Οι διαταραχές της διάθεσης αφορούν σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες παρατηρείται μεταβολή της ψυχο - συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου, σε σημείο να επηρεάζεται η όλη συμπεριφορά του και η αντίληψή για την πραγματικότητα (τον κόσμο, το νόημα - σκοπός της ζωής, τη χρησιμότητα των διαπροσωπικών σχέσεων & του κοινωνικού ανήκειν & την αξία της ένταξης σε ευρύτερες κοινωνικές συλλογικότητες, με αποτέλεσμα να αναπτύσσει το άτομο δυσκοινωνική (αντικοινωνικές) ή κοινωνιοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας, αγοραφοβία και τάσεις απομόνωσης η κοινωνικής απόσυρσης & περιθωριοποίησης.
Πιο γνωστή από τις διαταραχές διάθεσης είναι η κατάθλιψη (που θεωρείται μια μονοπολική διαταραχή), αλλά οι διαταραχές της διάθεσης (ή συναισθηματικές διαταραχές) περιλαμβάνουν σαν ορολογία και τις διπολικές διαταραχές, όπως για παράδειγμα τη μανιοκατάθλιψη.
Αν και όλοι μας έχουμε βιώσει καταστάσεις κατά τις οποίες η διάθεσή μας αλλά και τα συναισθήματά μας έχουν οδηγηθεί σε οριακά σημεία με τρόπο τέτοιο ώστε να δικαιολογείται η αντίδρασή μας απέναντι σε ένα δυσάρεστο (συνήθως) γεγονός, σε κάποιες περιπτώσεις παρουσιάζεται μια παθολογία στην συναισθηματική αυτή μας αντίδραση.
Για παράδειγμα το πένθος είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από απόλυτα φυσιολογικά συναισθήματα λύπης, οδύνης, κλονισμού ή και θυμού, όταν οι ειδικοί αναφέρονται σε παθολογικές καταστάσεις δίνουν έμφαση κυρίως στη διάρκεια της συναισθηματικής αλλαγής, δηλαδή το πρόβλημα αρχικά διακρίνεται από την παρατεταμένη “δυσθυμία” και βαρυθυμία ή έξαρση της οποίας συνήθως συνοδεύεται από κοινωνική παραίτηση αλλά επίσης έλλειψη κινήτρων & διάθεσης για επαγγελματική απόδοση.
Επίσης, συχνά παρατηρούνται συμπτώματα όπως αϋπνία, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχές στην διάθεση για πρόληψη τροφής (ψυχογενής βουλιμία, ανορεξία) καθώς και πτώση της libido. Τέλος, πιθανό είναι να παρατηρηθούν τάσεις προς αυτοκτονία.
Πολυπαραγοντική είναι η αιτιολογία των συναισθηματικών διαταραχών καθώς γενετικοί λόγοι, αλλά επίσης ψυχοδυναμικοί κοινωνικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες συντείνουν στην εμφάνιση τους.
Αν και αντίστοιχες μελέτες είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν προκειμένου να αποδείξουν την άμεση σχέση της επίδρασης μιας στρεσογόνου κατάστασης (που προκαλείται από συγκεκριμένα ή μη, δυσάρεστα γεγονότα ζωής όπως ο θάνατος, διαζύγιο, απώλεια εργασίας κλπ) στην πρόκληση των διαταραχών αυτών, θεωρείται σχεδόν δεδομένη η συμβολή τέτοιων κοινωνικών παραγόντων στην εμφάνιση μονοπολικών και διπολικών διαταραχών.
Οι ψυχοδυναμικές θεωρίες αναφέρουν ότι ή μειωμένη αυτοπεποίθηση & αυτο - εκτίμηση αλλά και η τάση για έντονη αυτοκριτική αλλά ακόμα και η ενοχοποίηση που διοχετεύουν τα άτομα προς τον εαυτό τους είναι κοινά γνωρίσματα των ασθενών με διαταραχές της διάθεσης.
Για παράδειγμα...
Μια ασταθής σχέση μητέρας-παιδιού σε νηπιακή ή ακόμα και σε βρεφική ηλικία, καθώς και συναισθήματα ανασφάλειας εκ μέρους του παιδιού που συνήθως εμφανίζονται σε τέτοιες σχέσεις είναι ύποπτα για την εκδήλωση συναισθηματικής διαταραχής. Αυτό συμβαίνει διότι σε τέτοια ηλικία το παιδί βιώνει την ασταθή αυτή σχέση ως έναν επώδυνο αποχωρισμό αλλά και ως απόρριψη από την πλευρά της μητέρας. Το γεγονός αυτό ευαισθητοποιεί το παιδί και το καθιστά ευάλωτο & ευαίσθητο σε μελλοντικές απώλειες (ατόμων, σχέσεων, εργασίας, κτλ). Σε ακόμα πιο δυσχερή θέση περιέρχονται τα παιδιά που έχασαν κάποιον από τους δύο γονείς.
Οι νευροβιολογικοί παράγοντες περιλαμβάνουν διαταραχές σε ουσίες που μεταβιβάζουν ερεθίσματα στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου και γι’αυτό ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Τέτοιες ουσίες είναι για παράδειγμα η γνωστή σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η ακετυλοχολίνη κ.ά. Παρόλο που στο παρελθόν θεωρούνταν ότι οι ασθενείς με διαταραχές της διάθεσης είχαν κάποια ανεπάρκεια σε κάποιον από τους νευροδιαβιβαστές, σήμερα οι μελέτες δείχνουν ότι ίσως κάποια περισσότερο πολύπλοκη εξήγηση θα μπορούσε να δώσει ικανοποιητικότερα αποτελέσματα για το μηχανισμό μονοπολικών και διπολικών διαταραχών και αυτό διότι έρευνες δείχνουν ότι πολλοί από τους καταθλιπτικούς ασθενείς δεν παρουσιάζουν καμία απολύτως ανεπάρκεια στη νευροδιαβίβαση.
Μια σύνοψη όλων των παραπάνω παραγόντων μπορεί να είναι μια πιο σφαιρική προσέγγιση στο γιατί δημιουργούνται οι συναισθηματικές διαταραχές. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν δεν αντιμετωπιστούν σωστά τα πρώτα κυρίως επεισόδια της διαταραχής, η υποτροπή που θα ακολουθήσει θα επιφέρει πιο έντονα & δυσάρεστα για τον πάσχοντα συμπτώματα.
Είναι, λοιπόν, αδήριτη ανάγκη να διαγνωστεί εγκαίρως και να δοθεί η πλέον αρμόζουσα αγωγή (φαρμακευτική και ψυχολογική υποστήριξη) προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο της ποιότητας ζωής τόσο του ίδιου του ατόμου, όσο και της οικογένειάς του και να επέλθει η πλέον λυσιτελής & επιτυχή αντιμετώπιση.