για την επίθεση με βιτριόλι για το κακούργημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Ο εισαγγελέας έδρας σημείωσε ότι η 37χρονη «θεώρησε ως πιθανό το θάνατο της παθούσας και το επιδοκίμασε», απορρίπτοντας έτσι την πρόταση της υπεράσπισης για μετατροπή της κατηγορίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη.
Σε νομικούς όρους, ο δόλος είναι η πρόθεση εκτέλεσης ενός εγκλήματος. Ο δράστης διαπράττει ένα έγκλημα με δόλο, όταν γνωρίζει το αποτέλεσμα της πράξης του και το επιδιώκει ή το αποδέχεται.
Έχει εφαρμογή και στο Αστικό Δίκαιο και στο Ποινικό Δίκαιο, αλλά έχει μεγαλύτερη σημασία στο Ποινικό Δίκαιο, καθώς από την ύπαρξή του εξαρτάται η καταδίκη και η βαρύτητά της.
Υπάρχουν τρία είδη δόλου:
1. Ο άμεσος δόλος ή δόλος πρώτου βαθμού: χαρακτηρίζεται η πρόθεση του δράστη όταν γνωρίζει το αποτέλεσμα της πράξης του και το επιδιώκει (π.χ. σημαδεύω με το όπλο και σκοτώνω κάποιον).
2. Ο αναγκαίος δόλος: χαρακτηρίζεται η πρόθεση του δράστη όταν γνωρίζει το αποτέλεσμα της πράξης του και το αποδέχεται πλήρως ως αναγκαίο για την επίτευξη άλλου σκοπού χωρίς όμως να το επιδιώκει (π.χ. για να σκοτώσω κάποιον βάζω βόμβα στο κτήριο. Ξέρω ότι θα σκοτωθούν κι άλλοι, δεν το επιδιώκω αλλά δεν σταματάω).
3. Ο ενδεχόμενος δόλος: χαρακτηρίζεται η πρόθεση του δράστη όταν αυτός προβλέπει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της πράξης του, δεν το επιδιώκει αλλά το αποδέχεται ή ελπίζει απλώς ότι δε θα συμβεί (π.χ. χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με ένα βαρύ αντικείμενο. Σκοπός μου είναι να τον τραυματίσω. Ξέρω ότι ενδέχεται να τον σκοτώσω, αλλά ελπίζω απλά ότι μόνο θα τον τραυματίσω).
Ο ενδεχόμενος δόλος είναι το πιο δύσκολο είδος δόλου να οριστεί και να διακριθεί από την αμέλεια. Ο ενδεχόμενος δόλος σημαίνει ότι ο δράστης προέβλεψε το ενδεχόμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, η (ενσυνείδητη) αμέλεια είναι όταν ο δράστης προέβλεψε ότι η πράξη του μπορεί γενικώς να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, αλλά πίστεψε (όχι απλά ήλπιζε) ότι το αποτέλεσμα αυτό δε θα επέλθει,