Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ήταν η σπουδαιότερη και πιο επιτυχημένη έμπνευση για την καθημαγμένη μας Ήπειρο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στηρίχθηκε ουσιαστικά στους ηττημένους του και απετέλεσε μια πραγματική φυγή προς τα εμπρός. Μετέτρεψε το πάθημα σε μάθημα και τους ακραίους εχθρούς σε πιστούς συμμάχους.
Συγχρόνως εξελίχθηκε σε αξιόπιστο ανάχωμα, απέναντι στη Σοβιετική εξάπλωση και τις «σειρήνες» της κοινωνικής αλλαγής, σε λαούς, που «έβγαιναν» εξαθλιωμένοι από την Κατοχή και αντιμετώπιζαν συνθήκες σιτοδείας.
Η επιτυχία του εγχειρήματος δεν ήταν δεδομένη. Η «οδική διαδρομή» εξέλιξής του, ήταν προσεχτική και σταθερή. Πρώτα οι «πατέρες» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, εστίασαν στη Οικονομία και των έλεγχο των πρώτων υλών.
Η Ενιαία Αγορά λειτούργησε και βελτίωσε θεαματικά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Το εγχείρημα έπεισε για την αξία του και έγινε επίζηλο για όλα τα Ευρωπαϊκά Κράτη που σταδιακά εντάχθηκαν.
Ήταν η βελτίωση των συνθηκών ζωής, που επέφερε, που με τη σειρά της επέτρεψε τις σκέψεις και τις προτάσεις για σύσφιγξη της συνεργασίας, για οικονομική και στο τέλος της πορείας για την Πολιτική Ένωση. Γιατί χωρίς καμία αμφιβολία, ένωση που δεν γίνεται αποδεκτή από τους πολίτες των κρατών μελών, ούτε μπορεί να δημιουργηθεί, ούτε και να μακροημερεύσει.
Το αναγκαίο αυτό προηγούμενο της πολιτικής ένωσης, η οικονομική δηλαδή, έχει νόημα και περιεχόμενο, μόνο όταν στηρίζεται σε όρους σύγκλισης και στη συνέχεια ισότητας. Κάθε άλλη κατασκευή είναι έωλη και καταδικασμένη. Στην κατεύθυνση αυτή η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, συνεισφέρει καίρια και είναι απόδειξη προόδου. Δε αποτυπώνει ωστόσο όλη την εικόνα και δεν ολοκληρώνει την προσπάθεια. Αν μάλιστα μείνει κανείς μόνο σε αυτό, δημιουργεί συνθήκες ζόφου για τα αδύναμα μέλη.
Πέρα από ψυχολογικό επίτευγμα και πολιτισμική ενθάρρυνση, το κοινό νόμισμα προστατεύει τα κράτη μέλη από τα κάθε είδους κερδοσκοπικά παιχνίδια. Πράγματι ενώ θεωρητικά ήταν εφικτό για τους κερδοσκόπους να «σορτάρουν» τη λιρέτα, την πεσέτα ή τη δραχμή, ο βαθμός δυσκολίας είναι σίγουρα αποτρεπτικός για ανάλογα παιχνίδια με το Ευρώ. Θωρακίζεται έτσι μια πλευρά της οικονομίας των κρατών μελών, με τις αντίστοιχες βέβαια παραχωρήσεις σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής και ενδεχόμενης έστω πληθωριστικής ανάπτυξης.
Το νόμισμα ωστόσο είναι η μια πλευρά. Η άλλη ουσιώδης πτυχή της οικονομικής πολιτικής είναι η αναγκαιότητα χρηματοδότησης των εθνικών οικονομιών, των κρατών μελών, μέσα από την έκθεσή τους στις διεθνείς χρηματαγορές και την αναζήτηση επενδυτών για τα ομόλογά τους. Στο πεδίο δηλαδή που εκ προοιμίου κάποιος θα προτιμήσει τη σιγουριά των Γερμανικών ομολόγων, με τη βαριά βιομηχανία στην οποία στηρίζονται, ενώ θα αναζητήσει πρόσθετα κίνητρα, που κατά κανόνα αποτυπώνονται σε υψηλότερα επιτόκια, για την αγορά ομολόγων «αδύναμων οικονομιών», όπως των κρατών μελών του Νότου.
Υποκριτική λοιπόν η αποσπασματική θεώρηση νομισματικής και οικονομικής ένωσης, μόνο μέσα από την οπτική του κοινού νομίσματος και χωρίς την υιοθέτηση ενιαίων όρων δανεισμού για την Ευρωπαϊκή Οικονομία. Μυωπική και κοντόφθαλμη αντιμετώπιση και σε κάθε περίπτωση ατελέσφορη.
Σε πρώτο χρόνο προσπορίζει νομοτελειακά πλεονάσματα σε χώρες του Βορά. Και διευρύνει το χάσμα με τον Νότο. Οι νουθεσίες και οι «παιδαγωγικές υποδείξεις» για σκληρότερη δουλειά, ανεξαρτήτως ειλικρίνειας, δεν καλύπτουν το κενό. Και είναι εξόχως παρωχημένες και λαϊκιστικές. Ως γνωστό δε τα κενά και τα χάσματα δεν αποτελούν βάση για Ένωση. Ιδίως την Οικονομική. Υπονομεύουν αντίθετα το κοινό μας Ευρωπαϊκό μέλλον. Και σίγουρα δεν είναι Ευρωπαϊστές όσοι τα συντηρούν και τα ενισχύουν.