p.p1 {margin: 0.0px 0.0px 0.0px 0.0px; font: 12.0px 'Helvetica Neue'; color: #454545}
Ως σύμβολο ελληνικής κακοδαιμονίας φαντάζει ο ακίνητος εδώ και μήνες γερανός της κατασκευαστικής εταιρείας που είχε αναλάβει το έργο της ανάπλασης και της επέκτασης των ιστορικών κτιρίων, επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας απέναντι από το «Χίλτον» και τον Δρομέα.
Μνημείο της Ελλάδας της κρίσης, των μνημονίων, της γραφειοκρατίας, της αναποτελεσματικότητας του Δημοσίου και της ασυνέχειας του κράτους. Τα απογυμνωμένα από τοίχους κτίρια αδυνατούν να κρύψουν το κουβάρι των ευθυνών που αναζητούνται κάπου μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού, της αναδόχου κατασκευαστικής εταιρείας και του χορηγού τμήματος του έργου, που είναι το Ιδρυμα Νιάρχου. Από το 2015 και μετά οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού έχουν αφήσει περισσότερα από 15 εκατ. ευρώ από ευρωπαϊκά κονδύλια αναξιοποίητα.
Αποτέλεσμα είναι να τρώει το σκοτάδι περίπου 20.000 έργα ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Ηχεί πλέον παράταιρα η αποστροφή της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, η οποία τον Δεκέμβριο του 2013 δήλωνε ότι... τα έργα είναι ευτυχισμένα. Τότε μόλις είχε ολοκληρωθεί το έργο της μεταφοράς και φύλαξης ώστε να εκτελεστούν οι εργασίες ανάπλασης και επέκτασης. Τρία χρόνια μετά παραμένουν μακριά από τις προθήκες του μουσείου, μακριά από τα βλέμματα τουριστών και ειδικών που θα ήθελαν να τα μελετήσουν. Φοιτητές και νέοι καλλιτέχνες στερούνται το δικαίωμα να θαυμάσουν από κοντά τα έργα των ανθρώπων που αποτέλεσαν γι’ αυτούς έμπνευση για να επιλέξουν το δικό τους μονοπάτι ζωής.
Σε λίγες ημέρες η Εθνική Πινακοθήκη θα γιορτάσει τα 117α γενέθλιά της, με τους θησαυρούς της να βρίσκονται καταχωνιασμένοι σε αποθήκες και διαμερίσματα. Η ιστορία της ξεκίνησε στις 10 Απριλίου του 1900 και στη διάρκεια των ετών που μεσολάβησαν πέτυχε να συγκεντρώσει μια σειρά από εντυπωσιακές συλλογές. Με δωρεές και αγορές, όπως συνέβη ενδεικτικά με το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου η «Συναυλία των Αγγέλων», που αγοράστηκε το 1931 σε δημοπρασία στο Μόναχο έναντι του σημαντικού ποσού των 5.900.000 δρχ. που κατέβαλε το ελληνικό κράτος. Σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι θησαυροί της Πινακοθήκης παρέμεναν κρυμμένοι στο Αρχαιολογικό Μουσείο απ’ όπου τους παρέλαβε ο Μαρίνος Καλλιγάς, που διορίστηκε διευθυντής το 1949. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος, ανέδειξε τα έργα της Πινακοθήκης διοργανώνοντας εκθέσεις στο Ζάππειο, εμπλούτισε τις συλλογές της με σημαντικές αγορές, κατάφερε να εντάξει στο Μουσείο το πλούσιο κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτζου και έδωσε τελικά λύση στο χρόνιο στεγαστικό του πρόβλημα με την εξεύρεση του οικοπέδου και την ανέγερση των γνωστών κτιρίων στην περιοχή του «Χίλτον».
