Κατά τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, η νέα αυτή θρησκεία πολεμήθηκε με κάθε τρόπο, με το σπαθί, με τη φιλοσοφία, με τη συκοφαντία και με τη λογοτεχνία, έγραφε ο Φώτης Κόντογλου.
Διακόσια χρόνια μετά Χριστόν, ο ρήτορας και ιστοριογράφος Φιλόστρατος έγραψε τον «Βίον Απολλωνίου του Τυανέως». Ο Απολλώνιος ο Τυανέας ήταν ένας φημισμένος μάγος, που αντιμαχόταν με ορμή τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Στο τέλος, βούλιαξε στο πέλαγος της Πάτμου και πνίγηκε, μετά από την προσευχή του Αγίου.
Εκείνον τον καιρό, οι μάγοι έβριθαν. Τους έβρισκες παντού. Μα, ο Απολλώνιος είχε την τρανότερη φήμη. Ο Φιλόστρατος έγραψε τον βίο του και τον παρουσίαζε γεμάτο από υπερφυσικά τέρατα και σημεία. Σκοπός του ήταν να τον αντιπαρατάξει στον Χριστό και να συνεργήσει στο να μην καταργηθεί η αρχαία θρησκεία.
Τον διαβόητο αυτόν άνθρωπο τον είπαν ημίθεο, δαίμονα, θαυματουργό, μάγο και πάνσοφο. Και θα έσβηνε εντελώς από την ανθρώπινη μνήμη, αν δεν είχε καταπιαστεί ο Φιλόστρατος να συγγράψει το παράξενο βιβλίο του.
Ο Απολλώνιος γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Καππαδοκίας, που το έλεγαν Τύανα. Σήμερα το λένε Κιλισέ Χισάρ ή Εκκλησόκαστρο, από τα αρχαία ερείπια που έχει. Γεννήθηκε 10-15 χρόνια μετά τον Χριστό.
Η ιστορία του είναι ανακατεμένη με το παραμύθι. Λίγες μέρες πριν γεννηθεί, η μητέρα του είδε ένα πρόσωπο στον ύπνο της και το ρώτησε να μάθει τι παιδί θα φέρει στον κόσμο. Τότε, εκείνος που φάνηκε στο όνειρό της τής αποκρίθηκε: «Εμένα. Είμαι ο Πρωτέας, ο Θεός της Αιγύπτου».
Σαν έγινε ο Απολλώνιος 14 ετών, ο πατέρας του τον πήγε στην Ταρσό της Κιλικίας κι εκεί διδάχθηκε τη φιλοσοφία του Πυθαγόρα. Είχε δάσκαλό του τον Εύξενο, από την Ηράκλεια του Πόντου. Δεν έτρωγε καμιά ζωική τροφή, γιατί έλεγε πως είναι ακάθαρτη και χοντραίνει τον νου. Αντιθέτως, έτρωγε μονάχα λαχανικά και φρούτα, γιατί υποστήριζε πως όσα βγάζει η γης είναι καθαρά. Περπατούσε ξυπόλητος, φορούσε ένα λευκό χιτώνα, είχε πιασμένα τα μαλλιά του επάνω και ζούσε μέσα στον Ναό του Ασκληπιού.
Σαν έγινε παλικάρι, φημίσθηκε για σοφός, για θεραπευτής και για μάντης. Προφήτεψε για κάποιον πως θα δολοφονηθεί κι όπως το είδε, έτσι κι έγινε.
Γύρισε στα Τύανα κι έθαψε τον πατέρα του. Ύστερα μοίρασε την πατρική περιουσία με τον μεγαλύτερο αδερφό του, δίνοντάς του τα μισά κι από το μερίδιό του και αποφάσισε για πέντε ολόκληρα χρόνια να μην ξαναμιλήσει. Ό,τι ήθελε να πει, το έγραφε πάνω σε πινάκιο. Όποια αναταραχή και να γινόταν, μόλις φανερωνόταν ο Απολλώνιος και προχωρούσε ατάραχος και σιωπηλός, όλοι ησυχάζανε με μιας, σαν να τους μάγευε αμέσως.
Λέγανε πως δε γεύτηκε ποτέ το γυναικείο κορμί. Ακόμα και σ’ αυτό ξεπέρασε τον δάσκαλό του τον Πυθαγόρα, που διατράνωνε πως κάθε άνθρωπος έπρεπε μονάχα μια γυναίκα να παντρευτεί. Ο Απολλώνιος, όμως, έζησε χωρίς το χάδι της γυναίκας κι ας ήταν στο άνθος της ηλικίας του κι ας είχε σώμα γερό.
