Άραγε, ξαναβρέθηκε ποτέ το δέντρο, που έδινε τα καταραμένα «Μήλα των Σοδόμων»; Κατά τους αρχαίους συγγραφείς, το δέντρο αυτό ήταν μεγαλοπρεπέστατο και έδινε καρπούς φαινομενικώς όμορφους και ορεκτικούς. Μόλις, όμως, κάποιος άγγιζε έναν από αυτούς, αμέσως ξεκολλούσε απ’ το κλαδί του, έπεφτε καταγής και ευθύς, γινόταν στάχτη! Έτσι, τουλάχιστον, έλεγαν οι θρύλοι…
Λοιπόν, το δέντρο αυτό, που οι βοτανολόγοι το ονόμαζαν «Calotropis Procera» και φυόταν κυρίως στη νοτιοανατολική Αφρική, είχε χαρακτηριστικά γνωρίσματα σχεδόν όμοια. Όταν ο καρπός του, ο οποίος έμοιαζε με μήλο, ωρίμαζε, πολύ γρήγορα ξεραινόταν από το εσωτερικό του, ενώ εξωτερικώς έμενε αμετάβλητος στη μορφή και στο χρώμα.
Επομένως, ήταν εύκολο να ξεγελαστεί κάποιος, νομίζοντας πως έκοβε ένα λαχταριστό και ζουμερό φρούτο. Μα, μόλις το ξεφλούδιζε, απογοητευόταν, καθώς η σάρκα του ήταν κατάξερη και έμοιαζε με αποκρουστικά πριονίδια.
Καλύτερα, όμως, έτσι, εφόσον τα «Μήλα των Σοδόμων» ήταν καρπός φαρμακερός και όσοι τα δοκίμασαν, έχασαν τη ζωή τους. Θα έλεγε κανείς ότι έκλεινε μέσα του τη θεϊκή κατάρα, που εξαπολύθηκε εναντίον των Σοδόμων και ότι ξεράθηκε, όχι από τη φλόγα του ήλιου της Αφρικής, αλλά μάλλον από την ίδια φωτιά, που κατέστρεψε τις δύο αμαρτωλές πόλεις, τα Σόδομα και τα Γόμορρα.
Πράγματι, η Παλαιά Διαθήκη μας πληροφορεί ότι ήταν τόσο διεφθαρμένοι και καθολικά αμαρτωλοί οι κάτοικοι των δύο εκείνων βιβλικών πόλεων, ώστε ο γενάρχης Αβραάμ δεν μπόρεσε να βρει ούτε πενήντα ανθρώπους δίκαιους και ηθικούς σε ολόκληρα τα Σόδομα. Ο Αβραάμ είχε λάβει την υπόσχεση από τον Θεό ότι και μόνο πενήντα δίκαιους ανθρώπους αν έβρισκε, η πόλη θα σωζόταν από τη θεϊκή οργή.
Μα, η προσπάθεια απέβη μάταιη. Με πολλές ικεσίες, ο Αβραάμ προσπαθούσε να μειώσει τον αριθμό σε σαράντα, σε τριάντα, σε είκοσι και τέλος, σε δέκα. Αλλά, ούτε δέκα σωστοί και τίμιοι άνθρωποι δε βρέθηκαν σε εκείνη την πόλη-βόρβορο της αισχρότητας και της ακολασίας…
Είναι γνωστό σε όλους το τραγικό τέλος των Σοδόμων και των γειτονικών Γομόρρων, των οποίων οι κάτοικοι ήταν βουτηγμένοι στην κόλαση της ανηθικότητας και της απόλυτης χυδαιότητας. Η οργή του Θεού ξέσπασε ολέθρια. Επί τρεις μέρες, έπεφτε από τον ουρανό φωτιά και θειάφι. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα σπίτια, τα δέντρα έγιναν στάχτη και χάθηκαν για πάντα.
