H αντιστασιακή δράση των κατοίκων της Κοκκινιάς (σημερινή Νίκαια Αττικής) μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ, προκάλεσε την οργή των γερμανών κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, που με επανειλημμένες επιθέσεις στην περιοχή προσπάθησαν να την εξουδετερώσουν.
Η επιχείρηση είχε προπαρασκευαστεί με λεπτομέρειες και το μυστικό είχε διαφυλαχτεί καλά. Πήραν μέρος γύρω στους 2.500 άνδρες - Γερμανοί, μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας και το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων υπό τον περιβόητο αστυνομικό διευθυντή Νίκο Μπουραντά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση είχε ο αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας, συνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.
Η ισχυρή αυτή δύναμη, που ήταν οπλισμένη με βαριά πολυβόλα, όλμους και ελαφρά άρματα, έφθασε στην Κοκκινιά τα ξημερώματα της Παρασκευής 17 Αυγούστου. Αμέσως κύκλωσε την περιοχή και στη συνέχεια διέταξε να συγκεντρωθεί όλος ο ανδρικός πληθυσμός, ηλικίας από 14 ως 60 ετών, στην πλατεία της Οσίας Ξένης (σημερινή Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944).
Γύρω στις 9 το πρωί, η πλατεία είναι γεμάτη από κόσμο. Οι Γερμανοί δίνουν εντολή στους συγκεντρωμένους να γονατίσουν. Αμέσως, αρχίζουν να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, έλληνες προδότες, που φορούν κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται και υποδεικνύουν στους Γερμανούς τους αγωνιστές και τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ. Όσους συλλαμβάνουν, τους σέρνουν σ’ ένα γειτονικό οικόπεδο και στα υπόγεια διπλανών σπιτιών και τους βασανίζουν φριχτά.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 76 στελέχη του ΕΑΜ εκτελούνται, όπως και 46 πατριώτες στη συνοικία «Αρμένικα». 30 ακόμη Κοκκινιώτες σκοτώνονται σε μεμονωμένα επεισόδια, ενώ 4 άλλοι καίγονται από την πυρπόληση τουλάχιστον 100 σπιτιών από τους επιδρομείς. Συνολικά, τα θύματα του «Μπλόκου της Κοκκινιάς» ανέρχονται σε 315. Την ίδια ώρα, γύρω στους 6.000 άνδρες οδηγούνται με ισχυρή συνοδεία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ύστερα από λίγες μέρες θα μεταφερθούν σε γερμανικά στρατόπεδα περίπου 1.200, αρκετοί από τους οποίους θα εκτελεστούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες.