Του Αντιστρατήγου ε.α. Δημητρίου Κυριάκου, Προέδρου ΣΑΑΙΤΘ
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ιταλοί επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας, με ισχυρές δυνάμεις. Συγκεκριμένα στο τομέα Ελαίας (Καλπάκι) επιτέθηκαν εναντίον της Ελληνικής VIII Μεραρχίας με το XXV Σώμα Στρατού («Τσαμουριάς») αποτελούμενο από 2 Μεραρχίες Πεζικού («Φερράρα» και «Σιένα» και μία Τεθωρακισμένη Μεραρχία («Κένταυρος»). Οι δύο Ιταλικές Μεραρχίες Πεζικού είχαν επιπλέον ενισχυθεί με τάγματα Αλβανών εθελοντών, τάγματα μελανοχιτώνων και μονάδες Βερσαλλιέρων και ένα Σύνταγμα Ιππικού. Στο παραλιακό τομέα της ίδιας Ελληνικής Μεραρχίας, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με ένα Σύνταγμα Πεζικού και δύο Συντάγματα Ιππικού.
Στο τομέα της Πίνδου, νοτίως της κορυφής του Γράμμου, εκεί που αμυνόταν το Απόσπασμα Πίνδου του Συνταγματάρχη Δαβάκη, οι Ιταλοί επιτέθηκαν με την επίλεκτη Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Βορειότερα της κορυφής του Γράμμου και μέχρι τα Ελληνο – Σερβικά σύνορα, δηλ. στην ευρύτερη περιοχή Κορυτσάς είχε αναπτυχθεί, σε αμυντική διάταξη, το Ιταλικό XXVI Σώμα Στρατού με τρεις Μεραρχίες Πεζικού («Πάρμα», «Πιεμόντε» και «Βενέτσια»).
Η ποσοτική και η ποιοτική υπεροχή των επιτιθέμενων Ιταλικών δυνάμενων ήταν προφανής. Όμως εκεί που η υπεροχή τους ήταν συντριπτική ήταν στα άρματα μάχης. Οι Ιταλοί διέθετε μια Τεθωρακισμένη Μεραρχία με 135 περίπου ελαφρά άρματα CV 35 (L3/35), έναντι ουδενός άρματος του Ελληνικού Στρατού.
Η μόνη Ελληνική Μεραρχία Ιππικού διέθετε δύο Συντάγματα Ιππικού και ένα «Μηχανοκίνητο Σύνταγμα», όπως τότε προσδιοριζόταν. Όμως αυτό δεν διέθετε κανένα μέσο που να παρέχει, έστω και στοιχειώδη, προστασία θώρακα. Συνεπώς, σήμερα, θα προσδιοριζόταν ως «Μηχανοποιημένη» μονάδα αφού απλά διέθετε δύο ίλες επ΄ αυτοκινήτων, μία ελαφρά Μηχανοκίνητη Ίλη (Αναγνωρίσεως), μια Ίλη Πολυβόλων (Πολυβολαρχία με 12 πολυβόλα) και μία Ίλη Όλμων (4 σωλήνες των 81 χιλ.). Διοικητής του Συντάγματος ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Ασημακόπουλος Επαμεινώνδας και Υποδιοικητής ο Επίλαρχος Αλέστας Λουκάς. Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση πολέμου, προβλεπόταν και η οργάνωση Ταξιαρχίας Ιππικού, η οποία και συγκροτήθηκε υπό τον Συνταγματάρχη Δημάρατο Σωκράτη και της διατέθηκαν, από πλευράς μονάδων ελιγμού, εκ της Μεραρχίας Ιππικού, ένα Σύνταγμα Ιππικού και η Ελαφρά Μηχανοκίνητη Ίλη.
