Μέσα σε πέντε χρόνια, μεταξύ 1545-1550, στην περίπτωση των Αζτέκων του Μεξικού, εκτιμάται ότι περίπου 15 εκατομμύρια άνθρωποι (το 80% των κατοίκων) πέθαναν από μια τρομερή επιδημία που στην τοπική γλώσσα είχε ονομαστεί «κοκολίζτλι» (σημαίνει μάστιγα ή λοιμός). Οι άνθρωποι είχαν υψηλό πυρετό, πονοκεφάλους και αιμορραγία από τα μάτια, το στόμα και τη μύτη, πεθαίνοντας μέσα σε τρεις έως τέσσερις μέρες.
Επρόκειτο για τη δεύτερη, αλλά φονικότερη, από τις τρεις σοβαρότερες επιδημίες που έπληξαν το Μεξικό μετά την άφιξη των Ευρωπαίων. Είχε προηγηθεί πριν δύο δεκαετίες το ξέσπασμα μιας επιδημίας ευλογιάς που σκότωσε πέντε έως οκτώ εκατομμύρια Αζτέκους, ενώ ακολούθησε το 1576-78 μια δεύτερη επιδημία που οδήγησε στο θάνατο τον μισό από τον εναπομείναντα πληθυσμό.
Έκτοτε, οι επιστήμονες προσπαθούν να καταλάβουν ποιος παθογόνος μικροοργανισμός ήταν ο ένοχος για μια από τις φονικότερες επιδημίες στην παγκόσμια ιστορία, που προσεγγίζει εκείνη της πανούκλας της μεσαιωνικής Ευρώπης. Αυτή τη φορά, ίσως οι επιστήμονες έχουν την απάντηση, καθώς πιστεύουν ότι επρόκειτο για ένα «εντερικό πυρετό» παρόμοιο με τον τυφοειδή.
Ερευνητές, με επικεφαλής την ‘Ασιλντ Βάγκενε του Πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν της Γερμανίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Ecology and Evolution», σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, ανέλυσαν δείγματα DNA από 29 σκελετούς που είχαν πεθάνει από τη μυστηριώδη νόσο «κοκολίζτλι» και είχαν ταφεί σε κοινό νεκροταφείο.
Η γενετική ανάλυση αποκάλυψε ίχνη μόνο ενός παθογόνου μικροοργανισμού, του βακτηρίου της εντερικής σαλμονέλα (Salmonella enterica), που, μεταξύ άλλων, μπορεί να προκαλέσει τυφοειδή πυρετό. Η σαλμονέλα μεταδίδεται μέσω μολυσμένης τροφής ή νερού και μπορεί να ταξίδεψε στο Μεξικό μέσω των ζώων που έφεραν οι Ισπανοί κατακτητές με τα πλοία τους. Η εντερική σαλμονέλα ήταν παρούσα ήδη στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Αν και δεν βρήκαν άλλο μικρόβιο στους νεκρούς Αζτέκους, οι Γερμανοί επιστήμονες δεν αποκλείουν τελείως είτε να μη μπόρεσαν να ανιχνεύσουν κάτι άλλο που υπήρχε, είτε να πρόκειται για ένα τελείως άγνωστο στους επιστήμονες μικρόβιο.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