
Ένας νέος κύκλος ξεκαθαρίσματος ανοίγει στον πόλεμο των μπράβων της νύχτας μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση του Βασίλη Στεφανάκου με 20 σφαίρες στο Χαϊδάρι κοντά στη μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούσε ο αποκαλούμενος από τους αστυνομικούς της ασφάλειας «βαρόνος της νύχτας» .
Κατά την επιχείρηση σύλληψής του, οι αστυνομικοί είχαν διαρρεύσει σε επίορκους αστυνομικούς που φέρονταν να συνεργάζονται μαζί του ότι θα παρακολουθούν κηδεία συγγενικού του προσώπου στη Θεσσαλονίκη. Ο Στεφανάκος, χαλάρωσε τα μέτρα ασφαλείας του και αυτό οδήγησε στη σύλληψή του.
Η σύλληψη του Στεφανάκου αποκάλυψε τις ανακατατάξεις που είχαν γίνει στον χώρο των «νονών» της νύχτας το 2000
Το 2000 ήταν η χρονιά που ο Βασίλης Στεφανάκος πήρε το «δαχτυλίδι» στο χώρο των «νονών» της νύχτας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που εμπεριέχονταν στην δικογραφία οι ανακατατάξεις έγιναν στις αρχές του 2000, όταν ως αρχηγός της ομάδας εκβιαστών, που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Χαϊδαρίου, Περιστερίου και Πειραιά ανέλαβε ο Βασίλης Στεφανάκος, ο οποίος φέρεται να «κληρονόμησε» την αρχηγία μετά τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Παπαμάλη, στις αρχές του 2000. Στην ομάδα αυτή, αρχηγικές θέσεις φέρεται να κατέχουν οι Αριστείδης Λακιώτης και Ιωάννης Σκαφτούρος.
Ο Βασίλης Στεφανάκος είχε απασχολήσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες τις αρχές για πάρα πολλές εγκληματικές ενέργειες, που αφορούν ηθική αυτουργία σε δολοφονίες, τη δολοφονία συνεργατών του, αλλά και για τη στενή συνεργασία του με επίορκους αστυνομικούς.
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., απέδιδαν στον Βασίλη Στεφανάκο «συνδρομή» στις δολοφονίες των δύο μελών της Χρυσής Αυγής στο Ν. Ηράκλειο την 1η Νοεμβρίου 2013 από τις «Μαχόμενες Επαναστατικές Λαϊκές Δυνάμεις» και του 47χρονου αρχιφύλακα των φυλακών Δομοκού Σεραφείμ Γκαλιμάνη στις 21 Φεβρουαρίου 2015 στην Κουβέλα Στυλίδας, την οποία ανέλαβε η «Οργάνωση Πολιτοφυλακής Λαϊκή Δικαιοσύνη», χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουν να «δέσουν» με στοιχεία τις εκτιμήσεις τους. Ο διάσημος έγκλειστος των ελληνικών φυλακών συνδέθηκε από τους αστυνομικούς με τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, τον Χριστόδουλο Ξηρό και το σχέδιο απόδρασης «Γοργοπόταμος» που περιελάμβανε ανατίναξη της περίφραξης των φυλακών με αυτοσχέδιο «κανόνι».
Θεωρείται από πολλούς ως το αφεντικό της τρίτης γενιάς της εγχώριας μαφίας. Το όνομά του βρισκόταν στη λίστα με τα 44 εντάλματα σύλληψης για εκβιασμούς και άλλα αδικήματα που είχε εκδοθεί το 2002. Επίσης τον Ιανουάριο του 2007 είχε προσπαθήσει με τη βοήθεια δύο αστυνομικών να βγάλει νέο δελτίο ταυτότητας με λατινικούς χαρακτήρες από το Τμήμα Ασφαλείας της Πετρούπολης.
Το λαθρεμπόριο τσιγάρων και η πρώην φίλη του Στεφανάκου
Ο Βασίλης Στεφανάκος είχε εμπλοκή με διακίνηση λαθραίων τσιγάρων. Το πλοίο από την Κύπρο αγκυροβολούσε στα ανοιχτά και τα τσιγάρα φορτώνονταν σε φουσκωτές λάντζες, ιδιοκτησίας του πρώην βαρυποινίτη. Στη συνέχεια, με τη συνοδεία φουσκωτών σκαφών στα οποία επέβαιναν επίορκοι λιμενικοί το λαθραίο φορτίο μεταφερόταν σε προκαθορισμένα σημεία, όπως οι παραλίες Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Λουτρόπυργου, Λάκκας Καλογήρων στα Μέγαρα ή σε κάποιο εγκαταλελειμμένο πλοίο στον Ασπρόπυργο. Ο Στεφανάκος είχε δωρίσει σε λιμενικό ένα πολυτελές καμπριολέ αυτοκίνητο, το οποίο έπειτα από λίγο καιρό αντάλλαξε με τζιπ της ίδιας μάρκας. Τα κέρδη από κάθε παράνομο φορτίο ξεπερνούσαν τα 30 εκατομμύρια δρχ. O Βασίλης Στεφανάκος φέρεται να είχε πει, μιλώντας στα μέλη της ομάδας του σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτοί: «Ρίξτε στο ψαχνό, εμείς φυλακή δεν πάμε».