Το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα άρχισε να προωθείται, τις απογευματινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου προς Μέτσοβο, από το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Βέροια – Λάρισα – Καλαμπάκα – Μέτσοβο. Πραγματοποίησε δύο διημερεύσεις (στο Δρέπανο Κοζάνης και στη Γεωργική Σχολή Λάρισας) και περί το μεσονύκτιο της νύκτας 30/31 Οκτωβρίου έφθασε στην ευρύτερη περιοχή του Μετσόβου. Στη περιοχή παρέμεινε μέχρι και 7 Νοεμβρίου όποτε προωθήθηκε και τέθηκε υπό διοίκηση της VIIIης Μεραρχίας στο τομέα Καλαμά, περιοχή Βροσύνας – Αμπέλια, για κάλυψη των πλευρών της Μεραρχίας, από ενδεχόμενη εχθρική ενέργεια από την καταληφθείσα, από τους Ιταλούς, περιοχή της Ηγουμενίτσας.
Η VIIIη Μεραρχία σχεδίασε, εξ’ αρχής, το «Μηχανοκίνητο» Σύνταγμα να αποτελέσει την εφεδρική δύναμη εκμετάλλευσης – καταδίωξης, μετά την αναστολή των σοβαρών Ιταλικών επιθετικών ενεργειών, από τις 8 Νοεμβρίου 1940. Γι’ αυτό διατέθηκαν στο Σύνταγμα, μια πυροβολαρχία Scoda των 75 χιλ,. επ’ αυτοκινήτων (της Μεραρχίας Ιππικού), 6 αντιαρματικά τυφέκια των 14 χιλ. και 20 ιταλικές μοτοσυκλέτες, λάφυρα από τον αγώνα μπροστά από το Καλπάκι. Λίγες μέρες αργότερα και αφού ο εχθρός συμπτύχθηκε στο τομέα του Καλπακίου, πίσω από και από το χωριό Δολιανά, προς τα Ελληνο – Αλβανικά σύνορα, διατάχθηκε η περισυλλογή των ιταλικών αρμάτων που είχαν εγκαταληφθεί. Αρκετά απ’ αυτά είχαν ακινητοποιηθεί στις ελώδεις εκτάσεις του άνω ρου του Καλαμά, ενώ άλλα είχαν υποστεί φθορές ή καταστραφεί από το πυροβολικό μάχης και τα 4 αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ. της αντιαρματικής πυροβολαρχίας που ήταν ταγμένη στο τομέα του Καλπακίου. Η απειλή των ιταλικών αρμάτων είχε υποχρεώσει την VIIIη Μεραρχία, να συγκροτήσει, στον συγκεκριμένο τομέα, αντιαρματικό συγκρότημα Πυροβολικού υπό τη διοίκηση του Ταγματάρχη Ανδρουλάκη, αποτελούμενο από δύο πεδινές πυροβολαρχίες των 75 χιλ., μια βαριά πυροβολαρχία των 105 χιλ. και την αντιαρματική πυροβολαρχία των 37 χιλ..
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχει ο Διοικητής της VIIIης Μεραρχίας, Στρατηγός Κατσιμήτρος, στο βιβλίο του «Η Ήπειρος Προμαχούσα», περισυνελλέγησαν 30 άρματα μάχης εκ των οποίων 15 σε άριστη κατάσταση, 9 κατεστραμμένα και 6 ακόμη που υπέστησαν ζημιές. Το έργο της περισυλλογής και της αξιοποίησης των αρμάτων – λαφύρων ανέλαβε το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα, υπό την καθοδήγηση του Επιλάρχου Αλέστα. Οι λιγοστοί και άπειροι τεχνίτες τους Συντάγματος αλλά και το υπόλοιπο προσωπικό έκαναν θαύματα καθιστώντας πλήρως λειτουργικά 30 άρματα CV35(L 3/35), ενώ αφαίρεσαν – περισυνέλλεξαν ανταλλακτικά, οπλισμό, τα πυρομαχικά από τα υπόλοιπα.
Με τα 30 αυτά CV 35 (L 3/35) συγκροτήθηκε, εκ των εν όντων, η Ίλη Αρμάτων του Μηχανοκινήτου Συντάγματος με πρώτο διοικητή της, τον τότε Υπίλαρχο Χονδροκούκη Δημήτριο. Το βιβλίο «Αιματηρό Πολεμικό Οδοιπορικό στη Βόρειο Ήπειρο και στη Μακεδονία» του μετέπειτα Στρατηγού και βουλευτή, παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη δράση της Ίλης τόσο στη Βόρειο Ήπειρο όσο και μεταγενέστερα στη Κεντρική Μακεδονία, εναντίον των Γερμανών.
