Η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα αναφέρει σε άρθρο του ο Πρόεδρος της επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι.
«Έχοντας απέναντί του τεράστιες δυσκολίες κι έπειτα από επτά χρόνια έντονης ύφεσης, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών – σε συνδυασμό με τις προσπάθειες του ελληνικού λαού – παράγει σταδιακά συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα.
Το 2016 η ελληνική οικονομία πέτυχε ελαφρά θετικό ρυθμό ανάπτυξης και αποδίδει σημαντικά πάνω από τους στόχους. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να κινηθεί περίπου στο 2% για το 2016, πάνω από τον στόχο του 0,5% που τέθηκε στο πρόγραμμα και αισθητά καλύτερα από το έλλειμμα 0,5% που προέβλεπε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Περαιτέρω, η ανεργία έχει μειωθεί στο 23% από το 27% που ήταν στις αρχές του 2015, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν θετικούς και εύρωστους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ για την περίοδο 2017-2020.
Τώρα είναι η ώρα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να επιταχύνει την υλοποίησή τους. Την ίδια ώρα, οι διεθνείς εταίροι και πιστωτές της Ελλάδας οφείλουν να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους βάσει των συμφωνιών που υπεγράφησαν στο Eurogroup του Μαΐου 2016 και να μην απαιτούν πρόσθετα μέτρα, τα οποία βρίσκονται εκτός του πλαισίου του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Ένα πιθανό εργαλείο θα μπορούσε να είναι ένας μηχανισμός έκτακτης ανάγκης που θα διασφαλίζει τους συμφωνηθέντες στόχους μετά το 2018 και μια αποτελεσματική μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας που συνάδει με τις βέλτιστες πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο μιας υγιούς οικονομίας. Παρόλα αυτά, κάθε αίτημα για την εκ των προτέρων νομοθέτησης μέτρων αξίας ίσης με το 2% του ΑΕΠ του προϋπολογισμού του 2019 ή για την επί της ουσίας ακύρωση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της μη αποδοχής της αρχής της μετενέργειας των συμβάσεων, ακόμη και με μια διαδικασία υγιούς επικύρωσης, θα στερούνταν λογικής. Τέτοιες συνθήκες θα ήταν ξεκάθαρα απαράδεκτες για κάθε Κράτος-Μέλος.
Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόδηλες διαφορές μεταξύ των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους δημιουργούν επιπλέον προσκόμματα για τη συνέχιση της διαδικασίας και διακινδυνεύουν την πρόκληση κρίσιμων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Το άρθρο IV της πρόσφατης έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα όχι μόνο υπογραμμίζει αυτές τις διαφορές, αλλά και καταδεικνύει την ύπαρξη διαφορετικών προσεγγίσεων ακόμη και εντός του ΔΝΤ.
Διαβάζοντας το έγγραφο, προκαλεί έκπληξη πώς ένας αποδεκτός θεσμός όπως το ΔΝΤ εμφανίζεται ηθελημένα να μην λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά δεδομένα για το πρωτογενές πλεόνασμα και τις αναπτυξιακές προβολές που έχουν υποβαθμιστεί κατά τρόπο ακατανόητο – παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα υπήρξαν καλύτερα του αναμενομένου.
Είναι ουσιώδες τώρα να ολοκληρωθεί σύντομα η δεύτερη αξιολόγηση, ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εκτιμήσει δεόντως την πρόοδο της Ελλάδας και να αξιολογήσει την πρόσβασή της στα προγράμματα της ΕΚΤ. Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους πρέπει να συζητηθούν στο πλαίσιο του οδικού χάρτη που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2016, αναγνωρίζοντας ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% μπορεί να είναι βιώσιμο μόνο για ένα πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να προχωρήσουν στη βάση αυτή, θα είχε δρομολογηθεί ασφαλώς η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου ελληνικού προγράμματος μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω καθυστερήσεις, ειδικά με δεδομένες τις επικείμενες εκλογές σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, οι οποίες μπορούν ενδεχομένως να καταστήσουν την επίτευξη συμφωνιών πολύ πιο δύσκολη. Γι’ αυτό και το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου είναι κρίσιμο, ώστε να βρεθεί τρόπος να προχωρήσουμε.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρακολουθεί το ελληνικό πρόγραμμα πολύ στενά στο πλαίσιο της Ομάδας Εργασίας Οικονομικής Βοήθειας και έχει σαφώς αναγνωρίσει τη σημαντική πρόοδο που έχει πετύχει η Ελλάδα, όπως και έχει επισημάνει την χρεία για μια συμφωνία και την ανάγκη για την Ελλάδα να σταθεροποιήσει την οικονομική της ανάκαμψη και την πολιτική της σταθερότητα. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση θα προκαλέσει εντονότερους τριγμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη και θα πλήξει την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την εμπιστοσύνη προς τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σε μια εποχή κατά την οποία η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιες εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις και οι λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις αμφισβητούν την ουσία των δημοκρατικών και κοινωνικών μας αρχών και αξιών, όλοι μας οφείλουμε να περιφρουρήσουμε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να ενισχύσουμε την υγιή οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης και την οικονομική και περιφερειακή της σύγκλιση και συνοχή».