Εκείνον τον καιρό, γράφει ο Φώτης Κόντογλου, Αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Νέρωνας, ο λυσσασμένος εχθρός του Χριστιανισμού. Δεν πολεμούσε αυτός μονάχα τον Χριστιανισμό, αλλά κι ο Μίθρας κι ο Σέραπις. Στη Ρώμη αντιμάχονταν όλες οι θρησκείες της Ανατολής.
Ο Απολλώνιος, λοιπόν, αποφάσισε να πάει στη Ρώμη, σαν απόστολος που θα έσωζε και σαν ημίθεος που θα διατηρούσε την αρχαία ειδωλολατρία. Εκεί κάθισε κάμποσο καιρό και μάλιστα, ανέστησε μια πεθαμένη κόρη, που πήγαιναν να τη θάψουν. Ο Φιλόστρατος, συγγραφέας του βίου του Απολλωνίου, κατέγραψε πολλά θαύματα, που έκανε τάχα ο ήρωάς του, για να τον αντιτάξει στον Χριστό, ως θαυματουργό.
Όταν ο Νέρωνας έβγαλε ένα διάταγμα να μην απομείνει κανένας φιλόσοφος στη Ρώμη, ο Απολλώνιος την εγκατέλειψε κι έφτασε στην Ισπανία πρώτα κι έπειτα στη Σικελία. Εκείνες τις μέρες, μια γυναίκα γέννησε ένα αρσενικό παιδί με τρία κεφάλια κι ο Απολλώνιος προφήτεψε πως τρεις Αυτοκράτορες θα σκοτωθούν, μόλις καθίσουν στον θρόνο. Όπως κι έγινε, γιατί οι τρεις Αυτοκράτορες που βασίλεψαν μετά τον Νέρωνα, σκοτώθηκαν διαδοχικά: ο Γάλβας, ο Όθων κι ο Βιτέλλιος.
Ο Απολλώνιος επέστρεψε στην Αθήνα κι ένας Ιεροφάντης τον μύησε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Πίστευε πως όλα έχουνε μέσα τους την αλήθεια, τα μυστήρια του Μίθρα, των Βραχμάνων, της Αιγύπτου, της Ελευσίνας.
Ο Απολλώνιος δεν άντεχε για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Πήγε στη Χίο, στη Λέσβο, στη Ρόδο κι από εκεί, πίσω πάλι στην Αίγυπτο, όπου του επιφύλαξαν μεγάλη υποδοχή, σαν να ήταν Θεός. Την πρώτη μέρα που πάτησε στην Αλεξάνδρεια, έκανε ξανά ένα θαύμα.
Καθώς αυτός κι η συνοδεία του κατευθύνονταν προς τον ναό, συνάντησαν μερικούς στρατιώτες που έσπευδαν να σκοτώσουν δώδεκα ληστές. Τότε, ο Απολλώνιος έδειξε έναν από τους ληστές και τους είπε ότι εκείνον δεν έπρεπε να τον σκοτώσουν, γιατί ήταν αθώος. Πράγματι, λίγο πριν τον σκοτώσουν, φάνηκε ένας καβαλάρης που έκραζε από μακριά, δείχνοντας τον ίδιο υποτιθέμενο ληστή: «Τον Φαρίωνα μην τον πειράξετε! Είναι αθώος!» Κι έτσι, ο δυστυχής άνθρωπος γλίτωσε τον άδικο χαμό του.
Εκείνη την περίοδο, ο Στρατηγός Βεσπασιανός, που τον είχαν χρίσει Αυτοκράτορα οι λεγεώνες της Ανατολής, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα στο πλήθος που τον υποδέχτηκε, ήταν κι οι φιλόσοφοι Δίων ο Χρυσόστομος κι ο Ευφράτης. Ο Αυτοκράτορας τούς ρώτησε πού βρίσκεται ο Απολλώνιος κι εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι ήταν στον ναό.
Ο Βεσπασιανός, ακολουθούμενος από μέγα πλήθος, συνάντησε τον Απολλώνιο στο Ιερό και συζήτησαν για πολλά θέματα. Ακόμα, τον ρώτησε αν θα γινόταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη. Ο Απολλώνιος απάντησε: «Ο Ζευς ο Καπιτώλιος θα στερεώσει τη βασιλεία σου, όπως κι εσύ θα χτίσεις τον ναό του, που τον έκαψαν εχθές άδικα χέρια». Έτσι κι έγινε.
