Έχει άραγε περισωθεί η πραγματική εικόνα του Χριστού όπως υπήρξε στ’ αλήθεια και όχι απλώς όπως τον απεικόνισαν στις αγιογραφίες και τον ζωγράφισαν στους πίνακες οι καλλιτέχνες αρκετούς αιώνες αργότερα;
Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε ιδιαιτέρως τους ιστοριογράφους του Χριστού. Δυστυχώς, όμως, ενώ έχουν διασωθεί οι πραγματικές εικόνες προσώπων αρχαιότερων από τον Χριστό, δεν υπάρχει καμιά εικόνα του Θεανθρώπου, καμωμένη από άνθρωπο που να Τον είχε δει με τα μάτια του.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι καλλιτέχνες, που είχαν απαθανατίσει τις φυσιογνωμίες των επιφανών της εποχής τους, δεν είχαν ταξιδέψει, όπως φαίνεται, στην Ιουδαία. Και Εβραίοι καλλιτέχνες δεν υπήρχαν τον καιρό που ο Ιησούς Χριστός πραγματοποίησε το θεϊκό του πέρασμα από τη Γη.
Πολλά χρόνια αργότερα, οι ζωγράφοι απεικόνισαν τον Ιησού στα έργα τέχνης τους με τον τρόπο που Τον φανταζόταν η ευσεβής ψυχή τους ή με τον τρόπο που θεωρούσαν πως ήταν πιθανώς η φυσιογνωμία Του.
Λένε πως το χέρι του Leonardo da Vinci έτρεμε πάντοτε, όταν ζωγράφιζε το πρόσωπο του Κυρίου. Κι όταν ο μεγάλος αυτός ζωγράφος ολοκλήρωσε τον θαυμαστό «Μυστικό Δείπνο» του, είπε στον φίλο και εργοδότη του Ludovico Sforza ότι «δεν ήλπιζε ποτέ να βρει στον κόσμο τούτο τον τύπο του θείου Σωτήρος και ότι η φαντασία του ήταν ανίκανη να συλλάβει την ιδεώδη έκφραση και καλλονή».
Ωστόσο, όλοι οι ζωγράφοι μεταχειρίστηκαν στα έργα τους τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά. Η διαφορά, όμως, που υπάρχει μεταξύ τους είναι μεγάλη.
Για παράδειγμα, ο Χριστός του Γερμανού αναγεννησιακού ζωγράφου Lucas Cranach είναι εντελώς διαφορετικός από τον Χριστό του Ιταλού Antonio da Correggio, του Φλαμανδού Quentin Massys και του συμπατριώτη του Rogier van der Weyden.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως μεταξύ όλων αυτών των εικόνων υπάρχει βαθιά συγγένεια. Και ίσως να είχε δίκιο ο διάσημος Γάλλος εικαστικός και χαράκτης του 19ου αιώνα Gustave Dore, ο οποίος, όταν ζωγράφισε τον Ιησού, είχε τόσο ενθουσιαστεί από το έργο του, καθώς πίστευε ότι Τον είχε αποδώσει πιστά, που αναφώνησε:
Η εικόνα του Χριστού σώθηκε μέσω της παράδοσης στο βάθος των συνειδήσεων με την εντυπωτική δύναμη που υπήρχε από την ακλόνητη πίστη των πρώτων αιώνων. Ο Ιησούς ήταν πανταχού παρών στα μάτια των παλαιότερων Χριστιανών, σαν ένα ζωηρό και μόνιμο όραμα. Έτσι, έμεινε σε όλους ένας καθιερωμένος τύπος της φυσιογνωμίας Του.
Τελικά, το μυστήριο της εξωτερικής εμφάνισης του Χριστού βρήκε τη λύση του ή τουλάχιστον την πιθανή λύση του με την Ιερά Σινδόνη, που σώζεται στον Καθεδρικό Ναό του Τορίνο. Η Ιερά Σινδόνη είναι το σάβανο που αναφέρεται στα Ευαγγέλια, με το οποίο ο Ιωσήφ της Αριμαθαίας τύλιξε το Θείο Σώμα, για να Το ενταφιάσει.
Στην Ιερά Σινδόνη είναι αποτυπωμένη η εικόνα του γυμνού σώματος ενός ανθρώπου, με κεφάλι που μοιάζει με τον τύπο της φυσιογνωμίας του Θεανθρώπου, με τα μάτια κλειστά, με τα χέρια ενωμένα μπροστά στο σώμα, όπως συνήθιζαν να τα ενώνουν οι Ιουδαίοι στους νεκρούς τους.
Η παράδοση των πρώτων κατόχων της Ιεράς Σινδόνης αναφέρει ότι είναι το ίδιο το Άγιο Σάβανο του Χριστού, πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε τραγικά το σχήμα του σώματός Του και η φυσιογνωμία Του. Η Ιερά Σινδόνη ανακαλύφθηκε το 1353 στην εκκλησία του Lirey, στη Γαλλία. Οι πληροφορίες λένε ότι το πήγαν εκεί ευλαβικά και το αφιέρωσαν οι Σταυροφόροι, ως ιερό λάφυρο των εκστρατειών τους στους Αγίους Τόπους.
Αλλά σύμφωνα με μια σοβαρή ιστορική έρευνα του 1902, αποκαλύφθηκε ότι η Ιερά Σινδόνη βρισκόταν στην Αγία Μαρία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης κατά το έτος 1203, ως κειμήλιο που διέσωζε τη γνήσια φυσιογνωμία του Κυρίου. Από τότε, μάλιστα, είχε εγερθεί το ερώτημα αν επρόκειτο για αυθεντική αποτύπωση της μορφής Του ή εάν ήταν κατασκευασμένη τεχνητά.
Ένας από τους Φράγκους κατακτητές της Κωνσταντινούπολης άρπαξε την Ιερά Σινδόνη από την Εκκλησία των Βλαχερνών. Κατόπιν, βρίσκουμε από έγγραφα κληρονομικά και άλλα συναφή ιστορικά ντοκουμέντα ότι το ιερό αυτό κειμήλιο πέρασε αργότερα στην ιδιοκτησία διάφορων Φράγκων αρχόντων της Αθήνας, της Βοστίτσας, της Κερπινής και της Ζακύνθου. Άραγε να επρόκειτο για την ίδια Σινδόνη ή για κάποια άλλη;
Πάντως, η επιστημονική εξέταση της Ιεράς Σινδόνης του Τορίνο έφερε στο φως καταπληκτικά συμπεράσματα. Είναι ένα ύφασμα μήκους τεσσάρων μέτρων και δέκα εκατοστών και πλάτους ενός μέτρου και σαράντα εκατοστών. Η πάροδος του χρόνου το έχει προφανώς αλλοιώσει μέχρις ενός βαθμού, αλλά διακρίνονται ευκρινώς δύο εικόνες του ίδιου ανθρώπου, η μια μπροστά από την άλλη. Η απόσταση μεταξύ τους είναι τόση, όση θα έπρεπε να είναι αν με το σάβανο αυτό τυλιγόταν ένας άνθρωπος και έτσι, φαίνεται και το μπροστινό, αλλά και το πίσω μέρος της κεφαλής.
Οι επιστήμονες της εποχής κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ίχνη πάνω στην Ιερά Σινδόνη φανέρωναν το μέγεθος του Θείου Δράματος του Κυρίου επάνω στον Σταυρό του Μαρτυρίου και αποτελούσαν την αδιάψευστη αλήθεια του Ιερού Θρύλου του Θεανθρώπου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 21/04/1927…