Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ πραγματοποιούσε την επίσημη ομιλία του για την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του, τον περασμένο Ιανουάριο, ο (τότε) νέος Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλιν, μιλώντας σε πρώην επιχειρηματικό συνεργάτη του, αναφέρονταν σε σχέδιο κοινής συμμετοχής με την Ρωσία για την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Το σχέδιο αυτό, «ήταν καλό για να πραγματοποιηθεί» υποστήριξε ο Φλιν, σύμφωνα με την περίληψη από τις πληροφορίες που έδωσε ένας πληροφοριοδότης και οι οποίες, δημοσιοποιήθηκαν από μέλος του Κογκρέσου.
Φυσικά οι Αμερικανοί κάνουν σαν παλαβοί τώρα λες και είναι κάκό να υπάρξουν κοινές επιχειρηματικές ενέργειες των δύο υπερδυνάμεων.
Ο επιχειρηματικός συνεργάτης στον οποίο έστελνε μηνύματα ο Φλιν θυμήθηκε αργότερα πως και ο ίδιος είχε προτείνει την χαλάρωσης της εφαρμογής των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ως μία από τις πρώτες ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν.
Ο Δημοκρατικός, μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων Ελάιζα Κάμινγκς που εκλέγεται στο Μέριλαντ και είναι ηγετικό στέλεχος της επιτροπής ελέγχου (House Oversight Committee) δημοσιοποίησε τις πληροφορίες για τις συνομιλίες του Φλιν, που αναφέρονται στην περίοδο ανάληψης της εξουσίας από την κυβέρνηση Τραμπ. Οι πληροφορίες αυτές, υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η κυβέρνηση Τραμπ είχε επικεντρώσει την προσοχή της στην κατάργηση εφαρμογής των κυρώσεων που προηγούμενα είχε επιβάλλει στην Ρωσία, ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα. Παράλληλα, οι πληροφορίες αυτές, εμφανίζουν τον Φλιν να έχει ένα προσωπικό κίνητρο, προκειμένου να κινηθεί προς την κατεύθυνση χαλάρωσης ή ακύρωσης της εφαρμογής των κυρώσεων.
Ο Φλιν «προσπάθησε να χειραγωγήσει το καθεστώς της διεθνώς εφαρμοζόμενης πολιτικής για την πυρηνική ενέργεια, για την εξυπηρέτηση του οικονομικού κέρδους των επιχειρηματικών συνεργατών του» ενώ διαβεβαίωσε έναν επιχειρηματικό του συνεργάτη ότι οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε χαλάρωση των κυρώσεων, με δεδομένη την παρουσία του ίδιου στον Λευκό Οίκο, έγραψε χαρακτηριστικά ο Κάμινγκς στον πρόεδρο της επιτροπής ελέγχου Τρέι Γκάοντι που είναι Ρεπουμπλικάνος και εκλέγεται στην Νότια Καρολίνα.
Κατά την μεταβατική περίοδο πριν από την επίσημη ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Τραμπ, ο Φλιν συνεργάστηκε με εταιρίες (ACU Strategic Partners) για την επίτευξη συμφωνίας με την Ρωσία και την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων στην Μέση Ανατολή. Η επιστολή του Κάμινγκς προς τον Γκάοντι, περιγράφει το προσωπικό ενδιαφέρον του Φλιν για την υλοποίηση του παραπάνω σχεδίου, με περισσότερες λεπτομέρειες από ότι είχε αρχικά γνωστοποιηθεί.
Από την άλλη μεριά, ο Ντόναλντ Γκρος, που είναι δικηγόρος της εταιρίας ACU Strategic Partners αρνήθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε επαφή μεταξύ της εταιρίας του και του Φλιν, κατά την χρονική περίοδο της συνεργασίας του με τον Τραμπ. «Αναφέρουμε χαρακτηριστικά, ότι κανένα στέλεχος της ACU δεν είχε επικοινωνία οποιασδήποτε μορφής με τον στρατηγό Φλιν στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, της ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ, αλλά και την περίοδο που ακολούθησε, κατά την οποία ο στρατηγός Φλιν ασκούσε τα καθήκοντα του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ακόμη και την περίοδο που ακολούθησε την παραίτησή του» ανέφερε χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή του ο Γκρος, μετά την δημοσιοποίηση των παραπάνω πληροφοριών.
