Να εφαρμοστεί ο νόμος για την οπλοφορία των αστυνομικών, τη χρήση πυροβόλων όπλων και την εκπαίδευσή τους ζητά με άρθρο του ο συνδικαλιστής αστυνομικός Δημήτριος Καραγιαννόπουλος, ο οποίος είναι αντιπρόσωπος της ΕΑΣΥΑ στην ΠΟΑΣΥ και μέλος Π.Α.Σ.Α., καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να αφοπλιστεί η μισή Αστυνομία.
Σύμφωνα με το κείμενο που ανέβασε σε συνδικαλιστικό σάιτ, γράφει:
«Πέρασαν περίπου 14 χρόνια από την ημέρα που δημοσιεύθηκε το Φύλλο 189 της Εφημερίδος της Κυβέρνησης, ο Νόμος 3169/2003 που αφορά την οπλοφορία και χρήση όπλων από τους Αστυνομικούς καθώς και την εκπαίδευση τους στη χρήση τους.
Πάγιο αίτημα όλων μας ήταν να εκδοθεί ένας Νόμος που να ρυθμίζει τη χρήση των όπλων από τους Αστυνομικούς γιατί οι μέχρι τότε ισχύοντες Νόμοι ήταν αναχρονιστικοί και αντισυνταγματικοί.Στην ουσία δεν ίσχυαν και εφαρμόζονταν οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα «περί άμυνας». Δυστυχώς όμως στην Ελληνική Αστυνομία η φυσική μας ηγεσία φαίνεται να μη δίνει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή των νόμων γιατί διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιο λόγο δεν εφαρμόζει τις διατάξεις του 3169/2003.
Αποτέλεσμα της μη εφαρμογής του είναι να κινδυνεύει καθημερινά η ζωή των συναδέλφων μας, αφού υπάρχουν αστυνομικοί που έχουν να πραγματοποιήσουν συντηρητική εκπαίδευση πάνω από πέντε χρόνια, ενώ αν εφαρμοστεί κατά γράμμα ο Ν.3169/2003 τουλάχιστον το 50% της δύναμης των αστυνομικών θα πρέπει να παραδώσει αμέσως το όπλο του στην Υπηρεσία του.
Παραθέτω αυτούσιες τις παραγράφους 3, 5 και 6 του άρθρου 5 Εκπαίδευση στην Οπλοτεχνική Σκοποβολή.
3.Η συντηρητική εκπαίδευση αποσκοπεί στη διατήρηση της ικανότητας του αστυνομικού στο χειρισμό και τη χρήση των όπλων και πραγματοποιείται μετά την αποφοίτηση του αστυνομικού από τη Σχολή και μέχρι την έξοδό του από την Αστυνομία, σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, που δεν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο του έτους.
Σε κάθε περίπτωση ο αστυνομικός μπορεί να υποχρεωθεί στην παρακολούθηση ειδικού προγράμματος εκπαίδευσης στη χρήση όπλων και στη σκοποβολή. Κάθε εκπαίδευση και τα αποτελέσματα αυτής καταχωρίζονται στο ατομικό βιβλιάριο του αστυνομικού.
5.Αστυνομικός, που για οποιονδήποτε λόγο δεν υποβάλλεται στη συντηρητική εκπαίδευση ή δεν πιστοποιείται κατ’ αυτήν η ικανότητά του, δεν επιτρέπεται να κατέχει ή να φέρει πυροβόλο όπλο, αυτό δε που τυχόν κατέχει υποχρεούται να το παραδώσει αμέσως στην Υπηρεσία του.
6.Η Ελληνική Αστυνομία, για την κάλυψη των αναγκών εκπαίδευσης του προσωπικού της στη χρήση των όπλων, ιδρύει σε κάθε νομό σκοπευτήρια, Τα οποία διακρίνονται σε κλειστά και ανοικτά. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία και τους όρους ίδρυσης και λειτουργίας των σκοπευτηρίων, την υπαγωγή, τη διοίκηση, τη στελέχωση και τους όρους ασφαλείας αυτών, τις υποχρεώσεις των εκπαιδευτών και των ασκουμένων στη σκοποβολή, τους όρους χρήσης των σκοπευτηρίων από προσωπικό άλλων φορέων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι αστυνομικοί που δεν έχουν περάσει συντηρητική εκπαίδευση σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, που δεν απέχουν μεταξύ τους περισσότερο του έτους , δεν επιτρέπεται να κατέχουν ή να φέρουν πυροβόλο όπλο και πρέπει να το παραδώσουν αμέσως στην Υπηρεσία τους.
Οι αστυνομικοί που δεν έχουν υποβληθεί σε συντηρητική εκπαίδευση τα τελευταία δύο έτη πρέπει να υπερβαίνει το 60% της αστυνομικής δύναμης πανελλαδικά ενώ αρκετά μεγάλος αριθμός αστυνομικών έχει να περάσει εκπαίδευση ακόμη και 6 με 8 χρόνια, ενώ η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει ιδρύσει σε κάθε νομό σκοπευτήρια για την κάλυψη των αναγκών εκπαίδευσης του προσωπικού της στη χρήση των όπλων όπως προβλέπεται στην παράγραφο 6.
Στο Άρθρο 4 παράγραφο 2 προβλέπεται ότι οι αστυνομικοί υποβάλλονται σε εξέταση για τον έλεγχο της καταλληλότητάς τους να φέρουν πυροβόλο όπλο. Η εξέταση αυτή διενεργείται, μέσα σε ένα έτος μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την αποφοίτησή τους, από τις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών, στην παράγραφο 5 του παραπάνω άρθρου προβλέπεται ότι:
Οι αστυνομικοί, που δεν έχουν υποβληθεί σε ψυχοτεχνικές δοκιμασίες για την εισαγωγή τους στην Αστυνομία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2226/1994, υποβάλλονται στις δοκιμασίες αυτές μέσα σε πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Επίσης στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι οι αστυνομικοί, για τους οποίους οι υγειονομικές επιτροπές της παραγράφου 1 αποφαίνονται, έστω και σε πρώτο βαθμό, ότι δεν είναι κατάλληλοι να φέρουν πυροβόλα όπλα ή η επιτροπή της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αποφαίνεται ότι δεν παρέχουν τα εχέγγυα για ορθή χρήση πυροβόλου όπλου, χαρακτηρίζονται, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν και εκτελούν υπηρεσία, για την οποία δεν κρίνεται απαραίτητη η οπλοφορία.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την δημοσίευση του Ν.3169/2003 ένας πολύ μεγάλος αριθμός των αστυνομικών δεν έχει υποβληθεί σε εξέταση για τον έλεγχο της καταλληλότητάς τους να φέρουν πυροβόλο όπλο ενώ παρά τις συνεχόμενες εκκλήσεις του συνδικαλιστικού μας κινήματος προκειμένου να υποβάλλονται οι αστυνομικοί στην εκπαίδευση που προβλέπεται από τον νόμο η ηγεσία μας διαχρονικά δεν έδωσε σημασία θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών και των αστυνομικών.
Πιστεύω ότι η δικαιοσύνη οφείλει να αναζητήσει τους υπευθύνους για την μη εφαρμογή του νόμου περί οπλοφορίας, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσή τους σε αυτά και άλλες διατάξεις.
Οι συνδικαλιστικές ενώσεις ανά νομό θα πρέπει να καταθέσουν μηνυτήριες αναφορές στις κατά τόπο δικαστικές αρχές για την αναζήτηση των υπευθύνων.