Στην ηλικία των 26 ετών, είχε πάψει η πενταετής του αλαλία. Τράβηξε για την Αντιόχεια, όπου σύχναζε στους ναούς και δίδασκε. Σηκωνόταν πολύ πρωί κι έκανε την προσευχή του, λέγοντας κάποια λόγια μυστηριακά. Έπειτα, πήγαινε στους ναούς, συζητούσε με τους Ιερείς για τη θρησκεία και κατόπιν, δίδασκε τους μαθητές του.
Αφού έμεινε κάμποσα χρόνια στην Αντιόχεια, πήγε στην Αραβία, όπου την κατοικούσαν κάποιες άγριες φυλές. Εκεί έμαθε να καταλαβαίνει τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών. Επέστρεψε για λίγο στην Αντιόχεια και ξανάφυγε, αυτή τη φορά για τη Νινευή. Στη Νινευή γνωρίστηκε με έναν ντόπιο, τον Δάμη, που έγινε μαθητής του και πιστός του ακόλουθος. Αυτός φρόντιζε για όλα.
Περπατώντας ο Απολλώνιος, μαζί με τον Δάμη κι άλλους τρεις, έφτασε στη Μεσοποταμία. Μια μέρα, είδαν κόσμο μαζεμένο γύρω από ένα θηλυκό λιοντάρι, που του είχαν σκίσει την κοιλιά και βρήκανε μέσα οχτώ λιονταρόπουλα. Απορούσαν όλοι, καθώς γνώριζαν πως η λέαινα γεννά ένα ή δυο μικρά το πολύ. Ο Απολλώνιος είχε κάποια προφητεία να πει απάνω σ’ αυτό το παράδοξο φαινόμενο.
Φτάσανε στη Βαβυλώνα. Εκείνη την ώρα, ο Βασιλιάς Ουαρδάνης έκανε θυσία. Ο Απολλώνιος τράβηξε ολόισια στον Βασιλέα κι εκείνος, που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ, φώναξε: «Αυτός είναι ο Απολλώνιος, που τον είχε δει στην Αντιόχεια ο αδερφός μου ο Μεγαβάτης και μου τον περιέγραψε». Ο Βασιλιάς Ουαρδάνης τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό και τον κράτησε κοντά του κάμποσο καιρό. Όλο εκείνο το διάστημα, ο Απολλώνιος εντρύφησε στη μαγεία κι ήταν το μόνο που έκανε νυχθημερόν.
Από τη Βαβυλώνα, η συνοδεία του Απολλωνίου τράβηξε για την Ινδία. Πέρασε από την Αρμενία και τον Καύκασο και φτάσανε στο Βουνό της Νύσας, που είχε στην κορφή του χτισμένο έναν Ναό του Διονύσου. Ο Φιλόστρατος έγραφε πως όποτε γλεντούσε εκεί πάνω ο Διόνυσος με την παρέα του, το βουνό σειόταν. Οι Ινδοί ισχυρίζονταν πως από εκεί κίνησε ο Διόνυσος και πήγε στην Ελλάδα.
Κοντά στη Νύσα υπήρχε ένα βουνό πολύ ψηλό, που λεγότανε Άορνος Πέτρα. Του έδωσαν αυτό το όνομα, μιας και δεν πετούσαν από πάνω του τα πουλιά, επειδή στην κορυφή του είχε ένα βάραθρο, που μαγνήτιζε όλα τα πετούμενα και τα τραβούσε στα έγκατά του.
Τέλος, αφού διέσχισαν τον Ινδό ποταμό, έφτασαν στην πολιτεία Τάξυλα, που είχε τον θρόνο του ο Βασιλιάς Φραώτης. Αυτός ήταν άνθρωπος σοφός, δασκαλεμένος από τους Βραχμάνους και δεν έτρωγε ποτέ του κρέας, παρά μονάχα φρούτα και λαχανικά. Έγιναν οι δυο τους φίλοι στενοί, μιας και ο Φραώτης γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Παρέμεινε στα Τάξυλα τρεις μέρες μόνο κι ακολούθως, ο βασιλιάς τον έστειλε στους Βραχμάνους, ώστε να διδαχθεί ο Απολλώνιος τα βραχμανικά μυστήρια, με ένα γράμμα συστατικό και μια συνοδεία έμπιστη.
