Στο news-on.net παρεχουμε Ειδήσεις και σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Χατζηδάκης και Στουρνάρας μιλούν για την οικονομία στο περιοδικό της Βουλής

Την κριτική ματιά στην 50ετή περίοδο της Μεταπολίτευσης του υπουργού Οικονομικών Κ. Χατζηδάκη, του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα, καθώς και των εκπροσώπων των παραγωγικών τάξεων (εργαζομένων, επαγγελματoβιοτεχνών, εμπόρων) καθώς και των Προέδρων των αντίστοιχων Επιμελητηρίων παρουσιάζει το νέο, 80ό επετειακό τεύχος του Περιοδικού της Βουλής “Επί του… Περιστυλίου”.

Συγκεκριμένα, όλοι τους κλήθηκαν να απαντήσουν με άρθρα τους σε δύο βασικά ερωτήματα:

1. Τι δεν πετύχαμε ως χώρα στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης και γιατί;

2. Ποιους στόχους πρέπει να κατακτήσουμε την νέα περίοδο που αρχίζει;

Γ. Στουρνάρας: Είναι ασφαλής η Δημοκρατία τα επόμενα 50 χρόνια; Είναι η Ελλάδα μεταρρυθμίσιμη;

Στο ερώτημα εάν η Ελλάδα είναι μια χώρα που μπορεί να αλλάξει, η απάντησή μου είναι καταφατική. Ναι, η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία μπορούν να γίνουν μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την ποιότητα της δημοκρατίας, ενδυναμώνουν την οικονομία και αλλάζουν προς το καλύτερο τη ζωή των Ελλήνων. Καλύτερη Παιδεία και καλύτερη Υγεία για όλους, αποτελεσματικότερη Δικαιοσύνη, καλύτερες Δημόσιες Μεταφορές, καλύτερο Περιβάλλον, καλύτερες Υποδομές, λιγότερη Γραφειοκρατία, λιγότερη Φοροδιαφυγή, περισσότερος Ανταγωνισμός. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αυξάνουν την παραγωγικότητα και μειώνουν το κόστος, βελτιώνοντας έτσι και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Σε τελική ανάλυση, αυξάνουν την ευημερία και συμβάλλουν στην μεγαλύτερη ισότητα των ευκαιριών.

Τα προηγούμενα δέκα χρόνια έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων μας επιβλήθηκαν από τα μνημόνια. Σταθεροποιήσαμε την οικονομία, το τραπεζικό σύστημα, το ασφαλιστικό σύστημα, βελτιώσαμε την διαδικασία συλλογής φόρων, βελτιώσαμε την ανταγωνιστικότητα, απελευθερώσαμε ορισμένες αγορές. Το ερώτημα είναι εάν μπορούμε να τις συνεχίσουμε. Θεωρώ πως ναι, εφόσον και ο ελληνικός λαός δηλώνει ότι τις επιθυμεί. Η συγκυρία λοιπόν είναι ιδανική.

Ενώ η Μεταπολίτευση είδε την εγκαθίδρυση μιας υποδειγματικής Δημοκρατίας, από οικονομικής απόψεως, και ειδικά δημοσιονομικής, δεν τα πήγαμε καλά. Γι’ αυτό φτάσαμε το 2010 σε οιονεί χρεοκοπία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως. Η Ελλάδα, παρά το διχασμό και τα ψευτοδιλήμματα μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών, παρά τη μεγάλη περιπέτεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, τελικά τα κατάφερε. Και όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά ως αντάλλαγμα έλαβε και ένα μεγάλο ‘δώρο’. Την μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια που έχει δοθεί ποτέ σε κράτος. Έλαβε δάνεια 289 δισεκατομμύρια ευρώ για την αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους της με επιτόκιο 1,1%, με 20 χρόνια διάρκεια και μάλιστα το χρέος να διακρατείται από επίσημους φορείς.

Αυτό, λοιπόν, δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας για πολλά χρόνια. Υπό δύο όμως προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν εσαεί τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους: Πρώτον, το πρωτογενές πλεόνασμα να κινείται στο 2% του ΑΕΠ σε κυκλικά διορθωμένη βάση και, δεύτερον, να προχωρήσουν αποφασιστικά ορισμένες βασικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση που προανέφερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αξιοποιηθεί το μεγάλο ‘δώρο’ που μας δόθηκε, το οποίο στηρίχθηκε στις θυσίες του ελληνικού λαού τα προηγούμενα χρόνια.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ένα πρόβλημα που θα το βρούμε μπροστά μας εάν δεν το αντιμετωπίσουμε γρήγορα: την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Αυτή τη στιγμή μας λείπουν 200.000 χέρια στις δραστηριότητες γύρω από τον τουρισμό, τον αγροτικό τομέα και την οικοδομή. Εάν δεν τα βρούμε άμεσα θα αρχίσουμε να έχουμε πρόβλημα και στην οικονομία. Στη δεκαετία του ΄90, στη διαδικασία σύγκλισης, οι ξένοι εργάτες ήταν αυτοί που κράτησαν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα χαμηλό. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το πρόβλημά μας ήταν κυρίως το έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Δεν ήταν το σημαντικότερο. Ήταν ο πληθωρισμός, διότι είχαμε μια οικονομία που ξεκίνησε με επιτόκια στο 19% για να μειωθούν στο 4% περίπου. Αυτή η μεγάλη μείωση επιτοκίων υπερθέρμανε την οικονομία και αύξησε όλες τις αξίες. Εάν δεν είχαμε τους μετανάστες στον αγροτικό τομέα και στην οικοδομή, δεν θα επιτυγχάναμε τότε το κριτήριο του πληθωρισμού.

Πριν από 50 χρόνια, το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλότερο από το 60% του ΑΕΠ, που είναι το όριο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οφείλουμε στις επόμενες γενιές να το επαναφέρουμε σ’ αυτό το επίπεδο. Στην Τράπεζα της Ελλάδος έχουμε κάνει υπολογισμούς, σύμφωνα με τους οποίους με ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ και με μεταρρυθμίσεις του τύπου που προανέφερα, μπορούμε να εξασφαλίσουμε αφενός το επιθυμητό πρωτογενές πλεόνασμα και αφετέρου μία κατάλληλη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου του δημοσίου χρέους και του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης (αυτή η διαφορά ονομάζεται στην τεχνική διάλεκτο “αποτέλεσμα χιονοστιβάδας”), έτσι ώστε να φτάσουμε το χρέος στο 60% του ΑΕΠ σε 40 περίπου χρόνια. Είναι κάτι εφικτό και οφείλουμε να το κληροδοτήσουμε στα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Η δημοκρατία δεν κινδυνεύει σήμερα στην Ελλάδα, διότι έχει στέρεα θεμέλια. Αυτό που χρειάζεται είναι να βελτιωθεί η ποιότητά της. Και η ποιότητα θα βελτιωθεί μέσω της ενδυνάμωσης των θεσμών. Ας αναλογιστούμε εδώ το παράδειγμα της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τότε που έγινε ανεξάρτητος θεσμός έχει διαδραματίσει ένα πολύ σημαντικό ρόλο για την εμπέδωση αισθήματος εμπιστοσύνης στην οικονομία. Ποιοι αμφιβάλουν σήμερα ότι, εάν δεν υπήρχε η Τράπεζα της Ελλάδος, ίσως να μην βρισκόμασταν σήμερα εντός της ευρωζώνης μετά την περιπέτεια του πρώτου εξαμήνου του 2015; Με το παράλληλο νόμισμα και το παράλληλο τραπεζικό σύστημα;

Επομένως, η ενδυνάμωση των θεσμών είναι βασικό στοιχείο για την ποιότητα της δημοκρατίας. Απώτερος στόχος όλων μας είναι οι άνθρωποι να είναι πιο ευτυχισμένοι. Και πώς θα είναι πιο ευτυχισμένοι; Με το να είναι απαλλαγμένοι από τον φόβο της ανεργίας, της φτώχειας, των ασθενειών, του μέλλοντος των παιδιών τους, της έλλειψης πρόσβασης στην πρόοδο και τα δημόσια αγαθά.

Ο φόβος και οι οικονομικές ανισότητες δίνουν επίσης τροφή στον λαϊκισμό, ο οποίος απειλεί τη Δημοκρατία. Φόβος δημιουργείται όμως και από την άγνοια, από τον οικονομικό αναλφαβητισμό, από την έλλειψη βασικών γνώσεων και από τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Η δημιουργία ανισοτήτων οφείλεται στη φύση του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας. Ένα από τα βασικά προβλήματα του Δυτικού Κόσμου είναι πώς να συμβιβάσει τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία. Καπιταλισμός σημαίνει ελεύθερη αγορά. Η ελεύθερη αγορά χρειάζεται όμως και ένα δίχτυ κοινωνικής ασφαλείας για να μη δημιουργούνται ανισότητες. Και το δίχτυ αυτό το στηρίζει η στοχευμένη κοινωνική πολιτική, η αποτελεσματική δημόσια Παιδεία και Υγεία, το δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, η αποτελεσματική εποπτεία των αγορών.

Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ακόμα και μετά τη μεγάλη κρίση που περάσαμε την περασμένη δεκαετία, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια σχετικά καλή θέση με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών Με βάση τον δείκτη αυτό, και με στάθμιση πληθυσμούς, η Ελλάδα βρίσκεται στο ανώτερο 13% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο δείκτης δεν περιλαμβάνει μόνο το κατά κεφαλήν προϊόν, αλλά και τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η ποιότητα ζωής και το περιβάλλον. Επομένως, παρά την κρίση, η Ελλάδα είναι σήμερα μια σχετικά ευημερούσα χώρα, και, εάν πρέπει να χτίσουμε πάνω σε αυτό, τότε στα επόμενα 50 χρόνια το 13% μπορεί να γίνει 5%, στόχος που δεν είναι ακατόρθωτος, αλλά χρειάζεται κόπο, προσπάθεια και επιμονή.

Όλες οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε όλους τους τομείς είναι σημαντικές. Αν ήταν όμως να επιλέξω τρείς, θα επέλεγα πρώτα την Παιδεία, ως δεύτερη την Υγεία και ως τρίτη το Περιβάλλον. Κατά τη γνώμη μου, το βασικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η Παιδεία. Τα αποτελέσματα PISA (αξιολόγηση μαθητών) δεν είναι ενθαρρυντικά για τη χώρα μας. Επίσης, στον δείκτη του ΟΟΣΑ που αφορά τις δεξιότητες έχουμε τη χειρότερη θέση μετά την Τουρκία. Παρά το γεγονός ότι έχουμε πολλούς πτυχιούχους και κατόχους μεταπτυχιακών διπλωμάτων, ο ΟΟΣΑ χαρακτηρίζει το 18,5% εξ αυτών ως πολίτες με πολύ περιορισμένες δεξιότητες. Μόνο η Τουρκία είναι χειρότερη από την Ελλάδα σε αυτόν τον δείκτη. Συνεπώς, η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση για μένα πρέπει να γίνει στην Παιδεία, και μάλιστα σε όλες τις βαθμίδες της, διότι από εκεί ξεκινούν όλα!

Κ. Χατζηδάκης: Πενήντα Χρόνια Μεταπολίτευσης: Αναστοχασμός και Προοπτικές για το Μέλλον
Από το 1974 ως σήμερα η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντικές προόδους, αλλά έχει αναμετρηθεί και με μεγάλες προκλήσεις. Η φετινή επέτειος των πενήντα χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας αποτελεί ιδανική ευκαιρία για αναστοχασμό πάνω στη μέχρι τώρα πορεία και για ανίχνευση των προοπτικών της χώρας.

Το πρώτο που έρχεται στο νου είναι, ότι στη Μεταπολίτευση η Δημοκρατία εμπεδώθηκε όσο ποτέ άλλοτε στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πενήντα αυτά χρόνια συνιστούν τη μεγαλύτερη περίοδο πολιτικής ομαλότητας της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Από μόνο αυτό συνιστά απόδειξη των ισχυρών θεμελίων της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα επιτεύγματα, όμως, δεν σταματούν εκεί. Η περίοδος της Μεταπολίτευσης είναι, επίσης, η περίοδος κατά την οποία: οι ελευθερίες εμπεδώθηκαν, τα ανθρώπινα δικαιώματα επεκτάθηκαν, το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων ανέβηκε, η χώρα μας συμμετείχε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, διεξήχθησαν με μεγάλη επιτυχία οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Σε καμία περίπτωση δεν θα επιχειρήσω να ωραιοποιήσω την πραγματικότητα. Όλοι γνωρίζουν ότι στη Μεταπολίτευση αντιμετωπίσαμε, επίσης, και μεγάλα προβλήματα: Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και η κατοχή του βόρειου τμήματός της, που ακόμα μας πονάνε. Οι αλλεπάλληλες περίοδοι όξυνσης στη σχέση μας με τη γείτονα. Μία σειρά από προβλήματα της καθημερινότητας τα οποία επέμειναν ή εντάθηκαν: η αναποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, η αναξιοκρατία, τα ελλείμματα της κοινωνικής πολιτικής. Φαινόμενα μεγάλων φυσικών καταστροφών, τα οποία αυξάνονται όσο εντείνεται η κλιματική κρίση. Και, φυσικά, η δεκαετής οικονομική κρίση που έπληξε βαθιά τον ψυχισμό και το φρόνημα των Ελλήνων.

Η οικονομική κρίση ήταν χωρίς αμφιβολία μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε η χώρα στη Μεταπολίτευση. Τότε που κυριάρχησε η εθνική απελπισία, η ζωή γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη και οι προσδοκίες δεκαετιών διαψεύδονταν. Η Ελλάδα μετατράπηκε από ισότιμος εταίρος στην ΕΕ, σε χώρα υπό επιτήρηση. Και στη συνέχεια ήρθαν εκείνοι που μαγικά θα αντιμετώπιζαν τα προβλήματα, και τελικά τα έκαναν χειρότερα.

Ακολούθησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η οποία πέντε χρόνια τώρα βελτιώνει συστηματικά τις ζωές των Ελλήνων με μετρήσιμα αποτελέσματα: για τις επενδύσεις, για τις εξαγωγές, για την ανάπτυξη, την ανεργία, τους μισθούς, την ψηφιοποίηση του κράτους, την ισχυροποίηση και τη θωράκιση της χώρας απέναντι σε κάθε επιβουλή. Ως αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, η Ελλάδα του 2024 δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την Ελλάδα του 2019. Η Ελλάδα σήμερα έχει ανέβει πολλά σκαλιά ψηλότερα σε όλους τους τομείς!

Η προσπάθεια, όμως, δεν μπορεί να σταματήσει εδώ. Ακόμη περισσότερο διότι οι διεθνείς προκλήσεις και αβεβαιότητες επιμένουν: οι δύο πόλεμοι που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, το δημογραφικό πρόβλημα που εντείνεται, η κλιματική κρίση που βαθαίνει, το μεταναστευτικό που παίρνει νέες διαστάσεις τόσο λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας όσο και λόγω της ίδιας της κλιματικής κρίσης.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν κατά τη γνώμη μου ότι εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν πρέπει ούτε λεπτό να σταματήσουμε την προσπάθεια να καταστήσουμε τη χώρα μας ακόμη πιο ανθεκτική στις σημερινές και στις αυριανές προκλήσεις. Ακόμη περισσότερο, οφείλουμε να εκμεταλλευθούμε το γεγονός ότι διαθέτουμε πολιτική σταθερότητα μέχρι το 2027, προκειμένου να πετύχουμε την πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα!

Στην Οικονομία, έχουμε πράγματι ανέβει πολλά σκαλιά τα τελευταία χρόνια: Οι Άμεσες Ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 25 δισ. ευρώ, οι εξαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στην ΕΕ, η ανεργία έχει πέσει από το 18% στο 10%, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολλαπλάσιοι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όμως, η δραματική κρίση της περασμένης δεκαετίας μείωσε κατά πρωτοφανή τρόπο τα εισοδήματα. Η πραγματική σύγκλιση, λοιπόν, των εισοδημάτων με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση. Γι’αυτό εφαρμόζουμε ένα πολυεπίπεδο σχέδιο: Πρώτον, με μία σοβαρή δημοσιονομική πολιτική, που είναι το θεμέλιο κάθε προσπάθειας. Δεύτερον, με πολιτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Τρίτον, με την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέταρτον, με τη βέλτιστη αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ. Πέμπτον με την ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων και της καινοτομίας. Και, έκτον, με την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της Δημόσιας περιουσίας.

Στην κοινωνική πολιτική, ο θεσμός του προσωπικού βοηθού για τα άτομα με αναπηρία, το επίδομα γέννησης, η αύξηση του αφορολόγητου για τις οικογένειες με παιδιά, οι νταντάδες της γειτονιάς, είναι μία σειρά από μέτρα που δείχνουν ότι στην χώρα μας εφαρμόζεται πλέον μία πολύ πιο σύγχρονη κοινωνική πολιτική. Πρέπει, ωστόσο, να γίνουν περισσότερα. Γι’αυτό, για παράδειγμα, επεξεργαζόμαστε παρεμβάσεις στην πολιτική επιδομάτων έτσι ώστε -χωρίς, φυσικά, να μειωθεί ο προϋπολογισμός- αυτά να κατευθύνονται σε αυτούς που πράγματι τα έχουν περισσότερο ανάγκη και να αντιμετωπιστούν προβλήματα κατάχρησης. Παράλληλα, η κυβέρνηση θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη στεγαστική της πολιτική, καθώς και την πολιτική της σχετικά με το δημογραφικό.

Στο Δημόσιο οφείλουμε να συγκρουστούμε με τις παθογένειες. Το έχουμε ήδη κάνει στην Ολυμπιακή, στην ΔΕΗ, στον ΕΦΚΑ. Οφείλουμε να το κάνουμε και παντού αλλού, διότι το Δημόσιο δεν δημιουργήθηκε για να ταλαιπωρεί, αλλά για να εξυπηρετεί τον πολίτη. Γι’αυτό και την τρέχουσα τετραετία εντείνουμε την προσπάθεια για ένα πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος. Φυσικα με ψηφιοποίηση. Η ψηφιοποίηση, όμως, δεν αρκεί. Γι’αυτό μεταξύ των άλλων φέραμε και τον καινούργιο νόμο για τις θυγατρικές εταιρείες του Υπερταμείου με βάση καλές πρακτικές όπως π.χ. οι αλλαγές που έγιναν στη ΔΕΗ.

Στην Υγεία όπου, λόγω και της κρίσης του κορωνοϊού, οι δαπάνες μεταξύ 2019 και 2023 αυξήθηκαν κατά 46%. Θέλουμε, όμως, να κάνουμε περισσότερα. Παραπάνω προσλήψεις, φυσικά. Αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για τον εκσυγχρονισμό των νοσοκομείων. Αλλά όχι μόνο αυτά. Χρειάζεται, επίσης, ορθολογικότερος σχεδιασμός, που προωθεί το Υπουργείο Υγείας, αλλά και σωστή αξιοποίηση των δαπανών που προωθούμε από κοινού το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργείο Οικονομικών.

Είναι, επίσης, όσα προχωρούν στη Δικαιοσύνη προκειμένου να υπάρξει επιτάχυνση της απονομής της. Όχι μόνο για να αισθάνονται οι επενδυτές ότι η ταχύτητα λήψης των αποφάσεων εκ μέρους της Δικαιοσύνης δεν υπονομεύει τις δραστηριότητές τους. Αλλά και για να αισθάνεται κάθε πολίτης ότι ζει σε ένα κράτος που οι συνεχείς αναβολές και οι ατελείωτες καθυστερήσεις στα δικαστήρια θα αντιμετωπιστούν επιτέλους με ένα τρόπο αποφασιστικό.