Συνεπώς η Ιταλική Μεραρχία, «Κένταυρος» ή «Κενταύρων» όπως είναι ευρύτερα γνωστή στην Ελληνική ιστορία, αποτέλεσε – ανέλπιστα – εξαιρετική πηγή απόκτησης αρμάτων για τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος είχε παραγγείλει προ του πολέμου 14 άρματα από τη Βρετανία, τα οποία όμως ουδέποτε παραδόθηκαν.
Η νεοσυσταθείσα Ίλη αρμάτων έλαβε μέρος στις επιθετικές επιχειρήσεις, των Ελληνικών δυνάμεων, από τις 8 Δεκεμβρίου 1940. Είχε προηγηθεί τη νύκτα 4/5 Δεκεμβρίου, ευρεία σύμπτυξη των Ιταλικών δυνάμεων που μέχρι τότε συνέχιζαν να διατηρούν αμυντικές θέσεις, κοντά τα Ελληνικά σύνορα (περιοχή Κακαβιάς), χωρίς να γίνουν αντιληπτές από τις καταπονημένες δυνάμεις της VIIIης Μεραρχίας που μαχόντουσαν συνεχώς, από τις 28 Οκτωβρίου. Τη προέλαση εντός του Αλβανικού εδάφους θα ανελάμβαναν η ΙΙΙη Μεραρχία που ήδη ενεργούσε στο αριστερό της VIIIης και η νεοεισερχόμενη στο αγώνα, IVη Μεραρχία που αντικατέστησε την VIIIη. Και οι 2 Μεραρχίες ενεργούσαν υπό το Α’ Σώμα Στρατού (Α ΣΣ) που είχε ήδη αναλάβει τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων στο τομέα VIIIης, από τις 12 Νοεμβρίου 1940.
Ο φόβος που ταλάνιζε τους Έλληνες επιτελείς, για πιθανή επιθετική επιστροφή των Ιταλών, με άρματα μάχης επί της αμαξιτής οδού Κακαβιά – Αργυρόκαστρο, οδήγησε στη πλήρη εφαρμογή του δόγματος της διστακτικής προώθησης, «πάντοτε επί των κορυφών των ορέων και ουδέποτε επί του αναπεπταμένου εδάφους των κοιλάδων». Έτσι το Α ΣΣ ενήργησε με βραδύτητα προς Αργυρόκαστρο με 3 Συγκροτήματα Συνταγμάτων της IVης Μεραρχίας (8ο , 9ο και 11ο Συντάγματα) ενώ επί της αμαξιτής οδού ενεργούσε, υπό το Σώμα Στρατού, ένα ειδικό συγκρότημα αντιαρματικής προστασίας, με διοικητή το Συνταγματάρχη Ιππικού Παπαθανασίου. Αυτό αποτελούνταν από τάγμα πεζικού και το αντιαρματικό συγκρότημα Πυροβολικού της VIIIης Μεραρχίας ενισχυμένο με 24 αντιαρματικά τυφέκια που είχαν πολύ πρόσφατα παραληφθεί. Αυτό έμελλε να είναι και το πρώτο Ελληνικό τμήμα που εισήλθε στο Αργυρόκαστρο περί τις 1100 της 8ης Δεκεμβρίου και αμέσως προωθήθηκε δυτικότερα. Οι Ιταλοί είχαν αποχωρήσει ανενόχλητοι, από τη πόλη τη νύκτα 5/6 Δεκεμβρίου και μόλις 6 ιταλικά άρματα εθεάθησαν συμπτυσσόμενα… Η πρώτη ανταλλαγής πυροβολισμών με τους οπισθοχωρούντες Ιταλούς, στο τομέα, έλαβε χώρα στις 10 Δεκεμβρίου, από την IV Ομάδα Αναγνωρίσεως, της IVης Μεραρχίας, προ του υψώματος Μάλι Σπατ, του ορεινού όγκου Κουρβελέσι που ήδη αποτελούσε μέρος της νέας ιταλικής αμυντικής τοποθεσίας στο Τεπελένι.
