Η θνησιγένεια και η αποβολή μπορεί να επιφυλάσσουν σημαντικότερους κινδύνους από την ψυχολογική επιβάρυνση. Σύμφωνα με μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Queensland της Αυστραλίας που δημοσιεύεται στο British Medical Journal (BMJ), τα ατυχή συμβάντα πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και θανάτου από αυτό συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το , τρείς ή περισσότερες αποβολές συνδέθηκαν με 35% μεγαλύτερες πιθανότητες μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου στη διάρκεια της ζωής τους. Για μια αποβολή ο κίνδυνος ήταν 7% ενώ για δύο 12%. Αντίστοιχα, μια αποβολή αύξησε τον κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά 8%, οι δύο κατά 26% και οι τρεις κατά 82%.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις της θνησιγένειας, η μελέτη έδειξε ότι πολλαπλασιάζει κατά 7% και 31% τις πιθανότητες θανατηφόρου και μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου αντίστοιχα, ενώ επανάληψη περιστατικού θνησιγένειας σχετίστηκε με 26%μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Εγκεφαλικό επεισόδιο: Ποια χάπια διπλασιάζουν τον κίνδυνο για τις γυναίκες
Τέλος, η υπογονιμότητα συνδέθηκε με 14% μεγαλύτερο κίνδυνο μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου συγκριτικά με τις γόνιμες γυναίκες.
Σύμφωνα με υποθέσεις των ερευνητών, ορισμένες καταστάσεις που σχετίζονται με τη γυναικεία υπογονιμότητα όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια αυξάνουν τον κινδύνο για εγκεφαλικό επεισόδιο. Η στένωση έπειτα των αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς στις γυναίκες με ιστορικό θνησιγένειας ή αποβολής είναι μια ακόμα πιθανή εξήγηση. Δεν αποκλείστηκε ωστόσο και ο ρόλος άλλων παραγόντων όπως ανθυγιεινές καθημερινές συνήθειες να διαδραμάτισαν ρόλο, ωστόσο είναι κάτι που χρειάζεται διερεύνηση.
Η μελέτη συμπεριέλαβε πλήθος στοιχείων για περισσότερες από 600.000 γυναίκες από την Αυστραλία, την Κίνα, την Ιαπωνία, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Τα μη θανατηφόρα εγκεφαλικά επεισόδια αφορούσαν 9.265 εξ αυτών (2,8%) και μέσης ηλικίας τα 62 έτη, και 4.003 (0,7%) θανατηφόρα, μέσης ηλικίας τα 71 έτη. Για την ταυτοποίησή τους αξιοποιήθηκαν υποκειμενικές αναφορές και ερωτηματολόγια, αρχεία νοσοκομείων και εθνικά μητρώα ασθενών και θανάτων. Η επιστημονική ομάδα έλβε υπ’ όψιν της επιπλέον σχετικούς παράγοντες όπως ο δείκτης μάζας σώματος και το κάπνισμα.