Ολάκερη η χώρα ήταν γιομάτη από το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έπειτα από δυο μέρες έφτασαν στον κάμπο, όπου έγινε η μάχη ανάμεσα στον Αλέξανδρο και στον βασιλιά Πώρο. Περάσανε έναν ποταμό και βρήκαν τους βωμούς, που είχε στήσει ο Αλέξανδρος στον Άμμωνα Δία, στον Ηρακλή, στην Αθηνά, στον Ινδό Ήλιο και στον Απόλλωνα. Είδανε πολλά περίεργα ζώα, πουλιά, ψάρια, φίδια σε εκείνο το ταξίδι.
Με τα πολλά, έφτασαν στο βουνό, που πάνω του δέσποζε το μοναστήρι των Βραχμάνων. Ο Ινδός, που τους συνόδευε, σκιάχτηκε να πλησιάσει και τους το έδειξε από μακριά. Πλησιάζοντας, συνάντησαν ένα μικρό χωριό και γύρευαν σπίτι, για να μείνουν. Τότε, τους παρουσιάσθηκε ένας νεαρός Ινδός, που βαστούσε μια ολόχρυση άγκυρα και τους μίλησε εκ μέρους των Βραχμάνων. Το παράδοξο ήταν ότι τους μίλησε στα ελληνικά. Ζήτησε από τον Απολλώνιο να τον ακολουθήσει, ενώ οι σύντροφοί του έπρεπε να παραμείνουν στο χωριό.
Ο Φιλόστρατος σημείωνε πως ο βράχος, πάνω στον οποίο κατοικούσαν οι σοφοί, ήταν ίδιος με την Ακρόπολη της Αθήνας. Μάλιστα, στις πλαγιές του ξεχώριζαν, σαν να ήταν τυπωμένα, κορμιά ανθρώπινα, πλάτες πρόσωπα, πόδια, που απόμειναν εκεί από τον καιρό που οι Βραχμάνοι κατακρήμνισαν και εξολόθρευσαν τους συντρόφους του Διονύσου και του Ηρακλή, όταν θέλησαν να πατήσουνε το κάστρο τους.
Ο βράχος ήταν ζωσμένος από ένα σύννεφο, που δεν άφηνε κανέναν να ξεχωρίσει ούτε τις πόρτες του κάστρου. Ανεβαίνοντας πάνω ο Απολλώνιος, είδε πράγματα θαυμαστά, που έτριβε τα μάτια του.
Είδε ένα πηγάδι ασύλληπτα βαθύ κι από μέσα του έβγαινε μια γαλάζια αχτίνα, που ανέβαινε ψηλά κατά το μεσημέρι και γινόταν χρυσή, σαν ουράνιο τόξο. Κοντά στο πηγάδι, υπήρχε ένας κρατήρας γεμάτος φωτιά, από όπου ξεπετούσε μια φλόγα μολυβόχρωμη, δίχως μυρωδιά και δίχως καπνό. Στο πηγάδι, οι Βραχμάνοι εξαγνίζονταν από τις αθέλητες αμαρτίες τους, για τούτο το έλεγαν Φρέαρ Ελέγχου και τη φωτιά την έλεγαν Πυρ της Συγγνώμης.
Κατόπιν είδε μερικά πιθάρια, που μέσα σε αυτά οι σοφοί έκρυβαν τις βροχές και τους ανέμους και τα εξαπέλυαν όποτε το νόμιζαν σωστό.
Οι Βραχμάνοι υποδέχτηκαν τον Απολλώνιο σοβαρά, μα εγκάρδια. Είχαν μακριά μαλλιά και γένια, φορούσαν μίτρα στο κεφάλι, περπατούσαν ξυπόλητοι, τυλιγμένοι μ’ έναν απλό μανδύα, που άφηνε τον έναν ώμο τους γυμνό. Επικεφαλής τους ήταν ο Ιάρχας και μόνο αυτός μιλούσε.
