Ξέρουμε λέξεις για τη «δημοκρατία», ξέρουμε για τη «φιλοσοφία» και ξέρουμε και για μία πληθώρα ιατρικών όρων που είναι απόλυτα ενεργοί ακόμα και σήμερα. Προφανώς όμως η αρχαία Ελλάδα ήταν μία κοινωνία όπως κάθε άλλη και ως τέτοια είχε και τη δική της slang.
Παρακάτω, η ιστοσελίδα reader, συγκέντρωσε επτά από τέτοιου είδους λέξεις και σας τις παρουσιάζει. Άλλες ακούγονται πολύ αστείες (σημαίνον), ενώ άλλες έχουν πολύ περίεργες ή πολύ εξειδικευμένες σημασίες (σημαινόμενο). Σε κάθε περίπτωση όμως έχουν το δικό τους ενδιαφέρον. Στις περισσότερες σημασίες, χρησιμοποιήσαν το λεξικό LSJ.
Ασκαρδαμυκτί
Χωρίς να κλείνεις ούτε μία στιγμή τα βλέφαρά σου. (επιρ.)
Πρόκειται για ένα από τα γλωσσικά απολιθώματα που μπορείς να το βρεις κάπου κάπου και στα νέα ελληνικά. Βγαίνει από το επίθετο «ἀσκαρδάμυκτος» που με τη σειρά του προκύπτει από την ένωση του ρήματος «σκαρδαμύσκω» με το στερητικό «α-». Σημαίνει ότι βλέπω κάτι με τόση ένταση που δεν μπορώ ούτε να βλεφαρίσω.
Ἀωρόλειος
Άντρας που ξυρίζει τα μούσια του προκειμένου να φαίνεται νεότερος.
Ναι, υπήρχε συγκεκριμένη λέξη στα αρχαία ελληνικά που αφορούσε την πρακτική του ξυρίσματος. Για την ακρίβεια, γι' αυτόν που ξυρίστηκε. Όχι γενικά, αλλά γιατί ήθελε να φανεί νεότερος. Η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει αυτόν που είναι αφύσικα λείος.
Γυναικοπίπης
Αυτός που κοιτάει συνεχώς γυναίκες.
Βγαίνει από τη λέξη γυναίκα και το ρήμα «ὀπιπτεύω» που σημαίνει «κοιτάζω επίμονα». Ουσιαστικά η λέξη αφορούσε αρχικά αυτόν που κοιτούσε γυναίκες κρυφά και στη συνέχεια η σημασία επεκτάθηκε και δήλωνε τον γυναικά.
Kεπφαττελεβώδης
Aυτός που είναι τόσο βλάκας όσο ένας γλάρος.
Πολλές γλώσσες του κόσμου χρησιμοποιούν μεταφορές σχετικά με διάφορα μέλη του ζωϊκού βασιλείου, προκειμένου να αναφερθούν σε κάποιον ως βλάκα. Το αγαπημένο μου είναι πάντα το «μπούφος». Εν προκειμένω, κάτι είχαν δει στους γλάρους που δεν το είχαμε δει εμείς.
Μαστιγιάω
Μου αξίζει να μαστιγωθώ.
Δεν είναι τόσο kinky όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Πολλοί το μεταφράζουν ως «θέλω να μαστιγωθώ» αλλά μάλλον είναι πιο κοντά στο «θέλεις ένα χέρι ξύλο». Ουσιαστικά μέσα από αυτό το ρήμα, οι αρχαίοι Έλληνες υποδείκνυαν ότι σε κάποιον άξιζε η συγκεκριμένη τιμωρία του μαστιγίου.
Ρωποπερπερήθρας
Ο άνθρωπος που λέει συνεχώς ανοησίες.
Προέρχεται από τις λέξεις «ρώπος» (που σημαίνει κάτι το φτηνό) και «πέρπερος» (που ουσιαστικά σημαίνει τον φλύαρο). Υποδηλώνει κάποιο άτομο που λέει διαρκώς χαζομάρες.
Σκοτοβινιάω
Έχω έντονη σεξουαλική επιθυμία.
Το είπαμε πολύ ευγενικά. Φαίνεται ότι η παραπάνω λέξη χρησιμοποιούνταν κωμικά και αφορούσε ανθρώπους που έχουν καιρό να κάνουν σεξ. Βγαίνει ως λεκτικό παιχνίδι του ρήματος «σκοτοδινιάω» που σήμαινει ότι ζαλίζομαι.