Πόσες πιθανότητες έχει η Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει με ή χωρίς μνημόνιο; Υπάρχει μέλλον για τις οικονομικά ενεργές γενιές, αλλά και τις νέες που ακολουθούν, δηλαδή τα παιδιά μας; Στηρίζονται πάνω σε ρεαλιστικές βάσεις οι εξαγγελίες της κυβέρνησης περί αναμενόμενης έκρηξης της ανάπτυξης, η οποία να βασίζεται σε επενδύσεις; Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2017, το μέλλον για τη χώρα μας διαγράφεται κάτι παραπάνω από δυσοίωνο. Η Ελλάδα βρίσκεται στον «πάτο» όλων των δεικτών που καθορίζουν ένα υγιές περιβάλλον για οικονομική ανάπτυξη, επενδύσεις και εξέλιξη. Μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία, συνθέτουν ένα εκρηκτικό ευρωπαϊκό τρίο, το οποίο, ενδεχομένως, εξηγεί και τις εξελίξεις σε κάθε μία περίπτωση ξεχωριστά.
Η Ελλάδα δεν προσφέρει κανέναν από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να πείσουν οποιαδήποτε εταιρεία, εγχώρια ή μη, να επενδύσει στην οικονομία της. Σύμφωνα με τους δείκτες του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η χώρα μας δεν διαθέτει επαρκές επίπεδο εκπαίδευσης-επαγγελματικής κατάρτισης. Δεν παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που απαιτούνται για την ανάπτυξη και εξέλιξη μίας εταιρείας. Ο δείκτης διαφθοράς βρίσκεται σε υψηλότατο επίπεδο και τα ενοίκια δεν αντιστοιχούν στην οικονομική κατάσταση της κοινωνίας. Το επίπεδο χρηματοδοτικής διαμεσολάβησης, ήτοι ο δανεισμός από το τραπεζικό σύστημα, βρίσκεται στα Τάρταρα. Το επίπεδο των κτηριακών εγκαταστάσεων δεν καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες των επιχειρήσεων. Η ανεργία, φυσικά, αποτελεί έναν επιπλέον και δη ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα, καθώς μία αγορά με υψηλούς δείκτες ανεργίας και χαμηλούς μισθούς, συνεπάγεται αδυναμία κατανάλωσης, άρα και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τέλος, το επίπεδο δημοσιονομικών μεταβιβάσεων είναι το χειρότερο, με εξαίρεση την Εσθονία και τη Σλοβακία.
Με άλλα λόγια, το οικονομικό περιβάλλον στη χώρα, που συνιστά όλους εκείνους τους δείκτες βάσει των οποίων αποφασίζονται οι επενδύσεις στις εταιρείες, δεν προϊδεάζει σε καμία περίπτωση τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στην οποία προσβλέπει η κυβέρνηση, καθώς απαιτούνται γενναίες διαρθρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα και ιδιαίτερα στους τομείς των υπηρεσιών που απαιτούνται, ώστε μία επένδυση να μπορέσει να κρατηθεί και να είναι μακροχρόνια.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο «κόκκινο» σε όλους τους δείκτες, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η οικονομία των οποίων εξελίσσεται ραγδαία, ακριβώς γιατί έχουν δημιουργήσει ένα φιλικό περιβάλλον για την εγκαθίδρυση και ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στους δείκτες δεν περιλαμβάνεται η υψηλή φορολόγηση, ούτε το εργασιακό κόστος (μισθοί), καθώς τα δύο αυτά στοιχεία συνιστούν παράγοντες, αλλά όχι καθοριστικούς για το επενδυτικό πλάνο μίας εταιρείας.
Ο παρακάτω δείκτης με το Top 10 των χωρών που διαθέτουν τις πιο «ανοιχτές» για επενδύσεις χώρες, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Η Νορβηγία, με ιδιαίτερο κόστος ζωής και υψηλή φορολογία, είναι 1η σε όλες τις μετρήσεις. Η Αυστραλία με μισθούς πενταπλάσιους από τους ελληνικούς, είναι μέσα στη λίστα. Η Ελβετία, η Σουηδία, η Ολλανδία και η Αυστρία επίσης.
Όσο για τις ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες μέσα στο 2017, διακρίνουμε χώρες με χαμηλό επίπεδο διαβίωσης στην Ευρώπη, αλλά και στη Λατινική Αμερική, οι οποίες ωστόσο, έχουν προβεί σε σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις, ανεβάζοντας το επίπεδο των υπηρεσιών τους και καλύπτοντας τις ανισότητες. Με άλλα λόγια, δημιούργησαν ένα οικονομικό περιβάλλον που προσφέρεται για επενδύσεις μακροχρόνιων προοπτικών και μία κοινωνία που διαθέτει προσφερόμενο για κατανάλωση εισόδημα, καθώς υπάρχει μία κανονική αντιστοιχία εισοδήματος και εξόδων.
Η ύπαρξη του μνημονίου αποτελεί μία δικαιολογία. Η Ελλάδα δεν έχει, ακόμη και σήμερα, εφτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, να παρουσιάσει ένα δικό της σχέδιο, με αποτέλεσμα να περιμένει τη… σωτηρία από το ΔΝΤ και τους εταίρους. Η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν προχωρά στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αφορούν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την κοινωνική προσαρμογή σε αυτό. Επιμένει στο υψηλό κόστος λειτουργίας του Κράτους, «επενδύει» σε φόρους και περικοπές και την ίδια στιγμή δεν ρυθμίζει το καθημερινό κόστος ζωής, προκαλώντας συνθήκες ασφυξίας στους πολίτες, εξαϋλώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα της μέσης οικογένειας σε χρήματα που δεν επιστρέφουν στην αγορά.
Η έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και ειδικότερα οι δείκτες των χωρών που έχουν διαμορφώσει ένα θετικό περιβάλλον για τον επενδυτή, δείχνουν τον δρόμο. Στην κυβέρνηση -την εκάστοτε- είναι σε θέση να παρουσιάσουν ένα ανάλογο και ρεαλιστικό πρόγραμμα;