Οι δυο τους συζήτησαν για πολλά, όπως την αθανασία της ψυχής, καθώς πίστευαν στη μετεμψύχωση. Είπαν πως οι Αιγύπτιοι τη διδάχτηκαν από αυτούς και από τους Αιγύπτιους, ο Πυθαγόρας. Ο Ιάρχας εξήγησε πως σε κάποια πρότερη ζωή του ήταν βασιλιάς και γιος του Θεού Γάγγη, που ήταν και ποταμός, ενώ ο Απολλώνιος ήταν καπετάνιος σε αιγυπτιακό καΐκι, που γλίτωσε τους επιβαίνοντες από τους ληστές.
Οι σοφοί πίστευαν πως πέντε είναι τα στοιχεία από τα οποία φτιάχτηκε ο κόσμος: νερό, γη, αγέρας, φωτιά κι αιθέρας. Όλα όσα ζούνε μέσα στον αέρα, είναι όλα τους θνητά κι όλα όσα ζούνε μέσα στον αιθέρα, είναι όλα τους αθάνατα. Ο κόσμος είναι ένα ζώο μαζί θηλυκό και αρσενικό, που γονιμοποιεί το ίδιο τον εαυτό του.
Την πρώτη μέρα, το μεσημέρι, οι Βραχμάνοι πήραν τον Απολλώνιο και τον πήγαν σε μια πηγή κι αφού λουστήκανε και χριστήκανε με κάποιο λάδι μυρωδικό, περπατούσανε αργά προς το ιερό τους, στεφανωμένοι, ψέλνοντας υμνωδίες. Έκαναν έναν κύκλο και χτυπήσανε τη γη με όρθια τα ραβδιά τους. Τότες, η γη καμπούριασε σαν κύμα και τους πέταξε ψηλά στον αέρα. Έμειναν να αιωρούνται και συνάμα έψελναν. Ό,τι ήθελαν, το πραγματοποιούσαν με τα λόγια τους.
Όσο καιρό έμεινε μαζί τους ο Απολλώνιος, είδε πολλά θαύματα που κάνανε στους αρρώστους και πώς προμαντεύανε κάθε κρυφό. Έζησε μαζί τους τέσσερις μήνες και τον ξεπροβόδισαν με πολλή τιμή. Ύστερα από δέκα μέρες περπάτημα, έχοντας δεξιά τον Γάγγη ποταμό κι από αριστερά τον Ύφαση, κατέληξαν στη θάλασσα.
Πριν μπαρκάρουν στο καράβι, ο Απολλώνιος έγραψε στους Βραχμάνους: «Μου δώσατε τη σοφία σας και με διδάξατε να περπατώ στον ουρανό. Αυτά θα τα κάνω γνωστά στους Έλληνες. Έχετε γεια, αγαθοί φιλόσοφοι».
Αφού έκαναν ένα μεγάλο ταξίδι επιστροφής, κάποια στιγμή βρεθήκαν στην Τροία και ο Απολλώνιος είδε εκεί το φάντασμα του Αχιλλέα, να βγαίνει τη νύχτα από τον τάφο του.
Έπειτα, πέρασαν στην Εύβοια κι από κει, στην Αθήνα. Μια μέρα που δίδασκε στη Στοά, ένας νεαρός θηλυπρεπής Κερκυραίος, άρχισε να γελά και να τον περιπαίζει. Ο Απολλώνιος είπε: «Δε με περιγελάς εσύ, αλλά το δαιμόνιο που έχεις μέσα σου, δίχως να το γνωρίζεις». Πρόσταξε τον δαίμονα να εγκαταλείψει τον νέο και να το φανερώσει με κάποιον τρόπο στους παριστάμενους.
Στο μεταξύ, ο προκλητικός νέος σωριάστηκε καταγής και σπάραζε. Ο δαίμονας φώναξε: «Θα βγω από τον άνθρωπο και θα ρίξω αυτό το άγαλμα». Το άγαλμα κλονίστηκε έξαφνα και έπεσε κάτω, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια. Ο λαός θαύμασε, μα και φοβήθηκε κι ο νέος από τότε ακολουθούσε τον Απολλώνιο, όπου κι αν πήγαινε.
Κάθισε κάμποσο καιρό στην Αθήνα. Ύστερα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, στις Θερμοπύλες, στη Σπάρτη, στην Ήπειρο, στη Λειβαδιά και στην Κόρινθο καταστάλαξε για λίγο, κάνοντας ένα ακόμα θαύμα. Εξόντωσε μια Λάμια, που κατάτρωγε έναν νέο. Κατόπιν, πήγε στη Κρήτη κι ανέβηκε στην Ίδη…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», στις 25/11/1956…