Αλλά και στην Παιδεία: αντιμετωπίσαμε επιτέλους, μετά από δεκαετίες, την πολιτική ανορθογραφία σε σχέση με τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Η προσπάθεια, όμως, πρέπει να συνεχιστεί: ώστε να πάρουν σάρκα και οστά και μεταρρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί και αφορούν το νηπιαγωγείο, το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο. Μεταρρυθμίσεις που δεν μπορεί να βασιστούν, παρά μόνο στην άμιλλα, την προσπάθεια, την αξιοκρατία.

Η επέτειος των πενήντα χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας αποτελεί ευκαιρία για αναστοχασμό και επανεκκίνηση. Οι προκλήσεις είναι πολλές, αλλά με συντονισμένη προσπάθεια και αποφασιστικότητα, η Ελλάδα μπορεί να γίνει ακόμη πιο ανθεκτική και να εξασφαλίσει ένα μέλλον ευημερίας για όλους τους πολίτες της. Για να το πετύχουμε, απαιτείται όραμα, σχέδιο και αποφασιστικότητα. Αλλά και συνεργασία και ενότητα των Ελλήνων στην προσπάθεια να ανεβάσουμε τη χώρα μας ακόμη πιο ψηλά!

Γ. Παναγόπουλος (ΓΣΕΕ): Απαιτείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα εγγυάται στους εργαζομένους ένα δίκαιο μερίδιο της οικονομικής προόδου, δηλαδή ένα διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας
“Η αλήθεια είναι ότι η ευημερία μας αποδείχτηκε ασθενική και κυρίως μη διατηρήσιμη, η παιδεία μας αποτελεί τη διαρκώς πάσχουσα εθνική μας προτεραιότητα, η Δημοκρατία μας αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ανθεκτική σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αλλά αρκετά εύθραυστη σε ζητήματα κράτους πρόνοιας και κράτους δικαίου”.

Με αυτές τις παραδοχές , μεταξύ άλλων, ξεκινάει το άρθρο του στο επετειακό τεύχος του περιοδικού της Βουλής για τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης που αναρτήθηκε σήμερα στον ιστότοπο του κοινοβουλίου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος.

Ο κ. Παναγόπουλος στο άρθρο του περιγράφει τεκμηριωμένα τόσο τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες των εργαζομένων και των πολιτών από την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όσο και τις ρεαλιστικές προοπτικές ευημερίας που διανοίγονται από εδώ και πέρα. Παραδέχεται ότι “δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για αποτυχία, όταν στόχους σύγκλισης τους οποίους είχαμε ως χώρα θέσει, δυστυχώς αυτά τα 50 χρόνια όχι απλώς δεν τους επιτύχαμε, αλλά οδηγηθήκαμε σε νέες αποκλίσεις. Αποτυχία επίσης αποτελεί ότι χώρες ανάλογου μεγέθους και οικονομικής συγκρότησης με τη δική μας, με τις οποίες ξεκινήσαμε μαζί, όπως και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που εισήλθαν στην ΕΕ σε μεταγενέστερο χρόνο, ήδη προηγούνται σε οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (οι οποίες υπέστησαν επίσης τη βάσανο των μνημονίων και των προγραμμάτων προσαρμογής)”.

Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι “οι σύγχρονες προκλήσεις επιτάσσουν πλέον την εκκίνηση ενός νέου πολιτικού και οικονομικού κύκλου, μιας νέας ιστορικής περιόδου δημιουργίας ρεαλιστικών προοπτικών ευημερίας, ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, της οικονομικής και πολιτικής δημοκρατίας”. Η επίτευξη όμως ενός ” ανθεκτικού και διατηρήσιμου μοντέλου ανάπτυξης προϋποθέτει να γίνει η βιώσιμη αγορά εργασίας, χωρίς αποκλεισμούς, το επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής, η οποία θα στοχεύει στην ποιότητα της εργασίας με διαρκείς παρεμβάσεις ανάπτυξης και καλλιέργειας δεξιοτήτων και συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης, με πολιτικές ένταξης στην απασχόληση, με ενθάρρυνση των ανέργων να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας και με μια ισχυρή δέσμευση στην ισότητα ευκαιριών και αμοιβών”.

Ο κ. Παναγόπουλος επισημαίνει ότι ” οι παρεμβάσεις αυτές είναι αναγκαίες προκειμένου να διαχειριστούμε τις μεγάλες προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, του αυτοματισμού, της ρομποτικής, της κλιματικής αλλαγής και των δημογραφικών εξελίξεων, οι οποίες διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο περιβάλλον υψηλής ρευστότητας, αβεβαιότητας και επισφάλειας. Το αξιακό περιεχόμενο αυτών των παρεμβάσεων προσδιορίζει, κατά την άποψη μου, το πολιτικό φορτίο ενός σύγχρονου, κοινωνικά αξιόπιστου και φερέγγυου προγράμματος οικονομικής πολιτικής. Η διαμόρφωση του νέου αυτού υποδείγματος απαιτεί επίσης πολιτική δέσμευση σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο θα δημιουργεί θεσμούς που θα εγγυώνται στους εργαζομένους ένα δίκαιο μερίδιο της οικονομικής προόδου, δηλαδή ένα διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας”.

Ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι” είναι αναγκαίος ένας νέος τρόπος άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής με άξονα την απασχόληση. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στοχεύει στη θεσμοθέτηση ενός αυτόματου σταθεροποιητή, ο οποίος θα έχει στόχο να μειώσει το κενό της ζήτησης εργασίας, και μάλιστα με τρόπο που να καταλήγει σε μετρήσιμα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα” και αποφαίνεται ότι ” όλα τα προηγούμενα θα μπορούσαν να αποτελούν το πλαίσιο μιας εθνικής, κοινωνικής και αναπτυξιακής συμφωνίας, ένα σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ όλων των δημοκρατικών δυνάμεων του πολιτικού συστήματος και των υγιών, παραγωγικών δυνάμεων όπως αυτές εκπροσωπούνται στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η συμμετοχή όλων είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε να μην ανακόπτεται η εφαρμογή αυτής της συμφωνίας, αφού δεν θα συσχετίζεται με τον περιορισμένο χρονικά εκλογικό κύκλο”

Οι εργοδοτικοί φορείς

Γιώργος Καββαθάς

Ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, Γιώργος Καββαθάς, στο άρθρο του στο Περιοδικό της Βουλής “Επι του Περιστυλίου”, εκτιμά ότι η Μεταπολίτευση “αποτελεί την πιο μακρά δημοκρατική περίοδο στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως η πιο ομαλή. Δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε την επταετή περίοδο της χούντας και την κατάπτωση που προκάλεσε σε όλα τα επίπεδα”. Επισημαίνει ότι το Σύνταγμα του 1975 δημιούργησε μια στέρεη βάση για ένα δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, που εξασφάλισε πολιτική σταθερότητα, με σεβασμό στα δικαιώματα και τις συλλογικές και πολιτικές ελευθερίες. Ωστόσο καυτηριάζει το γεγονός ότι παρά τις σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις “δεν περιορίστηκε το λεγόμενο πελατειακό κράτος που προϊόντος του χρόνου εντάθηκε οδηγώντας σε εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς”. Θεωρεί ότι η ένταξη στην ΕΟΚ και μετά στην Ε.Ε. αποτελούν κορυφαία γεγονότα και σημαντικούς σταθμούς για την οικονομική ανάπτυξη και τη θεσμική ενίσχυση της χώρας, παρέχοντας πρόσβαση σε ευρωπαϊκά κονδύλια και προγράμματα και συμπλήρωσε πως σε ένα περιβάλλον πολλαπλών και σύνθετων προκλήσεων η ενίσχυση της Δημοκρατίας και των θεσμών της παραμένει περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

Γιώργος Καρανίκας

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία υπήρξε μια εποχή ελευθερίας, δημοκρατίας και σταθερότητας, πρωτοφανούς για την ελληνική ιστορία, υποστηρίζει στο άρθρο του ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, Γιώργος Καρανίκας. “Οι Έλληνες πολίτες γνώρισαν υψηλά επίπεδα πολιτικής συμμετοχής και συλλογικής δράσης, οργανώθηκαν και διεκδίκησαν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, άνοιξαν τους ορίζοντές τους σε διεθνές επίπεδο και αντιμετώπισαν το μέλλον τους με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ελπίδα. Για το εμπόριο και τη Μμε επιχειρηματικότητα ήταν μια περίοδος αισιοδοξίας, το κλίμα στους καταναλωτές ήταν θετικό και στον μάκρο χρόνο και το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα βρέθηκε σε αύξηση”, είπε. Χαρακτηρίζει ωστόσο, ως αποτυχία το γεγονός ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν επιτεύχθηκε ένα σταθερό και κατανοητό φορολογικό σύστημα που θα επιβραβεύει τους συνεπείς φορολογουμένους και θα λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης και συμπληρώνει ότι η απουσία ενός θεσμικού πλαισίου χρηματοδότησης φέρνει τις περισσότερες επιχειρήσεις σε μία διαρκή κατάσταση έλλειψης ρευστότητας.