Χθες το βράδυ έγινε γνωστό από τον Γκάοντι ότι η επιτροπή του δεν θα ασχοληθεί με το ζήτημα που προκύπτει αναφορικά με τον ρόλο του Φλιν στην υλοποίηση του σχεδίου κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων στην Μέση Ανατολή, καθώς αυτό θα παραπεμφθεί στην Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων. «Κατανοώ ότι οι Δημοκρατικοί επιθυμούν η κάθε επιτροπή του Κογκρέσου να διερευνά το ίδιο πλαίσιο εξέλιξης των γεγονότων. Δε νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος αξιοποίησης των μέσων που διαθέτουμε. Η επιτροπή μου εξετάζει θέματα που σχετίζονται με ζητήματα εποπτείας και ελέγχου. Δεν διενεργούμε έρευνα σχετικά με την Ρωσία» τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Από την πλευρά του, ο Ρεπουμπλικάνος Μάικ Κοναγουέι από το Τέξας που ηγείται στην Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, της έρευνας που διεξάγεται για την Ρωσία, αρνήθηκε να επιβεβαιώσει εάν η επιτροπή του θα διερευνήσει το νέο ζήτημα που προκύπτει για τον Φλιν. «Δεν πρόκειται να σας πω, αυτό που θα πράξω. Θα σας ενημερώσω όταν υπάρξουν εξελίξεις» τόνισε ο Κοναγουέι.
Προηγούμενη αναφορά της εφημερίδας «The Wall Street Journal» υποστήριξε ότι ο Φλιν επεξεργάστηκε με το προσωπικό του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ένα σχέδιο σημειώματος που θα μπορούσε να υποστηρίξει την υλοποίηση του σχεδίου κατασκευής των αντιδραστήρων. Το σημείωμα αυτό, προορίζονταν για υπογραφή από τον Τραμπ, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έλαβε γνώση για την ύπαρξή του, σύμφωνα με το αναφερόμενο δημοσίευμα.
Ο Κάμινγκς δήλωσε ότι ο πληροφοριοδότης που δίνει τα στοιχεία για την δράση του Φλιν «καθυστέρησε σημαντικά στην λήψη της απόφασής του για να μιλήσει, ενώ φοβάται για το ενδεχόμενο εκδίκησης. Ωστόσο, αισθάνεται το καθήκον που έχει ως πολίτης, προκειμένου να δημοσιοποιήσει όλα όσα γνωρίζει». Το όνομα του πληροφοριοδότη δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ενώ ο Κάμινγκς υποσχέθηκε στην επιστολή του προς τον Γκάοντι ότι θα του γνωστοποιήσει το όνομα, εάν αυτό συμφωνηθεί να κρατηθεί εμπιστευτικά μυστικό κι ο Γκάοντι συμφωνήσει να μιλήσει με τον πληροφοριοδότη.
Παράλληλα, ο Κάμινγκς απορρίπτει την άρνηση της εταιρίας ACU, υποστηρίζοντας ότι «τα στοιχεία των προσωπικών εισοδημάτων του Φλιν δηλώνουν ότι ήταν σύμβουλος της εταιρίας από τον Απρίλιο του 2015 μέχρι τον Ιούνιο του 2016, που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ. Έτσι, θα ήταν ουσιαστικά περίεργο για τον ίδιο, να μην είχε κάποια επικοινωνία με στέλεχος της ACU, κατά την αναφερόμενη περίοδο» αντιπαραθέτει ο Κάμινγκς.
Ο Φλιν παραδέχτηκε την ενοχή του για ένα αδίκημα στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάγεται για την Ρωσία, την προηγούμενη εβδομάδα. Ο δικηγόρος του, Ρόμπερτ Κέλνερ, αρνήθηκε να σχολιάσει τις εξελίξεις.
Το ποινικό σκέλος της έρευνας για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, αλλά και το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ πρώην στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και Ρώσων επιχειρηματιών, διερευνά ο ειδικός ανακριτής Ρόμπερτ Μιούλερ. Ο Μιούλερ έχει επίσης εισαγγελική δικαιοδοσία για την απαγγελία κατηγοριών υπό την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury). Ο ίδιος, διερευνά επίσης, το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης, τόσο από το πρόεδρο Τραμπ, όσο κι από στελέχη του Λευκού Οίκου, ιδίως μετά την αιφνιδιαστική αποπομπή του πρώην διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ τον περασμένο Μάιο.
Παράλληλα, με την έρευνα του ειδικού ανακριτή διεξάγονται έρευνες από την Επιτροπή για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας, την αντίστοιχη επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά και την επιτροπή που είναι αρμόδια για την δικαιοσύνη, στην Γερουσία. Ο στόχος των ερευνών αυτών στο Κογκρέσο, είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων για το ενδεχόμενο ρωσικής εμπλοκής στις προεδρικές εκλογές του 2016, για την ενημέρωση της αμερικανικής κοινής γνώμης.
Ο διορισμός του Μιούλερ έγινε από τον Αμερικανό υφυπουργό Δικαιοσύνης, Ροντ Ρόζενσταϊν, καθώς ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς έχει αυτοεξαιρεθεί από την έρευνα για την Ρωσία, μετά την δημοσιοποίηση πληροφοριών για προεκλογικές συναντήσεις του με Ρώσους αξιωματούχους.