Σχεδόν 70 χρόνια μετά, όμως, το μόνο που έχει απομείνει σε δημόσια θέα, εκτός από τα κουφάρια των κτιρίων, είναι η θριαμβευτική δήλωση της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα από το 2013: «Καταφέραμε να μεταστεγάσουμε, χωρίς να γίνει το παραμικρό, 20.000 έργα, τα οποία με τη συμβολή της Εθνικής Τράπεζας φιλοξενούνται σε αποθήκες υψίστης ασφαλείας, με 24ωρη ένοπλη φύλαξη. Είναι φυλαγμένα σε τέλειες συνθήκες, ενώ η επιχείρηση έγινε αναίμακτα, αθόρυβα και, κυρίως, χωρίς γκρίνια. Τα έργα είναι ευτυχισμένα»!
Το γιαπί της Εθνικής Πινακοθήκης φαντάζει ως σύμβολο της ελληνικής κακοδαιμονίας. Οι καθυστερήσεις στο έργο είναι συνεχείς και οι ευθύνες τεράστιες
Αφού πέρασαν χωρίς αποτέλεσμα τρία χρόνια και τρεις μήνες, λογικά την ανακούφιση θα πρέπει να έχει διαδεχθεί η ανησυχία. Και τα έργα, αν είχαν φωνή, θα είχαν αγανακτήσει. Η θέση τους είναι απέναντι από τα βλέμματα θαυμασμού τουριστών και ειδικών και όχι σε αποθήκες υπό την προστασία ένοπλων φρουρών. Λογικά εκεί που τώρα βρίσκονται οι σκαλωσιές θα έπρεπε από τα τέλη του 2016 να βλέπουμε την υπερκατασκευή της νέας σύγχρονης πρόσοψης. Στον αέρα παραμένει και ο τρίτος όροφος, ο οποίος θα φιλοξενούσε το εστιατόριο με θέα στην Ακρόπολη. Οσο για τα νέα συστήματα ψηφιακής απεικόνισης και ξενάγησης, ούτε λόγος.
Το ιστορικό κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, που είχε θεμελιωθεί το 1964 με σχέδια των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το 1976. Με την πάροδο των ετών, όμως, η συλλογή μεγάλωσε και αποφασίστηκε η επέκταση. Αποφασίστηκε στα υπάρχοντα 9.720 τ.μ. να προστεθούν μετά την ανακαίνιση άλλα 11.040 τ.μ., υπερδιπλασιάζοντας τους λειτουργικούς του χώρους. Πέραν των εκθεσιακών χώρων υπήρξε πρόβλεψη για 1.645 τ.μ. επιπλέον αποθήκες έργων τέχνης, αμφιθέατρο 350 θέσεων, εκπαιδευτικό χώρο, υποδοχή και πωλητήριο 910 τ.μ.
Στη νέα της στέγη η Εθνική Πινακοθήκη υπολογίζεται ότι θα μπορεί πλέον να φιλοξενεί περισσότερα από 1.000 έργα. Η δυναμικότητα των παλαιών εγκαταστάσεων ήταν μόλις 450 έργα. Στις απαραίτητες υποδομές προστέθηκαν το εστιατόριο, για το οποίο ήδη έχει γίνει λόγος, και δύο καφέ στο ισόγειο και τον κήπο.
Τον νέο χώρο υποδοχής θα κοσμεί η «Λαϊκή αγορά» του Τέτση, με στόχο να υπογραμμιστεί ο δημοκρατικός και ανοικτός χαρακτήρας του μουσείου.
Το έργο ήταν ενταγμένο στο ΕΣΠΑ 2007-2013 (με 34 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 15 εκατ. δεν απορροφήθηκαν λόγω καθυστερήσεων), ενώ μέρος του υπάγεται στο νέο ΕΣΠΑ 2014-2020. Από τους πρώτους μήνες κατασκευής ξεκίνησαν οι καθυστερήσεις εξαιτίας των υπόγειων υδάτων. Αλλά στις αρχές του 2015, όπως υποστηρίζουν πρώην στελέχη των κυβερνήσεων Σαμαρά- Βενιζέλου, το εργοτάξιο ήταν καθαρό και το έργο έτοιμο για να μπει στην τελική φάση. Είχε εγκριθεί και η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω του υψηλότερου υδροφόρου ορίζοντα, και το έργο είχε περάσει από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Εκτοτε, όμως, έχουν γίνει ελάχιστα πράγματα.
