Η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει τον συντελεστή ετήσιας μεταβολής μισθών με βάση τον οποίο θα υπολογιστούν οι νέες συντάξεις, όπως προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου.
Παράλληλα επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση για το γεγονός ότι το αρμόδιο υπουργείο δεν συνεργάστηκε ως όφειλε- εκ του νόμου- με την Ελληνική Στατιστική Αρχή και περιέλαβε την αναφορά περί «ετήσιας μεταβολής μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στο σχετικό νόμο. Τονίζει δε ότι το σχετικό αίτημα για τον υπολογισμό του συντελεστή υπεβλήθη μόλις τον περασμένο Νοέμβριο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως οι 65.000 συνταξιούχοι που κατέθεσαν τα χαρτιά τους για να πάρουν σύνταξη με το νέο καθεστώς, θα παραμείνουν στην… αναμονή, με μοναδικό τους έσοδο των προσωρινή σύνταξη μέχρι να βρεθεί λύση.
Στην ανακοίνωσή της η ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται στους δικούς της χειρισμούς. «Οι διαθέσιμες στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση του εν λόγω συντελεστή, επειδή αυτός αποκλίνει από το Δείκτη Κόστους Εργασίας που καταρτίζει και δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ», αναφέρει η Στατιστική Υπηρεσία.
Μάλιστα, αφήνονται και σαφείς αιχμές κατά των υπουργών, καθώς αναφέρεται πως πριν συνταχθεί η συγκεκριμένη διάταξη, δεν υπήρξε συνεννόηση με την Υπηρεσία. «Η αναφορά στην «ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στα άρθρα 8, 28 και 35 του Ν. 4387/2016, περιελήφθη στο Νόμο χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διαδικασία σύνταξής του»
Στις διευκρινίσεις που έδωσε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή σχετικά με τη σύνδεση των συντάξεων (βάσει του νόμου Κατρούγκαλου) με δείκτη που δεν υπάρχει σημείωνει:
Με αφορμή την αρθρογραφία που αναφέρεται στον υπολογισμό του συντελεστή ετήσιας μεταβολής μισθών του Ν.4387/2016 και σε δήθεν καθυστέρηση από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, διευκρινίζονται τα εξής:
Η ΕΛΣΤΑΤ, ανταποκρινόμενη στο αίτημα (που υπεβλήθη το Νοέμβριο του 2016) για τον υπολογισμό του ανωτέρω συντελεστή, συνεργάστηκε με τους εκπροσώπους της Γ.Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι οι διαθέσιμες στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση του εν λόγω συντελεστή, επειδή αυτός αποκλίνει από το Δείκτη Κόστους Εργασίας που καταρτίζει και δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.
Η εν λόγω απόκλιση είχε επισημανθεί στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στο πλαίσιο παλαιότερου αιτήματός της προς την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την κατάρτιση του συντελεστή ωρίμανσης για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, σε εφαρμογή του Νόμου 3863/2010.
Σημειώνεται ότι η αναφορά στην «ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στα άρθρα 8, 28 και 35 του Ν. 4387/2016, περιελήφθη στο Νόμο χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διαδικασία σύνταξής του, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του Στατιστικού Νόμου 3832/2010, όπως ισχύει.
Η ΕΛΣΤΑΤ πρότεινε πάντως στη Γ. Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, να προβούν στη μελέτη και αξιολόγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται σε άλλες χώρες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στην ανάπτυξη, με την υποστήριξη της ΕΛΣΤΑΤ, της εθνικής μεθοδολογίας κατάρτισης του συντελεστή μεταβολής μισθών.
Ως εκ τούτου, οι αναφορές ότι η ΕΛΣΤΑΤ επί εννέα μήνες εξέταζε την κατάρτιση του δείκτη είναι εκτός πραγματικότητας.