συντελεί στην τελείωση μίας πνευματικής καταρτίσεως, είναι προσωπικότητες με υψηλό το αίσθημα της συναιτιότητος, όταν συμβαίνει να καταδολιεύεται το ειωθός των παραδοσιακών αξιών, ως κληροδοτημάτων του παναρχαίου μας πολιτισμού. Εκείνου του πολιτισμού, του διαμηνύοντος τις αγαθές προθέσεις, οι οποίες αγκαλιάζουν ψυχές και πνεύματα και όχι τις ασχήμιες, τις προβαλλόμενες με την σύμφωνο θέση των συναινούντων με αποφαντικά του τύπου «κι αυτό σωστό». Δεν επιτρέπεται σε φορείς του πολιτισμού να θεωρούν, ότι η δύναμή τους βασίζεται στην αδυναμία αναγνώσεως της πραγματικότητος, όπως και των αδιαφανών προθέσεών των εκ μέρους ενός λαού του οποίου υποτιμάται ακόμη και η απλή του λογική. Η εκτίμηση της σοφίας αυτών των προσωπικοτήτων φαίνεται και από το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση της «σαγήνης του αλλόκοτου» είναι μία πρωτουργός αγανάκτησις των όσων διέπονται από την «άλλη» πνευματική διεργασία προσλήψεως παραστάσεων με τα δικά της αξιακά ορόσημα. Και φυσικά οι φωστήρες του νεωτερισμού με το να επιμένουν στο, ότι το δίκαιο (κατ’άλλους δικαίωμα) βρίσκεται με το μέρος τους, τούτο αποκαλύπτει πρόταξιν αλαζονείας.Αυτή η έμμονη λατρεία στην στανική προβολή των δικών τους προκρίσεων καταδεικνύει περιφρόνησιν απέναντι σε άλλες τέχνες καλών προαιρέσεων. Μαρτυρεί μία περιτράνως αγρία, απροκάλυπτη και αμετάθετη προτίμηση των δικών τους ιδεωδών. Αυτό -ως γεγονός- απέχει από την απόφανση του να χαρακτηρισθούν αυτοί οι άνθρωποι, ως ιδιοφυείς. Μάλλον, θα λέγαμε, ότι διέπονται από μία αξιολύπητη πολιτική ορθότητα απέναντι στην ιδέα ενός διασυρομένου, ενός δυσωνύμου προοδευτισμού. Εκτός εάν κάτω από όλα αυτά υποφώσκει ένα μη ανιχνεύσιμο συμφέρον, πολύ μακράν ιδεολογιών και πολιτισμικών φληναφημάτων. Σαν δηλαδή να λέμε «στρατεύσιμη τέχνη». Και τούτο ενίοτε επαληθεύεται, όταν ακολουθώντας τον μίτο της λογικής και των εμπειρικών μαρτυριών αρχίζει και αποκρυσταλλώνεται ο όποιος αδιαφόριστος και θολός σκεπτικισμός, ξεδιαλύνεται η νοουμένη σχετικότητα των αδυναμιών και της ανεπαρκούς γνώσεως και στο τέλος ο χρονογράφος, δηλαδή ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης δικαιώνεται.

Εκείνο όμως, που είναι ηλίου φαεινότερον και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι, ότι το πολιτισμικό ζήτημα είναι από τους ουσιαστικούς παράγοντες της εθνικής ισχύος. Και όσο κι αν παραινούν οι μοντερνιστές να πάψει ο Θεός να διευθύνει την ανθρώπινη ψυχή και μάλιστα θα πρέπει να εξοβελισθεί από την αστική μας πλημμελή κοσμοεικόνα σε ένα απόμερο, σκιερό και ασυναίσθητο χώρο. Τούτο βεβαίως έχει την δική του επίπτωση. Δηλαδή, εφ’όσον ο Θεός έχει πεθάνει τῇ υποκινήσει των εκσυγχρονιστών και των αφυπνισθέντων, τότε έχει πεθάνει και η ανθρώπινη συνείδηση, η οποία όλα αυτά τα χρόνια διατηρούσε στην προνομιακή θέση των εξεχόντων Θεϊκών δημιουργημάτων/πλασμάτων. Των πλασμάτων, που διέπονται από παμψυχισμό στην σκέψη.Με περιεσκεμμένη θεώρηση των κοσμικών συμβαινόντων.Με διαρκείς επανεκτιμήσεις επί επερχομένων απροβλέπτων εκβάντων. Εκβάντων προκαλουμένων από φορείς με υπευθυνότητα επί μιας πορείας, εθνικής και πολιτισμικής. Όταν αυτοί οι πρόκριτοι της κοινωνίας υιοθετούν αδόκιμες νεωτερικότητες στην τέχνη ή εκμεταλλεύονται «καινοτόμες» δαιμονιότητες,εξυπηρετούσες πολιτικές και κοινωνικές σκοπιμότητες.Μία προφανής σκοπιμότης είναι η προσπάθεια καταπείσεως των αγαθοπίστων μέσω προβολής παραδοξοτήτων, ωσάν αυτές ήθελον συστήσειτην λογική ακολουθία μιας φιλοπροόδου κοινωνίας. Όμως η ιστορία διδάσκει, ότι οι κοινωνίες προχωρούν, όχι κάτω από συμπεριφορική και πνευματική συμπίεση αλλά ακολουθώντας την ενορατική γνώση, ως την ταύτιση των ατόμων με την ενορώμενη ιδέα την δοκιμαζομένη σφαιρικά σε κάθε υπό εξέτασιν εποχή.

Ίσως χρειάζεται τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε να εκπαιδευτούν οι καθ’οιανδήποτε έννοια υπεύθυνοι αυτής της χώρας στο, ότι η ισχύς της Ελληνικής φυλής αποκτά το ηθικόν έρεισμα και την δύναμή της, όταν υπάρχει μία πίστις. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να πιστεύσουν σε μία ανωτέρα δύναμη. Σε μία ιδέα υπερβατική. Δεν παραλείπεται, ωστόσο να αναφερθεί και η μερίδα των ανθρώπων η θεοποιούσα το χρήμα.Γι’αυτούς το χρήμα είναι η υπερτάτη και κινητήριος των πάντων δύναμη. Και φυσικά τύποι θεώσεων υπάρχουν άπειροι με τις αντίστοιχες ομάδες ακολούθων κλπ.

Και πηγαίνουμε στο υπουργείο πολιτισμού, διερωτώμενοι επί της φύσεως των θέσεων αυτού επί των μέχρι τούδε θιγέντων θεμάτων.Ως φαίνεται αυτό το υπουργείο εξομαλίζεται από την πρακτική της μονομεταβλητής ανάλυσης (univariateanalysis) χρησιμοποιώντας στατιστικές αναλύσεις μιας και μόνον μεταβλητής. Δηλαδή της επικρατούσης στο Δυτικό κόσμο οπτικής των πραγμάτων με τις διόπτρες της αφυπνίσεως. Αυτή ωστόσο η πρακτική οδηγεί σε μονομερή υπερβολική λογοκρισία και περιορίζει την ελευθερία του λόγου σε όσους έχουν διαφορετικές απόψεις. Αυτή η στάση δημιουργεί συνθήκες κοινωνικού διχασμού με τις «προστατευόμενες» ακραίες θέσεις και τους ηθικούς εκβιασμούς που μετέρχεται μια τέτοια κουλτούρα, επιδιώκουσατην ακύρωση κάθε παραδοσιακής πίστεως και κάθε καταγεγραμμένης ορθοφροσύνης. Εκ των ανωτέρω προσεγγίσεων αγόμεθα σε μία σκέψη,η οποία δεν απέχει από μία μελαγχολική παραδοχή. Δηλαδή το υπουργείο πολιτισμού έχοντας σαν κανόνα λειτουργίας του την wokenessπροσπαθεί να εμφανιστεί σαν φορεύς προόδου. Όταν όμως καταφεύγει σε υπερβολικές ιδεολογικοποιήσεις της νεοεισαχθείσης αυτής τάσεως οδηγεί χωρίς αμφιβολία σε μία νέα μορφή ακάμπτου δογματισμού. Φθάνει λοιπόν στο σημείο να εκλαμβάνεται τούτο το υπουργείο σαν φορεύς κατώτερος εκείνων των προσδοκιών που θα το ήθελε η χώρα σαν συνέχεια μιας αίγλης ενός προ αιώνωνπροϋπάρξαντος πολιτισμού. Μάλιστα εάν το εξετάσουμε με όρους μερικευμένης επαγγελματικής ψυχογραφήσεως  υπηρετούντος σ’αυτό προσωπικού, τότε η θλιβερή διαπίστωση είναι ήκιστα κολακευτική για τους ανθρώπους αυτούς στην συνείδηση των αστών. Κάποιες εκπεμπόμενες εντυπώσεις, ακραίες μεν, ουχ ήττον όμως, χαμηλά στην συνείδηση του κόσμου αποκρίνονται σε άτομα ήσσονος επαρκείας αντιστοιχούντα σε στελέχη του ιδρύματος αυτού. Αποπνέουν μία αίσθηση, ότι έχουν μεταπέσει από την κατηγορία του homosapiensστην κατηγορία του homoludens, των οποίων το κύριο μέλημα είναι να παίζουν με τα εθνικά και ηθικά συναισθήματα και το φρόνημα εκείνων των Ελλήνων, οι οποίοι προσδοκούν ομαλή εθνική πορεία μα αξιακή προσήλωση και κοινωνική αξιοπρέπεια. Εκείνων των Ελλήνων που θέλουν να προχωρήσουν με τα νάματα, τα οποία διαχρονικά έχουν αποδειχθεί ως αρμόζοντα στην ελληνική ψυχοσύνθεση. Δεν θέλουν να συμφύρονται με φορείς που προκαλούν με εικόνες, με μαγνητοσκοπήσεις (videos), με θεατρικά δρώμενα, με παρελάσεις «υπερηφανείας» και πικέτα της μορφής «να πεθάνει η Ελλάδα για να ζήσουμε εμείς». Δεν θέλουν να υποκύψουν σε εκείνα τα οπτικά και αφηγηματικά ερεθίσματα, τα εκτρέποντα την προσοχή των μη υποψιαζομένων από τα ειωθότα προς όφελος της νέας συναρμογής προβεβλημένων μειονοτικών των «ειδικών αληθειών».

Και για όλα αυτά τί λέει η εκκλησία; Από τις μέχρι τώρα αντιδράσεις η εκκλησία, ως φαίνεται συμφωνεί «γενικώς» σε μία χρήση «συμπεριληπτικής» γλωσσικής διατυπώσεως θέσεων με αποφυγή εκφράσεων θεωρουμένων προσβλητικών. Δέχεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων και όλες τις απαιτήσεις προσπαθώντας να ευθυγραμμισθεί με τα νεότερα κοινωνικά αισθήματα αυτοσυνειδησίας. Δέχεται την κοινωνική αντίληψη την βασιζομένη στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των άλλων και τα συμπεράσματα για τα κίνητρά τους, ωστόσο αυτή η εκκλησιαστική τακτική δεν ικανοποιεί το μέρος εκείνο των πιστών, που θα ήθελαν κάποια ιερατική θέση περισσότερο επιχειρηματολογημένη με βάσιν κάποιον λογικόν θετικισμόν, που να επιδρά στην ψυχολογία των σκεπτομένων και στον συμπεριφορισμό των ατόμων της κοινωνίας χωρίς την εξαίρεσιν ουδενός, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων.

Υπάρχουν βεβαίως ορισμένοι κληρικοί με λόγον μιας αποστολικής αληθείας, που θα έπρεπε να συγκλονίζουν το κοινωνικό σύνολο αλλ’ως φαίνεται η κοινωνική αντίδραση προσομοιάζει με την αμυντική απόδοση αιτίων, επικαλουμένων την αποφυγή δυνητικού άγχους. Αποτέλεσμα στην περίπτωση είναι η περιαγωγή των πιστών σε αντιδραστική κατάθλιψη.

Και ποία είναι εν τέλει η θέση της Ελληνικής πολιτείας; Σαν πολιτεία εκλαμβάνονται τα κόμματα εξουσίας. Σαφώς τα κόμματα αυτά ασκούνται στην πρακτική της ανοχής δια τα πάντα, εκτός της περιπτώσεως όπου απειλείται η σταθερότητα της δικής των ηγεμονίας. Ανοχή λοιπόν. Και συναίνεση σε εισαγόμενες κουλτούρες. Το εκάστοτε κυβερνών κόμμα νοιάζεται για το πολιτικό κόστος και όχι για επισυμβαινόμενες αλλοιώσεις ηθών, καθιερωμένων ηθικών αντιλήψεων και πατροπαραδότων εθίμων. Ως εκ τούτου η εκάστοτε κυβέρνηση ουδαμού συναντάται με την κοινωνία. Οι πελατειακές σχέσεις είναι το μόνο γρασαρισμένο σημείον επαφής. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι κυβερνήσεις παρακολουθούν τον πολίτη μήπως τυχόν ο πολίτης αφυπνισθεί εθνικά και καταστεί επικίνδυνος. Μέχρι τότε βολιδοσκοπεί την κάθε υπόπτως ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια της λαϊκής συμπεριφοράς, ώστε να προσαρμόσει την εκάστοτε ικανή και αναγκαία αντίδρασή της. Εξετάζει την όποια αμφιλογία, όταν εντοπίζει την σοβαρότητα της χριστιανοσύνης σαν υπόθεση πίστεως, όπου η κάθε τυχόν αποβολή πεποιθησιακών δισταγμών εκλαμβάνεται ως απειλή για το κατεστημένον. Εξετάζει την παλαιοτέρα Ελληνική Χριστιανοσύνη επί του εάν έχει κληροδοτήσει στους σημερινούς την ιδία δυναμική, ώστε οι σύγχρονοι Έλληνες έχοντας συνείδηση της ισχύος των, σαν δεσμός λατρείας, να διεκδικήσουν αυτό που θεωρούν αληθινή πίστη, που συμβολίζει το ύπατο αγαθό σε τούτη την ζωή. Εξετάζει τα ανησυχούντα πρόσωπα, ως προς το κατά πόσον αυτά μετέρχονται δυναμικά την εναντιογνωμία και ετεροφροσύνη απέναντι στην νεωτερικότητα. Εξετάζει το κατά πόσον αισθάνονται ξένοι στις βεβαιότητες των περασμένων καιρών, που όριζαν πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Είναι περίεργοι να ιδούν το κατά πόσον η σημερινή ομάδα πιστών κάτω από μία υπό μεγέθυνση καταπιεστική και αλλοτριωτική τακτική μπορεί να καταπνιγεί σαν χριστιανική βλαβερή ιδιαιτερότητα στην ήδη διαμορφωθείσα πολυπολιτισμική σημερινή ελληνική (;) κοινωνία.

Γνωρίζουν, ότι εισάγοντας όλο και περισσότερο βαθειά στην κοινωνική ζωή κακοζήλους και ανηθίκους ξενιστές, συμβάλλουν στην κοινωνική αλλοτρίωση και επιτείνουν την προσπάθεια δημιουργίας ρήγματος στην κοινωνική ομόνοια, πράγμα άκρως εξυπηρετικό της καθεστηκυίας δομής εξουσίας. Αυτή η διαίρεση, ωστόσο διαλάθει των κυβερνητικών εκτιμήσεων, ως προς το αύριον της χώρας. Και αυτό συνάγεται από το γεγονός της ανεξελέγκτου και λαθραίας εισόδου στην χώρα μυριάδων μουσουλμάνων. Δηλαδή, ενώ στην αρχή φαίνεται περισσότερον ευκολοδιοίκητος ένας πολυφυλετικός πληθυσμός και όχι μία ομοούσιος και στιβαρή χριστιανική κοινότητα, στην συνέχεια και όταν η υπεργεννητικότης του ξένου στοιχείου υπερισχύσει πληθυσμιακά, τότε θα δημιουργηθεί ένα status, το οποίο δεν θα εγγυηθεί την συνέχεια του Ελληνισμού, όπως τον γνωρίζαμε. Αλλά ούτε και η «κάποτε» ελληνική εθνική πινακοθήκη θα μπορεί να αναρτήσει εικόνες του Μωάμεθ σε μορφή vampire, διότι σχεδόν αυθημερόν το μέρος όπου εστεγάζετο η πινακοθήκη θα μεταβληθεί σε ένα τεράστιο κρατήρα μετά από μία τιμωρητική έκρηξη για να θυμίζει στους πάντες, ότι η θρησκευτική πίστις είναι κάτι σοβαρό. Η θρησκεία είναι μέρος της εθνικής στρατηγικής. Είναι παράγων εθνικής ισχύος μιας χώρας. Ποίος μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός, ότι η πίστις στο Islamσυνιστά την σκληρά ισχύ του αραβικού και όχι μόνον κόσμου;

