Στις 18 Ιανουαρίου το ξενοδοχείο Ριγκοπιάνο στην Φαρίντολα της Κεντρικής Ιταλίας θάφτηκε κυριολεκτικά στο χιόνι. 29 νεκροί, 11 επιζώντες 200 διασώστες, 120.000 τόνοι χιονιού και 8 μέρες αγωνίας και τρόμου είναι οι αριθμοί της τραγωδίας.
Η επιχείρηση αναζήτησης διήρκησε περίπου μία εβδομάδα, με τους διασώστες, πυροσβέστες, αστυνομικούς και ιατρικό προσωπικό να δίνουν μάχη με το χρόνο για να ανασύρουν ζωντανούς όσους βρίσκονταν εγκλωβισμένοι κάτω από το χιόνι, τον πάγο και τα συντρίμμια.
Στόχος των σωστικών συνεργείων ήταν μόνο ένας: να φτάσουν το συντομότερο δυνατό στους επιζώντες για να τους μεταφέρουν με ασφάλεια στο νοσοκομείο και η ελπίδα ότι σε βάθος περίπου οκτώ μέτρων κάποιοι από τους επισκέπτες και τους υπαλλήλους του Ριγκοπιάνο περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα έβλεπαν και πάλι το φως της ημέρας, αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη για να συνεχίσουν να σκάβουν παρά τη σφοδρή χιονόπτωση, τις χαμηλές θερμοκρασίες και τη σωματική κόπωση.
Για τις αγωνιώδεις προσπάθειες, τις συγκλονιστικές εικόνες που αντίκρισε και τους κινδύνους που αντιμετώπισε στο άλλοτε ειδυλλιακό σημείο, μίλησε σε ιστοσελίδα ο συντονιστής των διασωστών, Τζάνι Γκάμπα.
Με κατάλευκα μαλλιά που μπερδεύονται με το χιόνι, αλλά με μία φλόγα στο βλέμμα που λιώνει ακόμα και το πιο παχύ στρώμα πάγου, ο 51χρονος Γκάμπα περιέγραψε με συγκίνηση και θαυμασμό τις στιγμές που βίωσε η ομάδα εθελοντών διασωστών στο Ριγκοπιάνο.
«Μόλις μαθαίνεις τι έχει συμβεί σκέφτεσαι ότι πρέπει να πας στο σημείο το συντομότερο δυνατό. Δε μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά, αλλά όταν χτυπάει το τηλέφωνο, μιλάει η αδρεναλίνη. Είναι κάτι που νιώθεις, ότι κάποιος σε έχει ανάγκη», λέει ο Γκάμπα και η έκφραση στο πρόσωπό του προδίδει την λαχτάρα του για προσφορά.
Εθελοντής διασώστης από το 1998, ο Γκάμπα, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε δεκάδες επιχειρήσεις, θυμάται την πρώτη στιγμή που έφτασε στο ξενοδοχείο Ριγκοπιάνο, το οποίο πριν την τραγωδία συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πιο δημοφιλή καταλύματα καθώς «πάντρευε» την πολυτέλεια με την γοητεία της φύσης.
«Όταν έφτασα είδα μόνο χιόνι και συντρίμμια. Το ξενοδοχείο είχε θαφτεί κάτω από το χιόνι. Αντίκρισα εικόνες από την Κόλαση του Δάντη», θυμάται ο συντονιστής των διασωστών και επισημαίνει πως παρότι ο πρώτος όροφος του κτιρίου είχε συνθλίψει το ισόγειο, το αυτόνομο τμήμα του ξενοδοχείου στο οποίο στεγαζόταν η εσωτερική πισίνα, ήταν σχεδόν άθικτο.
«Το νερό της πισίνας ήταν ακόμα ζεστό όταν φτάσαμε. Καταλάβαινες ότι ο κόσμος πήγαινε εκεί για να περάσει καλά, για να διασκεδάσει και αυτό με στενοχώρησε περισσότερο από όλα», προσθέτει και τονίζει πως μέσα σε μόλις 24 ώρες εξαιτίας της σφοδρής χιονόπτωσης που έπληξε την περιοχή το ύψος του χιονιού άγγιξε ακόμα και τα 2,75 μέτρα σχηματίζοντας ένα πελώριο λευκό τείχος.
Αψηφώντας τις χαμηλές θερμοκρασίες και τις αντίξοες συνθήκες, οι διασώστες έσκαβαν από τις οκτώ το πρωί έως τις δέκα το βράδυ με την ελπίδα να ανασύρουν ζωντανούς τους παγιδευμένους και όταν τελικά μέσα από ένα τούνελ ανασύρθηκε ζωντανό ένα παιδί έξι ετών χειροκροτήματα και κραυγές ενθουσιασμού σκέπασαν την «ηχηρή» σιωπή του χιονιού.
Όπως εξηγεί ο Γκάμπα, οι διασωθέντες βρίσκονταν στο χώρο ψυχαγωγίας του ξενοδοχείου, στο οποίο μπορούσαν να κινηθούν με σχετική ευκολία καθώς η αίθουσα σαν από θαύμα είχε μείνει άθικτη παρά το φονικό πέρασμα της χιονοστιβάδας.
Όσο περνούσαν οι ώρες και ένας-ένας οι παγιδευμένοι έβγαιναν στην επιφάνεια, τόσο η ελπίδα αναζωπυρωνόταν για ακόμα περισσότερους επιζώντες. Η κούραση για αστυνομικούς, πυροσβέστες, διασώστες αποτελούσε πολυτέλεια και σχεδόν δεν γινόταν αισθητή, καθώς την αντικαθιστούσε το πείσμα για ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια.