Στη δικογραφία, βάσει της οποίας είχαν εκδοθεί το 2002, 44 εντάλματα σύλληψης εις βάρος ατόμων που ενέχονται σε κυκλώματα εκβιαστών, γινόταν ειδική αναφορά σε μια γυναίκα πρώην φίλη του Στεφανάκου, η οποία είχε δεχθεί σωρεία απειλών και παρενοχλήσεων από μέλη της ομάδας, όταν απομακρύνθηκε από αυτόν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, τον Δεκέμβριο του 2001, ο Στεφανάκος χτύπησε με το αυτοκίνητό του το δικό της, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο έξω από μπαρ στην Ελευσίνα, προκαλώντας σημαντικές υλικές ζημιές, ενώ στη συνέχεια τραυμάτισε με μαχαίρι στο πρόσωπο και στην κοιλιά δύο παρευρισκόμενους, οι οποίοι τόλμησαν να τον ρωτήσουν γιατί το έκανε. Έπειτα, αφού απείλησε τη γυναίκα, χτύπησε τον πορτιέρη γιατί δεν επέτρεψε στην γυναίκα να επιστρέψει στο μπαρ.
Τον Φεβρουάριο του 2002, έπειτα από μήνυση που κατέθεσε η κοπέλα , ο Στεφανάκος κάλεσε στο γραφείο του, στο κέντρο διασκέδασης «ΠΛΑΤΩ», τον θείο της και του είπε: «Πες της μικρής να σταματήσει να διαδίδει στον κόσμο τι κάνω εγώ και τι δεν κάνω και να σταματήσει να τα βάζει με τους φίλους μου, γιατί θα τη βρείτε πεταμένη σε κανένα ρέμα».
Στη δικογραφία, γινόταν λόγος και για τις απειλές που δεχόταν μια ολόκληρη οικογένεια, ο γιος της οποία είχε χρησιμοποιηθεί για ένα χρονικό διάστημα ως «εισπράκτορας» χρημάτων από καταστήματα ηλεκτρονικών. Όταν αποφάσισε να ξεκόψει οι γονείς του άρχισαν να δέχονται απειλές, ενώ ο πατέρας του έπεσε θύμα ξυλοδαρμού. Σύμφωνα με όσα έγραφε η «Καθημερινή» όπως κατήγγειλε η μητέρα του νεαρού στην αστυνομία, έφθασαν σε αυτή πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες ο Κοσμόπουλος είχε δώσει εντολή σε ανθρώπους της νύχτας να «μπαζώσουν», δηλαδή να σκοτώσουν, τον γιο της, ο οποίος έκτοτε άρχισε να κρύβεται. Ακολούθησε ένα διάστημα με έντονη «κινητικότητα» γύρω από το σπίτι της οικογένειας και, τελικά, εκλάπη το αυτοκίνητό της. Όπως αναφέρεται στη δικογραφία, μετά την κλοπή του αυτοκινήτου λογομάχησε με τον Παναγιώτη Μεταξά – Σούλη, ο οποίος στο τέλος της λογομαχίας της είπε: «Τώρα θα δεις τι θα πάθεις, μωρή καρ@@@α». Το ίδιο βράδυ κάηκε το αυτοκίνητό της.
Δολοφονία Καλοποθαρακού
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη δικογραφία και στη δολοφονία του Θεμιστοκλή Καλαποθαράκου, ο οποίος είχε δολοφονηθεί στις 25 Ιουλίου του 2000 στον Μαραθώνα, στο πλαίσιο του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ νονών της νύχτας.
Από τα στοιχεία που είχαν προκύψει τότε, η δολοφονία εκτιμήθηκε ότι είχε γίνει για λόγους αντεκδίκησης, μετά τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Παπαμάλη, τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε συνομιλία μεταξύ του Βασίλη Στεφανάκου και του Αριστείδη Λακιώτη, οι οποίοι φέρονται να λένε επί λέξει: «Τώρα να δεις σε ένα μήνα πού θα πάει ο Καλαποθαράκος».
( O Θεμιστοκλής Καλαποθαράκος)
Την ημέρα της δολοφονίας του Καλαποθαράκου ο Στεφανάκος και τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη της ομάδας βρίσκονταν στο Γαλαξίδι. Υπάρχουν μαρτυρίες για πολλές τηλεφωνικές συνομιλίες και καταγράφεται επί λέξει η φράση: «Ευτυχώς που το σκεφτήκαμε και είμαστε μακριά, πήραμε πίσω το αίμα του φίλου μας. Καλά το κάναμε».
Η φιλία με τον Βλαστό και η απαγωγή Παναγόπουλου
Ο Βασίλης Στεφανάκος είχε φιλία και στενούς δεσμούς με τον .
(O Παναγιώτης Βλαστός)
Ο είχε κατηγορηθεί μάλιστα για συμμετοχή και στην . Υπενθυμίζεται ότι ο εφοπλιστής απήχθη στις 12 Ιανουαρίου του 2009 και οκτώ μέρες αργότερα απελευθερώθηκε αφού προηγουμένως η οικογένειά του κατέβαλε στους απαγωγείς του ως λύτρα 30 εκατομμύρια ευρώ.