Η κυβέρνηση συνεπώς πρέπει να κατανοήσει αυτή την λεπτομέρεια, ότι η θρησκεία, ως παράγων εθνικής ισχύος μπορεί να λειτουργήσει είτε ως ηπία είτε ως σκληρά ισχύς. Να θεωρείται σε κάθε περίπτωση, ως προστιθεμένη αξιακή δύναμις, που απαραιτήτως οφείλουν οι κυβερνήσεις να αξιολογούν κατά τις γεωπολιτικές μελέτες και να την αξιοποιούν στις εκτιμήσεις του συμβουλίου εθνικής ασφαλείας.

Πέραν αυτών η θρησκεία να λαμβάνεται υπ’όψιν, ως η ηπία ισχύς η επιδρώσα πολιτιστικά διεθνώς αλλά και σαν διπλωματικό εργαλείο, πλέον του γεγονότος των δυνατοτήτων επιτυχίας συνοχής του διεθνούς ομοθρήσκου -και ου μόνον- πλέγματος διεθνών σχέσεων. Το παράδειγμα των Ισλαμικών χωρών ας είναι οδηγός σκέψεως ημών, δεδομένου, ότι οι μουσουλμάνοι προτάσσουν την θρησκεία στο να διατηρούν συμπαγή τον έλεγχο των πιστών και στο να διαμορφώνουν την ιδεολογική τους στρατηγική και τέλος να μπορούν να εκμεταλλεύονται κάθε συγκρουσιακή διάσταση. Καλόν είναι λοιπόν για την κάθε κυβέρνηση να γνωρίζει, ότι η θρησκεία συμβάλλει στην εθνική σταθερότητα και στην ενότητα. Η ιστορία έχει σαν αποδεικτικό στοιχείο την θρησκευτική πίστη σανουσιαστικό παράγοντα επιτεύξεως της Παλιγγενεσίας του 1821.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι όλες οι συνεξετασθείσες συνιστώσες, δηλαδή οι πιστοί, οι άθεοι, οι αδιάφοροι, ο φορεύς εκθετών της wokeτέχνης και η υπεύθυνη πολιτεία, όλοι αυτοί έχουν ένα μερίδιο στο κεφάλαιο «μιζέρια» της δημοκρατικής ελευθερίας (ασυδοσίας).

Εάν υπήρχε ένα υποθετικό δικαστήριο με δικαστή την «εθνική συνείδηση», τότε το αποφαντικό της μετά την διαλεκτική επιχειρηματολογία και ερμηνεία θα ήταν περίπου της μορφής: οι χριστιανοί και οι άθεοι έχουν ένα μικρό μέρος της μερίδος της μιζέριας και αυτό, διότι στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν τις θέσεις τους ενίοτε καταφεύγουν σε οξείες επιλογές. Οι αδιάφοροι διακρίνονται για την δειλία τους και συνεπώς ενέχονται σε ένα βαθμό χρήζοντα μελέτης με ζητούμενο τρόπους μεταστροφής νοοτροπίας. Εάν τούτο δεν κατορθωθεί τότε αυτή η κατηγορία των ανθρώπων κρίνεται επικίνδυνη για την πατρίδα. Το υπουργείον πολιτισμού έχει παρανοήσει την βασική του αποστολή, ως προς τις ευθύνες των υπ’αυτού φορέων προβολής του Ελληνισμού, δι’ὃ και ενέχεται. Οι ελληνικές κυβερνήσεις φέρουν ακεραίαν την ευθύνη δια πάσαν πράξιν ἢ παράλειψιν πάνω σε θέματα απτόμενα του εθνικού συμφέροντος, όπου και το διαλαμβανόμενον στο παρόν δοκίμιον ατόπημα.

Συνεπώς η πολιτεία ένοχη.

Η αναλογούσα ποινή συνήθως απαγγέλλεται κατά την επαύριον των εκάστοτε εκλογών.

 

 

Tags
Διαβάστε Επίσης
Close
Back to top button