Οι κίνδυνοι, όμως, που κρύβονταν κάτω από την εύθραυστη δομή του κτιρίου δεν περνούσαν απαρατήρητοι από τους ειδικούς. Αρχιτέκτονες που και αυτοί συμμετείχαν εθελοντικά στην επιχείρηση, γνώριζαν σύμφωνα με τα σχέδια του ξενοδοχείου που είχαν στα χέρια τους ότι τα περιθώρια να παραμείνουν όρθια τα «καταπονημένα» δοκάρια, ήταν περιορισμένα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Γκάμπα ήταν υποχρεωμένος να ενημερώσει τους πυροσβέστες ότι έπρεπε να σταματήσουν παρά τις πολύωρες προσπάθειες.
«Έχω μία σκηνή τόσο δυνατή μπροστά τα μάτια μου που δε θα ξεχάσω ποτέ. Δουλεύαμε μέχρι τις δέκα το βράδυ και οι άνδρες σκάβανε μαζί με τους πυροσβέστες ένα τούνελ ύψους τεσσάρων μέτρων. Μας ενημέρωσαν οι αρχιτέκτονες ότι υπήρχε κίνδυνος κατάρρευσης. Τότε είπα στους πυροσβέστες ότι πρέπει να σταματήσουν να σκάβουν και πως πρέπει να βγούμε όλοι έξω. Έπειτα από μία ημέρα χωρίς διακοπή, έχοντας φάει ένα κομμάτι ψωμί και κάτω από το χιόνι με κοίταξαν και μου είπαν: “Τι λες; Εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε”, αλλά δε μπορούσα να ρισκάρω. Ήταν ένα βλέμμα σχεδόν θυμού επειδή τους έλεγα να βγουν έξω», λέει με συγκίνηση και θαυμασμό ο Γκάμπα, όλα αυτά ενώ υπήρχε ο κίνδυνος μία δεύτερη χιονοστιβάδα να καταπλακώσει τα συνεργεία.
Από τις πιο δύσκολες στιγμές για τον ίδιο ήταν όταν ολοκληρώθηκε η επιχείρηση, καθώς όπως λέει «υποφέρεις όταν φεύγεις από το σημείο. Νιώθεις χειρότερα ακόμα και από όταν σε χωρίζει η αγαπημένη σου, γιατί εκεί βρίσκεις μία δεμένη ομάδα ανθρώπων».
Όσο για τη μεγαλύτερη ανταμοιβή έπειτα από τις κοπιώδεις προσπάθειες, αυτή είναι η χαρά του εντοπισμού των επιζώντων, αλλά και η αγκαλιά των συγγενών. «Η χαρά σε κάνει να θέλεις να συνεχίσεις να σκάβεις. Στόχος είναι να πας στο σπίτι τους όσους περισσότερους ανθρώπους μπορείς, χωρίς να χάνεις την ελπίδα. Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις», λέει ο συντονιστής των διασωστών.
Εξηγεί δε, ότι οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας χτυπήσει το τηλέφωνό του εκείνος φοράει τη στολή του και φεύγει.
«Ήθελα να πάω στο Ριγκοπιάνο, δεν έπρεπε να πάω στο Ριγκοπιάνο. Έβλεπα το χιόνι και περίμενα να με καλέσουν. Η σύζυγός μου ανησυχεί. Οι σύντροφοι αξίζουν πολλά ευχαριστώ γιατί εμείς φεύγουμε οποιαδήποτε στιγμή χωρίς να ξέρουμε τι θα συναντήσουμε. Αλλά είναι κάτι που νιώθεις. Όταν φοράω τη στολή μου αισθάνομαι όμορφα. Νιώθω υπερήφανος», συμπληρώνει και το χαμόγελό του ζεσταίνει ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του.
Μπορεί για τους… κοινούς θνητούς η αυτοθυσία τους να ξεπερνάει κάθε όριο, όμως, για τους ίδιους τους διασώστες μοιάζει φυσιολογικό. Εξάλλου, όπως εξηγεί ο Γκάμπα: «Κάποιοι πηγαίνουν στο γήπεδο, εγώ μπαίνω σε ένα ελικόπτερο για να σώσω ανθρώπους».
Ο συντονιστής των διασωστών, Τζάνι Γκάμπα
Μάλιστα, σε καμία περίπτωση δεν αποδέχεται τον όρο «ήρωας» και επισημαίνει: «Δεν είμαστε ούτε άγγελοι, ούτε ήρωες, είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Έχουμε πάθος. Ο πατέρας μου με πήγαινε από μικρό στο βουνό, οπότε νιώθω πιο καλά όταν βρίσκομαι εκεί. Ακόμα και αν είμαι στο γκρεμό είναι προτιμότερο από το να είμαι στο μετρό του Μιλάνου. Το περιβάλλον μου είναι το βουνό».
Για τον ίδιο, ήρωες είναι οι γιατροί που φροντίζουν καρκινοπαθείς σε τελικό στάδιο, ή τοξικομανείς ή παιδιά με αναπηρία, «εμείς απλώς κατεβαίνουμε με το ελικόπτερο. Αυτοί που φροντίζουν ασθενείς τις τελευταίες ώρες τους είναι πραγματικοί ήρωες. Εμείς είμαστε κανονικοί άνθρωποι που απλώς αγαπούμε το βουνό».