Γιώργος Βερνίκος

Στο άρθρο του ο γενικός γραμματέας του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιώργος Βερνίκος, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι “το 1974 συνέβησαν σημαντικές εξελίξεις, που χαρακτηρίζουν όλη την περίοδο μέχρι σήμερα. Η κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος εδραίωσε τη δημοκρατία και δημιούργησε ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο, συντονισμένο με τη διαμορφούμενη διεθνή κατάσταση, τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Παράλληλα δε σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις για μία κοινωνία πιο συμπεριληπτική και με πρωτόγνωρες εξελίξεις στο οικογενειακό δίκαιο και τα ατομικά δικαιώματα. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ έχει εξασφαλίσει περίοδο σταθερότητας και εμβάθυνσης της δημοκρατίας, ειρήνης και ασφάλειας, παρά τις όποιες δυσκολίες, αβεβαιότητες, μνημόνια και διακυμάνσεις των κύκλων της μεταπολίτευσης”, αναφέρει. Ο γγ του ΣΕΤΕ πιστεύει ότι παρά τις δυσκολίες η ελληνική κοινωνία έχει επιδείξει ικανότητα να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται και εκφράζει την αισιοδοξία του για τη νέα γενιά, που παρά τα προβλήματα, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει θα τα καταφέρει καλύτερα να διαμορφώσει το δικό της μέλλον με συνείδηση και αντοχή.

Παύλος Σατολιάς

“Παρά τις αδιαμφισβήτητες αλλαγές και την πρόοδο, η Μεταπολίτευση άφησε πίσω της και σκιές, με ανολοκλήρωτα ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη ή ακόμη και κίνδυνο για την ποιότητα της δημοκρατίας και την ανάπτυξη της χώρας στο σύγχρονο κόσμο. Ο πρωτογενής τομέας δηλαδή, η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η δασική παραγωγή με τους συνεταιρισμούς και τους παραγωγούς αποτελούν ένα χαρακτηριστικό τομέα όπου στη Μεταπολίτευση η πρόοδος που σημειώθηκε αμβλύνεται από αρνητικές πλευρές και υποχωρήσεις”, κρίνει από την πλευρά του ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών, Παύλος Σατολιάς. Πιστεύει πως οι κρίσιμες προκλήσεις για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα αφορούν: Την κατάρτιση και εκπαίδευση των αγροτών για την διευκόλυνση της καινοτομίας και των διαρθρωτικών αλλαγών στον αγροδιατροφικό τομέα. Τη σωστή διαχείριση των φυσικών πόρων του νερού και του εδάφους που αποτελούν τις παράγοντες που πλέον η ελληνική γεωργία είναι ελλειμματική, ιδίως σε αρδευτικό νερό. Την εισαγωγή και επέκταση όλων των μορφών ΑΠΕ για σταθερή μείωση του κόστους παραγωγής και θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα σε συνδυασμό με την δέσμευση CO2 που η γεωργία συμβάλει και θετικά.

Τα Επιμελητήρια

Κωνσταντίνος Κόλλιας

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα σηματοδότησε μια εποχή μεγάλων προσδοκιών και ελπίδων για τη χώρα, τονίζει μεταξύ άλλων, σε άρθρο του ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητήριου Ελλάδος, Κωνσταντίνος Κόλλιας. Ωστόσο όπως επισημαίνει, “παρά τις σημαντικές αλλαγές και τις προσπάθειες για κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις και οικονομική ανάπτυξη, υπήρξαν πολλές ευκαιρίες που χάθηκαν και άλλες τόσες που δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς”. Ο κ. Κόλλιας εκτίμα ότι βασικοί παράγοντες που εμπόδισαν να επιτευχθούν οι απαραίτητες αλλαγές “ήταν η έλλειψη συνέχειας και συνέπειας στις πολιτικές αποφάσεις. Οι συχνές αλλαγές κυβερνήσεων και η πολιτική αστάθεια δυσκόλεψαν την εφαρμογή μακροπρόθεσμων στρατηγικών. Επιπλέον, η διαφθορά και η γραφειοκρατία υπήρξαν σημαντικά εμπόδια. Παρά τις προσπάθειες για θεσμικές μεταρρυθμίσεις, η έλλειψη αποτελεσματικού ελέγχου και λογοδοσίας επέτρεψε τη συνέχιση πρακτικών, που υπονόμευαν την ανάπτυξη και την πρόοδο”. Ο πρόεδρος του ΟΕΕ θεωρεί ότι για να διατηρηθεί η οικονομία σε αναπτυξιακούς ρυθμούς θα πρέπει να αξιοποιηθούν ακόμα ταχύτερα και αποτελεσματικότερα οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, να επιταχυνθεί η μετάβαση στο νέο παραγωγικό πρότυπο και να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.

Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου

Στο άρθρο της η πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, εκτιμά ότι την περίοδο της Μεταπολίτευσης η χώρα κατάφερε να αφήσει πίσω το διχασμό και να επουλώσει τα τραύματα των ταραγμένων δεκαετιών, που είχαν προηγηθεί. Χαρακτήρισε ως μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της Μεταπολίτευσης, το ότι δεν αξιοποιήθηκε σωστά η ένταξη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και δεν προωθήθηκαν έγκαιρα μεταρρυθμίσεις “που γνωρίζαμε ότι θα απαιτηθούν, για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητά της και να αποκτήσουμε ένα παραγωγικό μοντέλο που να στηρίζεται στην παραγωγή, την εξωστρέφεια, την έρευνα και την καινοτομία”. Θεωρεί επίσης, ότι ο μόνος τρόπος για να θωρακιστεί το μέλλον της χώρας, είναι να αξιοποιηθούν σωστά τα μαθήματα και η εμπειρία των προηγούμενων δεκαετιών. “Να τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με ενοχλητικές αλήθειες για το πολιτικό μας σύστημα, τους θεσμούς, αλλά και το αξιακό σύστημα της ίδιας της κοινωνίας μας – με καθαρή ματιά, χωρίς κομματικές, συντεχνιακές ή άλλες παρωπίδες. Να αντλήσουμε έμπνευση, για να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και να χτίσουμε μια καλύτερη, ακόμη ισχυρότερη Δημοκρατία, με θεμέλιο την Παιδεία και τον Πολιτισμό”, υπογραμμίζει.

