Την περασμένη Πέμπτη το Eurogroup για μια ακόμη φορά συμπέρανε ότι η Αθήνα δεν υλοποίησε αυτά που όφειλε να εφαρμόσει για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του τρίτου δανειακού προγράμματος.
Τα επίμαχα μέτρα αφορούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, το συνταξιοδοτικό, το φορολογικό αλλά και νομοθέτηση μέτρων που μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή μετά το πέρας του τρέχοντος προγράμματος σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν πετύχει τους στόχους που θα τεθούν. Οι ενδοιασμοί της ελληνικής κυβέρνησης σχετίζονται με τις αρνητικές συνέπειες που θα επιφέρει μέρος αυτών των μέτρων για ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού.
Δεν υπάρχει εναλλακτική
Μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το δίλημμα; Προς το παρόν όχι, εκτιμά ο διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Μαρσέλ Φράτσερ μιλώντας στη Deutsche Welle: «Μακροπρόθεσμα οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες, βραχυπρόθεσμα όμως έχουν οικονομικό κόστος για τους κοινωνικά αδύναμους. Και αυτό είναι το δίλημμα. Οι μεταρρυθμίσεις είναι σωστές αλλά για τα επόμενα ένα, δύο χρόνια οι άνθρωποι, και προπαντός αυτοί που είναι κοινωνικά αδύναμοι, θα υποστούν στερήσεις. Δεν βλέπω καμία εναλλακτική παρά να συνεχιστεί το πρόγραμμα. Συνεπώς, η διένεξη μεταξύ τρόικας και ελληνικής κυβέρνησης θα συνεχιστεί. Επίσης, βλέπω την αναγκαιότητα να συνεχιστεί η βοήθεια προς την Ελλάδα και πέραν του 2018.»
Μια παράταση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Αθήνα και τους θεσμούς αλλά και η επιβολή νέων μέτρων στους έλληνες πολίτες θα μπορούσαν τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ελλάδα να προκαλέσουν ξανά μια συζήτηση για την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη. Θα ήταν όντως μια επιλογή; «Η έξοδος από το ευρώ», εκτιμά ο κ. Φράτσερ, «είναι για όλες τις χώρες η χειρότερη επιλογή – προπαντός για την Ελλάδα. Μια έξοδος δεν θα έλυνε κανένα από τα προβλήματά της. Ούτε η οικονομία της θα γινόταν πιο ανταγωνιστική, ούτε οι κρατικοί θεσμοί αποτελεσματικότεροι. Τουναντίον, η χώρα θα βυθιζόταν σε μια βαθιά κρίση που θα ήταν πολύ χειρότερη από αυτή που έζησε τα τελευταία χρόνια.»
Οικονομική ανάπτυξη, αλλά πώς;
Γεγονός είναι πάντως ότι στο όγδοο έτος της κρίσης υπάρχει έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων, οι τράπεζες δεν παρέχουν δάνεια και οι εγχώριοι και ξένοι επιχειρηματίες αποφεύγουν τις επενδύσεις. Πώς μπορεί να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός; Σύμφωνα με τον πρόεδρο του DIW «o γόρδιος δεσμός στην Ελλάδα δεν πρόκειται να λυθεί σύντομα. Πρόκειται για μια διαδικασία ούτε δύο, ούτε πέντε, αλλά τουλάχιστον δέκα ακόμη ετών. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι η τρόικα, ούτε το ευρώ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η κυβέρνηση και οι κρατικοί θεσμοί οι οποίοι δεν υπηρετούν τους πολίτες τους. Και σε τελική ανάλυση – αυτός είναι ο λόγος που αποτυγχάνουν.»
Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες δεν μπορούν να περιμένουν έως ότου θα έχει υλοποιηθεί και η τελευταία διαρθρωτική μεταρρύθμιση για να ζήσουν καλύτερες ημέρες. Πώς μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη ακόμη και σήμερα που οι τράπεζες κρατούν κλειστή τη δανειακή στρόφιγγα; Πώς μπορεί να κερδηθεί τόσο το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να έρθουν στην Ελλάδα όσο και των ελλήνων επιχειρηματιών να μεταφέρουν ξανά τις δραστηριότητές τους από τις διπλανές χώρες στην πατρίδα τους; O κ. Φράτσερ θυμίζει «μια ιδέα που επανειλημμένα μας έχει απασχολήσει είναι η δημιουργία μιας ειδικής εμπορικής ζώνης στην Ελλάδα με πολύ πιο εύκολες διαδικασίες σε ό,τι αφορά την ίδρυση και τη λειτουργία εταιρειών όπως και φορολογικές ελαφρύνσεις. Με αυτά τα ειδικά κίνητρα θα στελνόταν στους επενδυτές το μήνυμα ότι είναι πολύ ελκυστικό να επενδύσει κανείς σε αυτή τη ζώνη. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούνταν εργοστάσια και θέσεις εργασίας για να μπορεί η χώρα επιτέλους να διαφύγει από αυτό τον φαύλο κύκλο της κρίσης.»
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Η Γερμανία αλλά και άλλα κράτη της ευρωζώνης επιμένουν στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με το επιχείρημα ότι είναι αναγκαία η τεχνογνωσία του. Στην εκτίμησή του το Ταμείο δεν καταλήγει όμως μόνο στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Σε αντίθεση με την ευρωζώνη το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι ο στόχος ενός ετησίου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% από το 2018 και μετά δεν είναι ρεαλιστικός και ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Ενόψει αυτών των διαφορών, δεν θα ήταν το πιο λογικό να αποτραβηχτεί το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα; Ο κ. Φράτσερ διαφωνεί: «Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα πρέπει να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα. Όταν δύο αδέρφια τσακώνονται τότε έχουν ανάγκη από κάποιον διαιτητή – γιατί δύσκολα μπορούν να επιβάλουν ο ένας στον άλλον πειθαρχία. Για αυτό είναι σημαντικός ο ρόλος του ΔΝΤ ο οποίος είναι ένας ανεξάρτητος, σχετικά αυτόνομος θεσμός που διαθέτει τεχνογνωσία. Το Ταμείο έχει δίκιο, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών με την προϋπόθεση ότι πριν από τη συζήτηση αυτού του θέματος η Ελλάδα θα πρέπει να έχει εφαρμόσει τα προαπαιτούμενα. Το βρίσκω σωστό. Δεν μπορεί να ζητά χρήματα και να αρνείται μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για έναν συμψηφισμό. Είμαι πεπεισμένος ότι η διαγραφή χρέους, η οποία θα ονομαστεί αναδιάρθρωση, είναι θέμα χρόνου.»
Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι το ΔΝΤ θα παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα. Στην πιθανότητα της εξόδου του αναφέρθηκε μόλις πρόσφατα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για να υποδείξει τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) ως το θεσμό που θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο του. Πρόκειται για μια «πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα», λέει ο Μαρσέλ Φράτσερ, να μετεξελιχθεί ο ESM σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο που δεν θα παρέχει μόνο δάνεια αλλά και που θα έχει την ικανότητα να αναπτύσσει προγράμματα. Όμως, «για να διαδραματίσει αυτό το ρόλο επιβάλλεται να διευρυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Θα πρέπει να αποκτήσει τεχνογνωσία για θέματα που αφορούν τη δημοσιονομική πολιτική και για διαρθρωτικές αλλαγές σε κράτη. Τέτοιου είδους τεχνογνωσία του λείπει προς το παρόν πλήρως. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου, αυτόνομου θεσμού που σε αντίθεση με την Κομισιόν και την ΕΚΤ θα εξετάζει από μια άλλη σκοπιά και ολότελα ανεξάρτητα τα προγράμματα θα ήταν θεμιτή.» Σύμφωνα με τον Μαρσέλ Φράτσερ θα πρέπει τέλος να θεσπιστεί το αξίωμα ενός ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών ο οποίος θα προΐσταται αυτού του θεσμού.