Καμιά βιβλική σημείωση δε βοηθά, ώστε να προσδιοριστεί η ακριβής τοποθεσία των δύο αμαρτωλών πόλεων. Συντρέχουν, όμως, πολλά στοιχεία, που οδήγησαν τους ειδικούς να πιστέψουν πως πολύ πιθανό να βρίσκονταν σε μια κοιλάδα, που πλέον σήμερα είναι ακατοίκητη και είχε ως κέντρο της την αλμυρή εκείνη λίμνη, που είναι γεωγραφικώς γνωστή ως Νεκρά Θάλασσα.
Μέσα στην ευρύχωρη αυτή κατάλμυρη λίμνη, δεν υπάρχει ίχνος ζωής. Η ανόργανη ύλη, όμως, είναι άφθονη. Πλουσιότατα τριγύρω είναι τα κοιτάσματα χαλκού, γαιάνθρακα, ποτάσας, θειαφιού και πετρελαίου.
Τον Σεπτέμβριο του 1926, ένας Γερμανός επιστήμονας, ο Ερρίκος Μπαγιερντόφερ, ταξίδεψε μέχρι εκεί, κάνοντας μια ενδελεχή επιστημονική έρευνα. Κατά τη γνώμη του, τα Σόδομα και τα Γόμορρα βρίσκονταν επικινδύνως κοντά σε πετρελαιόφορες πηγές και πιθανώς, με τη ρίψη κάποιου κεραυνού, δημιουργήθηκε πυρκαγιά τεραστίων διαστάσεων, με καταστροφικότατα αποτελέσματα.
Ο Γερμανός χημικός υποστήριζε ότι οι δύο βιβλικές πόλεις ήταν χτισμένες στη βορεινή πλευρά της Νεκράς Θάλασσας. Εκεί, ένα άλλο στοιχείο συμπίπτει με την παράδοση, που μας διηγείται η Αγία Γραφή. Σ’ ένα γειτονικό βουνό, στέκεται πελώριο το αλατένιο άγαλμα, στο οποίο μετουσιώθηκε η γυναίκα του Λωτ. Το βουνό αυτό αποτελείται από ορυκτό άλας και ονομάζεται «Jebel Usdum». Πάνω του δεσπόζει μια ανθρώπινη, γυναικεία φιγούρα, σε μεγάλο μέγεθος και σε όρθια στάση. Μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει το σχήμα μιας γυναίκας, που φέρει εβραϊκή καλύπτρα, η οποία κοιτάζει προς το μέρος, όπου κάποτε υψωνόταν η καταραμένη πόλη.
Σύμφωνα με τις Γραφές, όταν ο Θεός αποφάσισε να τιμωρήσει πια τις διεφθαρμένες και άσωτες πόλεις, θέλησε να σώσει τέσσερις δίκαιες ψυχές: τον Λωτ, τη γυναίκα του και τις δύο ανύπαντρες θυγατέρες του. Τους προειδοποίησε, λοιπόν, με έναν Άγγελό Του να φύγουν κρυφά, τη νύχτα, προς το βουνό, χωρίς, όμως, να γυρίσουν το κεφάλι τους πίσω και να δουν τι θα επακολουθούσε.
Ο Λωτ πάσχισε να πείσει και τις παντρεμένες κόρες του να τους ακολουθήσουν, μα δεν πείστηκαν από τα λόγια του ανήσυχου πατέρα τους, ξέσπασαν σε γέλια και έτσι, παρέμειναν στην πόλη.
Η οικογένεια του Λωτ βάδιζε προς το βουνό, η πύρινη βροχή ξεκίνησε να πέφτει και η γυναίκα του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την περιέργειά της. Έστρεψε το κεφάλι της να δει, παρά τις προειδοποιήσεις, και μετατράπηκε ευθύς σε άγαλμα από αλάτι!
Το αλατένιο αυτό άγαλμα, μια κυριολεκτική στήλη άλατος, εξακολουθεί και στέκει στο ίδιο σημείο, εδώ και αιώνες, κοιτάζοντας πάντοτε προς τα πίσω, εκεί που κάποτε υπήρχαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ωσάν μια ατέρμονη υπενθύμιση της ανθρώπινης ανηθικότητας και της θεϊκής οργής, που εξαπολύθηκε για να τη σταματήσει.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ», στις 24/10/1926…