Παύλος Ραβάνης

“Ως χώρα, δεν πετύχαμε, την ισόρροπη ανάπτυξη των κλάδων της οικονομίας, με ταυτόχρονη υποστήριξη της κοινωνίας, με την παροχή αγαθών και ουσιαστικών ανταποδοτικών υπηρεσιών”, πιστεύει ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας Παύλος Ραβάνης. Όπως αναφέρει, “οι επιχειρήσεις και δη οι μικρομεσαίες παραγωγικές, δεν στηρίχθηκαν στην χρηματοδότηση και στην εξωστρέφειά τους. Ασφαλώς, τις τελευταίες δεκαετίες, συντέλεσαν αρνητικά, οι αλλεπάλληλες οικονομικές και η υγειονομική, ενεργειακή, κρίσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα, τη φτωχοποίηση του Έλληνα πολίτη, με τη δημιουργία χιλιάδων ανέργων και το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, που αντικαταστάθηκαν από άλλες, μη παραγωγικές και “ανάγκης”. Κρίνει ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν και εξακολουθούν να εφαρμόζονται, διευρύνουν τις ανισότητες και αυξάνουν τα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. “Αυξήθηκε η ενεργειακή φτώχεια και αχρηστεύθηκαν οι παραγωγικοί κλάδοι της χώρας. Η έλλειψη ρευστότητας, η υπερφορολόγηση, η υπερεισφοροδότηση, οι κατασχέσεις λογαριασμών, δημιούργησαν ένα άκρως καταστροφικό μείγμα στην παραγωγική βάση, και ειδικά στους βιοτέχνες”, αναφέρει.

Γιάννης Χατζηθεοδοσίου

“Δεν υπήρξε μέριμνα σχεδόν από καμία κυβέρνηση για τη βελτίωση της λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι έως και σήμερα ο πολίτης δεν αισθάνεται την απαιτούμενη ασφάλεια όταν συναλλάσσεται με το ελληνικό Δημόσιο ενώ ταλαιπωρούμαστε από μία εξοντωτική γραφειοκρατία που πιθανόν να μην έχει παταχθεί στο βαθμό που θα θέλαμε για συντεχνιακούς λόγους”, υπογραμμίζει στο άρθρο του ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου. Πιστεύει ότι απαιτείται ένας ουσιαστικός διάλογος προκειμένου να υλοποιηθεί συντεταγμένα η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, δίνοντας έμφαση στα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία. “Λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και τις ρεαλιστικές δυνατότητες της, εκτιμώ ότι η Πολιτεία πρέπει να στραφεί στις αναπτυξιακές προοπτικές που μπορεί να δώσει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις είναι ελάχιστες στην Ελλάδα και δεν μπορούμε να στηριχθούμε αποκλειστικά πάνω τους για την πολυπόθητη νέα πορεία”, αναφέρει.

Γιώργος Στασινός

Ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Γιώργος Στασινός, χαρακτήρισε την μεταπολίτευση ως την απαρχή μιας νέας εποχής για τους μηχανικούς, καθώς την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε “η σύγχρονη Ελλάδα, με επενδύσεις σε σημαντικά έργα υποδομών και σημαντική οικιστική και γενικότερα οικοδομική ανάπτυξη”. Ο πρόεδρος του ΤΕΕ εκτιμά ότι οι πιο σημαντικές προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ελληνική Πολιτεία και Κοινωνία τις επόμενες δεκαετίες είναι οι φυσικές καταστροφές, η κλιματική αλλαγή, η αειφόρος ανάπτυξη, ο ψηφιακός και πράσινος μετασχηματισμός. “Η γιορτή μισού αιώνα αδιάκοπης δημοκρατίας στην Πατρίδα αποτελεί ευκαιρία να αναλογιστούμε την πορεία μας, ατενίζοντας το μέλλον. Αποτελεί οδηγό για να αποκτήσουμε μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και πίστη στις δυνάμεις μας, ώστε να προχωρήσουμε σε τομές και αλλαγές που χρειάζεται η Πατρίδα. Για να συμβάλουμε ο καθένας από την πλευρά του και να χτίσουμε μια πιο πράσινη, πιο σύγχρονη, πιο πλούσια και ισχυρή Ελλάδα, που θα είναι πρωταγωνιστής των εξελίξεων”, καταλήγει ο κ. Στασινός.

Tags
Back to top button