Μια μέρα, κοντά στον ναό, ο Απολλώνιος είδε κάποιον που περνούσε και κρατούσε δεμένο ένα λιοντάρι, σαν να ήταν κανένας σκύλος. Το θηρίο δεν έτρωγε ό,τι τρώνε τα θηρία, αλλά σιτιζόταν με φρούτα, τηγανίτες, ψωμί και κρέας ψητό, λες κι ήταν άνθρωπος. Καμιά φορά, έπινε και λίγο κρασί. Το λιοντάρι πλησίασε τον φιλόσοφο, τον μύρισε και έκανε κάποιες αβρές κινήσεις, σαν να τον παρακαλούσε. Τότε, ο Απολλώνιος στράφηκε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί και είπε μεγαλόφωνα: «Το λιοντάρι με παρακαλεί να σας πω ποιος είναι. Μέσα στο σώμα του βρίσκεται η ψυχή του Άμασι». Μονομιάς, το λιοντάρι μούγκρισε λυπητερά κι έκατσε στα πισινά του πόδια, πειθήνιο και ευγνώμον. Ο Απολλώνιος ζήτησε να στείλουν το θηρίο στη Λεοντόπολη και να το αφιερώσουν στον ναό της πόλης.
Αργότερα, ο φιλόσοφος ταξίδεψε στην Άνω Αίγυπτο και πήγε στον Ναό του Μέμνονα, που ήταν ένα από τα παλικάρια της Τροίας, για να αποτίσει φόρο τιμής στον ήρωα. Τα δυο κολοσσιαία αγάλματα του Μέμνονα τον παρίσταναν αγέρωχα καθισμένο. Κάθε πρωί, μόλις έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου στα στόματα των αγαλμάτων, έβγαζαν φωνή και τα μάτια τους ζωντάνευαν, θαρρείς πως θα σηκώνονταν όρθια για να υποδεχτούν τον ήλιο, τον κοσμοκράτορα.
Από κει, καβαλίκεψαν σε καμήλες και τράβηξαν για το μέρος που ζούσαν οι Γυμνοσοφιστές. Όταν συναντήθηκαν ο Απολλώνιος και ο αρχηγός τους, ο Θεσπεσίωνας, η συζήτηση κράτησε για μέρες ολόκληρες. Σε μια στιγμή, ο Θεσπεσίωνας στράφηκε σ’ ένα δέντρο και του είπε: «Μίλησε στον Απολλώνιο». Ο Φιλόστρατος λέγει πως η φωνή του «έναρθρος τε ήν και θήλυς».
Έπειτα, κατευθύνθηκαν νότια, κατά τα μέρη που κατεβαίνει ο Νείλος και μπήκανε στην Αιθιοπία. Το βλέμμα τους γέμισε από πρωτοφανή ζώα κι ανθρώπους. Με ένα καΐκι, κατέβηκαν τον Νείλο ποταμό, πήγαν στην Αλεξάνδρεια, μετά στη Συρία και αργότερα στην Κιλικία.
Ο τότε Αυτοκράτορας Δομιτιανός, επειδή ο φιλόσοφος τον κατηγορούσε για τη σκληρότητά του, έστειλε διαταγή να τον συλλάβουν. Ο Απολλώνιος ξέφυγε κρυφά, κατέληξε στην Κόρινθο κι από εκεί, στην Ιταλία. Όμως, στην Ιταλία τον συνέλαβαν τελικά και τον έβαλαν στη φυλακή. Την ημέρα που ήθελε να τον δικάσει ο Δομιτιανός, πήρανε τον φιλόσοφο και τον οδήγησαν στο παλάτι. Ο Αυτοκράτορας θαύμασε τη θωριά του Απολλώνιου και τον νόμισε για Θεό.
Έτσι, ξεκίνησε η ανάκριση. Στο τέλος, ο Δομιτιανός έστειλε πίσω στη φυλακή τον Απολλώνιο μαζί με τον παντοτινό του σύντροφο και υπηρέτη, τον Δάμη. Ο φιλόσοφος είχε προφητέψει ότι σε λίγες ημέρες θα τους ελευθέρωναν και ζήτησε από τον Δάμη να τον περιμένει στο χωριό, που είχαν ξεμπαρκάρει ερχόμενοι από την Κόρινθο. Πράγματι, τους βγάλανε από τη φυλακή κι άφησαν ελεύθερο τον Δάμη.
