Η Κοίμηση της Θεοτόκου γιορτάζεται πάντοτε πανηγυρικά στη χώρα μας, αντικατοπτρίζοντας τη λατρεία του χριστιανικού κόσμου στο πρόσωπο της Θεομήτορος.
Η λατρεία τούτη δεν περιορίζεται σε έκφραση μόνο θρησκευτική. Η εκδήλωσή της εμφανίζεται όχι μόνο σε μορφή ηθών και εθίμων, αλλά και τέχνης, ακόμα και σε τρόπο ζωής.
Αρκεί κανείς να αναπολήσει τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τις εικόνες της Παναχράντου, που έτυχε να προσέξει σε ναούς εδώ κι εκεί, σε διάφορες χώρες, ιδιαίτερα της Μεσογείου, για να συνειδητοποιήσει την έκταση της πίστης προς τη Μητέρα των Ουρανών.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου θα έπρεπε να είναι ημέρα πένθους και θλίψης, που να ομοιάζει με τα συναισθήματα που βιώνουμε τη Μεγάλη Παρασκευή. Όμως, όσο και να εκφράζεται η θλίψη στις αναπαραστάσεις των ύμνων, στις εικόνες και στα αγάλματα των ναών, ο Δεκαπενταύγουστος θεωρείται μια ημέρα θριαμβευτική. Θριαμβευτική, επειδή η Μητέρα των Πάντων ανέρχεται στους ουρανούς και στην αιωνιότητα. Οι πιστοί δεν αφήνουν τη φαντασία τους να πλανηθεί σε μια τελετή κηδείας, με έκδηλο το πένθος και τη στενοχώρια.
Η Παναγία βρίσκεται στη σκέψη όλων σαν αταλάντευτη προστάτιδα, με το καλοσυνάτο και προστατευτικό Της βλέμμα, με την αυστηρή και την γλυκιά Της έκφραση, ένας συνδυασμός, που κανένας δεν μπόρεσε να τον αποδώσει με τόση τέχνη και πιστότητα, όσο οι Βυζαντινοί.
Ο μύθος της σεπτής Της εικόνας έχει κάτι το μοναδικό. Καμιά άλλη θεότητα δε φέρει τόσο πολύ τον θρύλο της αχειροποίητης εικόνας, όσο η Μητέρα του Χριστού. Μάλιστα, κατά την εποχή της εικονομαχίας, ένα από τα βασικά επιχειρήματα των εικονολατρών ήταν ότι ο ίδιος ο Χριστός είχε επιτρέψει στον Απόστολο Λουκά να φιλοτεχνήσει την εικόνα Του, ενώ πολλές άλλες εικόνες του Ιησού και της Παρθένου εμφανίστηκαν με θεία επέμβαση. Αυτές οι αχειροποίητες, ιερές εικόνες, που δεν κατασκευάστηκαν από ανθρώπινο χέρι, αλλά από θεϊκή δύναμη, αποτέλεσαν την αρχή για να φιλοτεχνηθούν κι άλλες πολλές, αυτή τη φορά από τους ανθρώπους.
Μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις που έγιναν στην εκκλησία της Αγίας Φραντσέσκας Ρομάνα στη Ρώμη, κατά τη συντήρηση μιας παράστασης πυρογραφίας σε ξύλο, ήρθε στο φως ένα μοναδικά ξεχωριστό πρόσωπο της Παναγίας, αρκετά, όμως, κατεστραμμένη. Μόνο το πρόσωπό της έχει αποκαλυφθεί σε σχετικά καλή κατάσταση. Μα, καθώς το παρατηρεί κανείς, φέρνει αμέσως στη σκέψη του προσωπογραφίες από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Και μόνο το γεγονός ότι πρόκειται για πυρογραφία, δηλαδή για χάραξη σχεδίων με πυρωμένη μεταλλική ακίδα πάνω σε ξύλο, φανερώνει ότι αναφέρεται στην εποχή πριν από τις εικονομαχίες, που συνέβησαν κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ., καθώς η πυρογραφία χρησιμοποιούνταν κατά κόρον πολύ νωρίτερα.
Ο επισκέπτης στην εκκλησία της Αγίας Φραντσέσκας Ρομάνα δεν μπορεί να λησμονήσει τις απίστευτες μεταλλαγές στη φωτοσκίαση, τις αδρές γραμμές, το καρδιοειδές περίγραμμα του θείου προσώπου, το λεπτό στόμα, τη μακριά, στενή μύτη, τα τεράστια μάτια, που τονίζονται κάτω από έντονα βλέφαρα και αντικατοπτρίζουν ένα ιδεώδες ανθρώπινης ομορφιάς, ενώ παράλληλα δημιουργείται η εντύπωση μιας τρισδιάστατης στερεότητας υψηλού βαθμού.
Εντυπωσιάζει περισσότερο η γεωμετρική αυστηρότητα του σχεδίου, που δεν απαντάται πουθενά αλλού στην πρωτοχριστιανική ή πρωτοβυζαντινή τέχνη. Οι τεχνοκριτικοί ανάγουν αυτή τη μοναδική παράσταση στον 5ο με 7ο αιώνα, αλλά κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν φιλοτεχνήθηκε στην Ιταλία ή στην Ανατολή.
Ωστόσο, η λατρεία των εικόνων επέβαλε κανόνες στη φόρμα και υποδείγματα αμετάβλητα, που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, χωρίς, όμως, ποτέ να υποβαθμίζεται η γλυκύτητα και η προστατευτικότητα, που αναδύει το ήρεμο βλέμμα και το σεπτό πρόσωπο της Παναγίας Αχράντου.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», στις 17/08/1980…