Οι καθυστερήσεις έφτασαν και στη Βουλή, με τη βουλευτή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Χαρά Κεφαλίδου να ρωτά και να περιμένει να μάθει (η απάντηση έχει αναβληθεί... πέντε φορές λόγω άλλων υποχρεώσεων της υπουργού) από την υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου για το τι σκοπεύει να κάνει ώστε να απεγκλωβιστεί το έργο από τις συμπληγάδες της ελληνικής κακοδαιμονίας. Ως νέο ορόσημο για την επαναλειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης έχει πλέον τεθεί το τέλος του 2018, αν και οι περισσότεροι γνώστες της υπόθεσης θεωρούν πιο ρεαλιστικό τον στόχο των αρχών του 2019 και βλέπουμε... Πάντως, η κυρία Ρένα Δούρου και η Περιφέρεια Αττικής έχουν αναλάβει το κόστος της μουσειογραφικής μελέτης, ύψους 130.000 ευρώ, που ζητά το Ιδρυμα Νιάρχου για να ξεμπλοκάρει τη δική του χρηματοδότηση, και έχει καλύψει με εθνικούς πόρους (σε μια περίοδο όπου είναι ελάχιστοι και πολύτιμοι) περίπου 4,5 εκατ. ευρώ από τα 15 εκατ. που το υπουργείο Πολιτισμού απέτυχε να εκταμιεύσει από τα κοινοτικά ταμεία.
Ατελείωτες και πρωτοφανείς για την Ελλάδα ουρές έξω από την Εθνική Πινακοθήκη. Πάνω από 300.000 Ελληνες επισκέφτηκαν την έκθεση με έργα του Γκρέκο
Χωρίς τη χορηγία Νιάρχου δεν τελειώνει το έργο
Το έργο έπρεπε να παραδοθεί το 2015. Οι εκκρεμότητες όμως είναι πολλές, ο εργολάβος θέλει να λύσει τη σύμβαση και το ίδρυμα ζητά από το υπουργείο προαπαιτούμενα για να δώσει το χρήμα
Ο κατακερματισμός της εργολαβίας, αλλά και η ανάγκη επικαιροποίησης της εγκεκριμένης μελέτης ευθύνονται για την καθήλωση του έργου της Εθνικής Πινακοθήκης, στο οποίο, τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης με την Ακτωρ, έχει ολοκληρωθεί μόλις το 50% των κτιριακών υποδομών. Η σύμβαση υπογράφηκε με την τεχνική εταιρεία τον Απρίλιο του 2013, με συμβατική διάρκεια 850 ημερών.
Το έργο όφειλε επομένως να παραδοθεί τον Αύγουστο του 2015. Σήμερα, το χρονοδιάγραμμα έχει εκτιναχθεί στις 1.440 μέρες, με το έργο να έχει πολλές και σοβαρές εκκρεμότητες και τον εργολάβο να έχει υποβάλει αίτηση λύσης της σύμβασης εξαιτίας των μεγάλων καθυστερήσεων που παρατηρούνται στην εξέλιξη της κατασκευής. Οπως αναφέρει εκπρόσωπος της τεχνικής εταιρείας, σήμερα η Ακτωρ υλοποιεί τον μήνα εργασίες συνολικού ύψους 50.000 ευρώ από 1 εκατ. που θα έπρεπε με βάση τις ανάγκες του έργου.
Η υστέρηση αυτή όμως είναι επιβεβλημένη από τη στιγμή που για να προχωρήσει το έργο χρειάζεται πλήρεις και επικαιροποιημένες μελέτες, σύμφωνες με τις σύγχρονες προδιαγραφές κτιρίων, ενώ εκκρεμεί η μουσειακή μελέτη, η οποία θεωρείται θεμελιώδης για να προχωρήσει η κατασκευή, καθώς θα καθορίσει τα σημεία στα οποία θα εκτεθούν τα έργα τέχνης, τροποποιώντας ενδεχομένως σημαντικές παραμέτρους του έργου. Σύμφωνα με πληροφορίες, το τελευταίο διάστημα το υπουργείο Πολιτισμού καταβάλλει προσπάθειες ώστε να εκπονηθεί η συγκεκριμένη μελέτη. Ωστόσο πρέπει να αντιμετωπιστούν δύο σοβαρά ζητήματα: ποιος θα την αναλάβει και από ποιους πόρους θα χρηματοδοτηθεί. Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ωστόσο το ζήτημα δεν φαίνεται να έχει επιλυθεί.