Αφού συζήτησαν για πολλή ώρα ο Αυτοκράτορας κι ο φιλόσοφος, ο Απολλώνιος τού είπε έναν στίχο από τον Όμηρο: «Δε μπορείς να με θανατώσεις, επειδή εγώ δεν είμαι θνητός». Πάραυτα, έγινε άφαντος και βρέθηκε μονομιάς μπροστά στον Δάμη, που τον περίμενε στο παραθαλάσσιο χωριό, μέσα σε ένα φύσημα του ανέμου.
Επιβιβάστηκαν σ’ ένα καράβι, έπιασαν πρώτα μπάρκο στη Σικελία κι ύστερα, αράξανε στην Πελοπόννησο, στην ακρογιαλιά της Ολυμπίας. Σαράντα ημέρες κατέλυσαν στον όμορφο εκείνο τόπο, μιλώντας στους ανθρώπους. Το πλήθος, που σπρωχνόταν για να τον συναντήσει και να ακούσει τα λεγόμενά του, ήταν περισσότερο από αυτό που συγκεντρωνόταν για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μετά, πήγε στη Λειβαδιά, στο Μαντείο του Τροφωνίου. Ο Απολλώνιος χώθηκε μέσα σε μια τρύπα και εφτά μέρες αργότερα, φανερώθηκε στην Αυλίδα, βαστώντας ένα βιβλίο, που έγραφε τη φιλοσοφία του Πυθαγόρα.
Αφού κάθισε για δυο χρόνια στην Ελλάδα, πέρασε απέναντι στη Μικρά Ασία και δίδασκε πότε στην Έφεσο και πότε στη Σμύρνη. Μια μέρα που δίδασκε στην Έφεσο, άξαφνα χαμήλωσε τη φωνή του κι έχασε τα λόγια του. Ύστερα, έπαψε να μιλά. Σε λίγο, κοιτώντας χάμω, ανέκραξε βροντερά: «Χτύπα τον τύραννο! Χτύπα τον!» Ο κόσμος σκιάχτηκε, σώπασε, μούδιασε, λούφαξε. Τότε, ο Απολλώνιος τους είπε πως ο τύραννος Δομιτιανός σφαγιάστηκε στη Ρώμη, ακριβώς τη στιγμή που τους μιλούσε. Έτσι κι έγινε, αφού σε λίγες μέρες κατέφτασαν και τα μαντάτα από τη Ρώμη.
Ένα μήνα μετέπειτα, ο νέος Αυτοκράτορας Νέρβας τον προσκαλούσε στη Ρώμη, για να τον έχει συμβουλάτορα. Ο Απολλώνιος, όμως, αρνήθηκε, επειδή προφήτεψε πως και των δύο η ζωή έμελλε να είναι σύντομη. Όντως, μετά από ένα περίπου χρόνο, ο Νέρβας πέθανε. Κι ενώ είχε στείλει στη Ρώμη την απάντησή του με τον πιστό του Δάμη, τα ίχνη του Απολλωνίου χάθηκαν μια για πάντα.
Άλλοι είπαν πως πέθανε στην Έφεσο κι άλλοι πως πέθανε στη Λίνδο της Ρόδου, μέσα στον Ναό της Αθηνάς. Άλλοι, πάλι, έλεγαν πως πήγε στην Κρήτη και πως σαν μπήκε στον Ναό της Αρτέμιδος της Δικτύννης, οι ιεροί σκύλοι που φύλαγαν την είσοδο και δεν αφήνανε κανένα να μπει, μόλις τον είδαν, κούρνιασαν και κούναγαν τις ουρές τους. Μα, οι Ιερείς του Ναού τον έπιασαν, γιατί τον θεωρούσαν μάγο.
Όμως, ο Απολλώνιος έλυσε τα σχοινιά, που τον κρατούσαν δέσμιο. Οι Ιερείς τον είδαν να πηγαίνει κατά τις πόρτες του Ναού, που άνοιξαν μοναχές τους. Εκείνος μπήκε μέσα και αυτές σφαλίστηκαν, μην αφήνοντας τους Ιερείς να τον ακολουθήσουν. Τότε, άκουσαν έναν ύμνο, σαν να τον έψελναν νέες γυναίκες κι έλεγαν: «Ανέβα στον ουρανό, ανέβα!»
Ο Απολλώνιος τιμήθηκε από πολλούς ως ημίθεος. Ακόμα και ναοί χτίστηκαν στο όνομά του. Μα, η θύμισή του δεν άργησε να ξεθωριάσει, μπροστά στην πραγματική σοφία του Χριστού, στο αληθινό δίδαγμα της αγάπης Του και της συγχώρεσής Του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 02/12/1956…