Στην περίπτωση πυρηνικής έκρηξης ή επίθεσης είναι προτιμότερο να ψάξει κάποιος για το ιδανικό καταφύγιο παρά να εισέλθει στο πλησιέστερο κτήριο που θα βρει.
Αυτό προκύπτει από νέα μελέτη του Εθνικού Εργαστηρίου Lawrence Livermore στην Καλιφόρνια, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society και μεταδίδει το econews.gr σε μια χρονική περίοδο που είναι πιο επίκαιρη από ποτέ ειδικά μετά από τις απειλές της Βορείου Κορέας για «εξολόθρευση των ΗΠΑ».
Είναι κοινώς αποδεκτό πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει κάποιος μετά από μια πυρηνική έκρηξη σε μια μεγάλη πόλη είναι να αναζητήσει καταφύγιο σε κάποιο κτήριο.
Ωστόσο, η ερώτηση ποιο είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο θα πρέπει να κάποιος να παραμείνει εκεί πριν μετακινηθεί σε ένα καλύτερο καταφύγιο περιπλέκει τα πράγματα.
Η ραδιενεργή σκόνη διεισδύει ευκολότερα στα κτήρια που έχουν κατασκευαστεί από ελαφριά υλικά ή δεν διαθέτουν υπόγειο, γι’ αυτό και τα συγκεκριμένα δεν θεωρούνται κατάλληλα καταφύγια.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα μαθηματικό μοντέλο που υπολογίζει πότε πρέπει να εγκαταλείψει κανείς ένα ακατάλληλο κτήριο για να αναζητήσει ασφαλέστερο καταφύγιο.
Βάσει των υπολογισμών τους οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αν το «ιδανικό» καταφύγιο βρίσκεται σε απόσταση 15 λεπτών, οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να παραμείνουν στο αρχικό, ακατάλληλο καταφύγιο για περισσότερο από μισή ώρα μετά την έκρηξη.
Ωστόσο, αν το ιδανικό καταφύγιο απέχει μόλις πέντε λεπτά, είναι καλύτερο να κατευθυνθούν εκεί αμέσως, παραβλέποντας τα μη ασφαλή κτήρια που θα συναντήσουν στη διαδρομή τους.
Η γρήγορη μετάβαση σε κατάλληλο καταφύγιο εκτιμάται ότι θα μπορούσε να σώσει περίπου 10.000 με 100.000 άτομα από φονική πυρηνική έκρηξη σε μια πόλη.
Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, το μοντέλο τους αναμένεται να βοηθήσει τις Αρχές να αναπτύξουν καλύτερα σχέδια και στρατηγικές για την αντιμετώπιση πυρηνικών εκρήξεων ή επιθέσεων.