Το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα προωθήθηκε επί της αμαξιτής οδού προς Αργυρόκαστρο, με εμπροσθοφυλακή την Ίλη Αρμάτων, η οποία και εισήλθε στη πόλη στις 2 τα ξημερώματα της 9ης Δεκεμβρίου, όπου και διανυκτέρευσε. Την επόμενη, η Ίλης Αρμάτων συνέχισε τη κίνησή της και έφτασε βόρεια του χωριού Χουμελίτσα και αριστερά της αμαξιτής οδού Αργόροκαστρο – Τεπελένι, όπου και ήρθε σε επαφή με τη κύρια ιταλική αμυντική τοποθεσία προ του Τεπελενίου. Στις επόμενες 3 ημέρες ολοκληρώθηκε η προώθηση στη περιοχή, του συνόλου του Μηχανοκινήτου Συντάγματος. Στις 19 Δεκεμβρίου, τμήματά του συμμετείχαν στην αποτυχημένη επίθεση προς το χωριό Λέκλι, στη δεξιά όχθη του Δρίνου, προ του Τεπελενίου. Οι επιθετικές ενέργειες επανελήφθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, στις 26 και 28 Δεκεμβρίου 1940. Στις 31 Δεκεμβρίου, το Σύνταγμα, τέθηκε υπό διοίκηση της ΙΙας Μεραρχίας που ενεργούσε στο δεξιό του και έλαβε πλήρη αμυντική διάταξη με τις 2 ίλες ανεπτυγμένες εμπρός και την ’Ιλη αρμάτων σε εφεδρεία.
Παρά τις επανειλημμένες εκατέρωθεν επιθέσεις και κυρίως την ελληνική επίθεση της ΙΙας Μεραρχίας στις 15 – 19 Φεβρουαρίου 1941, δεν κατορθώθηκε η κατάληψη του χωριού Λέκλι. Όμως βορειότερα καταλήφθηκε το ύψωμα Γκόλικο και το χωριό Πεστάνη που αποτελούσαν μέρος της ισχυρής, σε βάθος, αμυντικής τοποθεσίας του Τεπελενίου. Πρόσθετες επιθετικές ενέργειες της ΙΙας Μεραρχίας, από τις 7 έως 9 Μαρτίου, απέβησαν άκαρπες.
Από 9 έως και τις 15 Μαρτίου, ακολούθησε η μεγάλη Ιταλική εαρινή επίθεση κυρίως κατά του τομέα του Β’ Σώματος Στρατού. Δύο ακόμη Ιταλικές επιθετικές προσπάθειες, στον ίδιο τομέα, στις 19 και 20 Μαρτίου, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι που επέβλεπε προσωπικά την εαρινή επίθεση, επανήλθε στη Ρώμη.
Στις 23 Μαρτίου, διατάσσεται η αποχώρηση από την αμυντική τοποθεσία του Μηχανοκίνητου Συντάγματος προκειμένου να αποτελέσει μέρος της νέο-συγκροτηθείσας ΧΙΧ Μηχανοκίνητης Μεραρχίας. Πρώτη αποχωρεί, στις 23 Μαρτίου, η Ίλη Αρμάτων με 33 άρματα, με διοικητή τον Υπίλαρχο Χονδροκούκη και εντολή να αφιχθεί οδικά στη περιοχή Ελευθεροχωρίου Κατερίνης. Τα άρματα έπρεπε να κινηθούν οδικά, σε απόσταση 600 χιλιομέτρων !!!
Τη νύκτα 23/24 Μαρτίου 1941,η Ίλη έφτασε στο χωριό Κατσικά, έξω από τα Ιωάννινα, όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί εγκατάλειψε ένα άρμα λόγω βλάβης κινητήρα και την επομένη ξεκίνησε για τη διάβαση Κατάρας προς Καλαμπάκα. Στη κατηφόρα, προς Καλαμπάκα, σε μια απότομη στροφή, ένα άρμα κατρακύλησε στο γκρεμό, με αποτέλεσμα ελαφρούς τραυματισμούς του πληρώματος, αλλά και την ολική απώλεια του άρματος, από το οποίο αφαιρέθηκαν ανταλλακτικά, οπλισμός και πυρομαχικά. Η δεύτερη στάση έλαβε χώρα τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας, στη Γεωργική Σχολή Λάρισας και την ίδια νύκτα η Ίλη συνέχισε τη κίνησή της. Τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου 1941, έφτασε στη περιοχή Κατερίνης. Η Ίλη παρέμεινε στο Ελευθεροχώρι Κατερίνης, επί 3 ημέρες για ανάπαυση – ανασυγκρότηση και συντήρηση των μέσων και στις 29 το πρωί, αναχώρησε για το Κιλκίς όπου έφτασε το ίδιο βράδυ. Τις επόμενες ημέρες μέχρι και τις 4 Απριλίου συνεχίστηκε η συντήρηση των μέσων προκειμένου αυτά να καταστούν ικανά να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών που θα επιτίθονταν στις 6 Απριλίου.