Συγχρόνως, αναγκαία προϋπόθεση για να ολοκληρωθεί η κατασκευή είναι να ανατεθεί και η β’ φάση της εργολαβίας (ανέγερση τρίτου ορόφου στο β’ κτίριο της Πινακοθήκης, όψεις κτιρίου), για την οποία υπάρχει πρόταση να χρηματοδοτηθεί από το Ιδρυμα Νιάρχου με το ποσό των 13 εκατ. ευρώ.
Ομως το ίδρυμα, στο όνομα της πολιτιστικής ανάπτυξης που προάγει και υποστηρίζει, έχει ζητήσει μια σειρά από προαπαιτούμενα από το υπουργείο Πολιτισμού, που κατά πληροφορίες δεν έχουν δοθεί ακόμη. Οπως αναφέρει ο διευθυντής του γραφείου του ιδρύματος στην Αθήνα Γιάννης Ζερβάκης, η υπόθεση θεωρείται εφικτό να κλείσει μέχρι τα τέλη του μήνα, ώστε μέσα στον Απρίλιο να μπορεί να περάσει από το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος προκειμένου να ληφθεί η τελική απόφαση. Οι κατασκευαστικές εργασίες μεταξύ της α’ και της β’ φάσης του έργου, όπως παρατηρούν έμπειροι μηχανικοί, είναι αλληλένδετες, γι’ αυτό και η πορεία των έργων που αφορούν τη δωρεά Νιάρχου (αν υλοποιηθεί) θεωρείται κομβικής σημασίας για την αποπεράτωση του έργου. Ηδη το συμβατικό αντικείμενο της σύμβασης έχει αυξηθεί κατά 5 εκατ. ευρώ, καθώς η κατασκευαστική εταιρεία χρειάστηκε να υπογράψει πριν από 2,5 χρόνια συμπληρωματική σύμβαση επειδή ο υδάτινος ορίζοντας της περιοχής βρέθηκε σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα που αποτύπωναν οι μελέτες. Για τον λόγο αυτό απαιτήθηκαν πρόσθετες εργασίες βαθιάς θεμελίωσης. Ο εργολάβος ασκεί πιέσεις προς το υπουργείο να κλείσουν όλες οι εκκρεμότητες για να μπορέσει να προχωρήσει, γεγονός που αποτυπώνεται και στις οκτώ
παρατάσεις που έδωσε πέραν της οριακής προθεσμίας του έργου.
Κρυμμένα σε διαμερίσματα, αποθήκες και τολ 20.000 έργα
Θησαυροί παραμένουν στοιβαγμένοι επί πέντε χρόνια σε ακατάλληλους χώρους και με ελλιπή συστήματα ασφαλείας
Αν και συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τη μεγάλη κλοπή τριών έργων τέχνης -μεταξύ των οποίων και ένας Πικάσο (το «Γυναικείο κεφάλι»)- από την Εθνική Πινακοθήκη, το κλείσιμο και τις εξαγγελίες για το μεγαλεπήβολο project της πλήρους ανακατασκευής και επέκτασής της, ακόμα και σήμερα η εμβληματική μπλε ελαιογραφία του Ισπανού ζωγράφου εξακολουθεί να παραμένει άφαντη, τα περισσότερα από τα 20.000 έργα και συλλογές βρίσκονται διάσπαρτα σε παλιά τολ του Στρατού στο Γουδί, σε αποθήκες και διαμερίσματα, ενώ οι διαδικασίες ανάπλασης είναι κυριολεκτικά στον αέρα.
Η επικρατούσα κατάσταση δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τη συνολική τύχη της Εθνικής Πινακοθήκης και κυρίως την ασφάλεια των έργων που βρίσκονται σε ακατάλληλους χώρους για πέντε χρόνια τώρα χωρίς καμία προοπτική.
Σύμφωνα με πληροφορίες, για την κατάσταση είναι ενήμερες και οι αρχές ασφαλείας, καθώς μέρος των έργων μεταφέρθηκε σε κάποια διαμερίσματα στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου, καθώς στα τολ της Γλυπτοθήκης δεν μπορεί να χωρέσει τόσο μεγάλος όγκος εκθεμάτων. Η Αστυνομία, σε επικουρικό ρόλο, ενημερώνεται ουσιαστικά για να επιτηρεί διακριτικά τους χώρους όπου βρίσκονται τα έργα τέχνης, καθώς υποτίθεται ότι πρέπει να υπάρχουν συστήματα ασφαλείας με συναγερμούς και ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό για τη φύλαξή τους. Ο ιστορικός τέχνης και καθηγητής στο ΕΚΠΑ Μάνος Στεφανίδης, που γνωρίζει την υπόθεση τονίζει: «Δεν ξέρω πού έχουν πάει όλα αυτά. Ολα εκεί στο Γουδί, στο ένα τολ, δεν χωράνε. Η Πινακοθήκη έχει ιδρύματα, έχει δικά της περιουσιακά στοιχεία. Είναι εκεί στις αποθήκες; Είναι στα διαμερίσματα; Οταν είχε γίνει η απογραφή, είχαν φύγει τα πρώτα έργα σε διαμερίσματα απέναντι από την Πινακοθήκη. Εν πάση περιπτώσει, είναι σε χώρους που δεν είναι ασφαλείς και είναι μάλλον εκτεθειμένα».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο δικηγόρος, συλλέκτης και εκτιμητής έργων τέχνης του Πρωτοδικείου Αθηνών Στέλιος Γκαρίπης: «Η κλοπή των τριών πινάκων μεγάλης αξίας από την Εθνική Πινακοθήκη τον Ιανουάριο του 2012, εκτός του ότι απέδειξε την ανυπαρξία στοιχειωδών κανόνων ασφαλείας, κατέστησε ασυγχώρητη οποιαδήποτε μελλοντική απώλεια έργων τέχνης. Δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία για τους υπεύθυνους των συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης αν κλαπούν ή “χαθούν” κατά τη μεταφορά τους από τα υπόγεια σε προσωρινούς χώρους έκθεσης και αλλού έργα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η αξία ενός έργου τέχνης έχει άμεση συνάρτηση με την κατάστασή του, θα πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την ορθή φύλαξη των έργων τέχνης στους εκάστοτε “προσωρινούς” χώρους φύλαξης-έκθεσής τους».
Πρόσωπα που γνωρίζουν καλά την πονεμένη ιστορία της Πινακοθήκης περιγράφουν ως ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο ίδρυμα. Λένε ότι μεγάλο μέρος των έργων φιλοξενείται στα τολ της Γλυπτοθήκης στο Αλσος Στρατού στο Γουδί. Εγκαταστάσεις τις οποίες περιγράφουν ως ακατάλληλες και σε καμία περίπτωση δεν πληρούν τις σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές. «Σκεφτείτε ότι αν στην περίπτωση της Εθνικής Πινακοθήκης όπου υποτίθεται ότι υπήρχαν τα απόλυτα μέτρα έγινε η κλοπή, τι μπορεί να συμβεί στη Γλυπτοθήκη», περιγράφει αξιωματούχος του υπουργείου Πολιτισμού. Και αν στο θέμα της Γλυπτοθήκης τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα, αυτό που προβληματίζει τις αρχές ασφαλείας είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των έργων «φυλάσσεται» σε διαμερίσματα στην ευρύτερη περιοχή της Εθνικής Πινακοθήκης.
Το «Γυναικείο κεφάλι», έργο του Πικάσο που κλάπηκε από την Πινακοθήκη πριν από πέντε χρόνια
Nικόλαος Γύζης (1842-1901).
«Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών». Εργο της Εθνικής Πινακοθήκης
Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932).
«Παιδική συναυλία», 1900. Εργο της Εθνικής Πινακοθήκης
Εθνική Πινακοθήκη