Η δράση των ιταλικών αρμάτων, σε ελληνικά χέρια, στις συγκρούσεις με τους Γερμανούς, έχει αποτελέσει αντικείμενο παλαιοτέρων αναρτήσεων και θα αποτελέσει θέμα μιας επόμενης ανάρτησης στην ιστοσελίδα μας και άρθρου στο περιοδικό μας.
Σύντομη Περιγραφή των Αρμάτων CV35 (L3/35)
Ο ορθός προσδιορισμός αυτών των ελαφρών αρμάτων συνάδει περισσότερο με τον όρο «αρματίδια». Οι Έλληνες αρματιστές του 40, τα αποκαλούσαν «μπουζουκάκια», εξαιτίας του μικρού μεγέθους και βάρους και του ελαφρού οπλισμού τους. Εξοπλίζονταν με 2 πολυβόλα (δίδυμα) Breda των 8 χιλ.. Το βάρος τους ανερχόταν σε 3,3 τόνους και το πάχος του θώρακα, στο εμπρόσθιο μέρος ήταν μόλις 14 χιλ.. Παρείχαν προστασία από φορητά όπλα πεζικού και από θραύσματα βλημάτων πυροβολικού και όλμων. Η αυτονομία τους, σε επίπεδο έδαφος έφτανε, τα 125 χλμ. Διέθεταν κινητήρα FIAT, ισχύος 43 ίππων. Συνεπώς, αυτά τα άρματα αποτέλεσαν τον «φόβο και τρόμο» των ελληνικών επιτελείων ….
Σφυρηλατώντας του Πνεύμα του Όπλου των Τεθωρακισμένων
Η Ίλη των ιταλικών αρμάτων – λαφύρων που η δημιουργία της, προέκυψε απροσδόκητα, στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1940, αποτέλεσε την πρώτη μονάδα στην οποία άρχισε να «σφυρηλατείται» το νέο πνεύμα του Όπλου του Ιππικού- Τεθωρακισμένων που έμελλε να δημιουργηθεί, μετά το πόλεμο.
Ήδη όμως από τις αρχές Δεκεμβρίου 1940 οι νεοσύστατοι αρματιστές επέδειξαν:
Εξαιρετική βούληση αξιοποίησης των εγκαταληφθέντων ιταλικών αρμάτων.
Ιδιαίτερες ικανότητες περισυλλογής με πρωτόγονα μέσα, περισυλλέγοντας και αξιοποιώντας κάθε άρμα που μπορούσε να αξιοποιηθεί.
Πνεύμα τεχνικής συνείδησης, συντηρώντας άριστα τα άρματα που αξιοποίησαν – ενεργοποίησαν, χωρίς καμία βοήθεια από το σύστημα διοικητής μέριμνας, γιατί – απλά – το άρμα δεν υπήρχε στο οπλοστάσιο του Στρατού μας. Μόνοι τους φρόντισαν για την επάρκεια των ανταλλακτικών, του οπλισμού και των πυρομαχικών.
Οργάνωση και υλοποίηση οδικών κινήσεων τεραστίων αποστάσεων για άρματα μάχης. Αυτές, υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν επί αρματοφορέων ή με σιδηρόδρομο.
Εμείς σήμερα νοιώθουμε ότι απ’ αυτούς ιστορικά καταγόμαστε, αυτών το πνεύμα ενστερνιστήκαμε και αυτό το πνεύμα μεταλαμπαδεύσαμε στους νεότερους.
Πηγή: