Φώτης Κόντογλου, Κλέφτες και Αρματολοί, 1948
Του Δημήτρη Τσιάμαλου από το νέο Λόγιο Ερμή (τ. 3)
Εισαγωγή
Πρόκειται για ένα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο που χωρίς αμφιβολία διαπλέκεται άρρηκτα όχι μόνο με το κοινοτικό σύστημα των ορεινών περιοχών της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και με το πνεύμα αυτονομίας που καλλιεργήθηκε σ’ αυτές τις περιοχές.
Η προέλευση του συστήματος, επειδή χάνεται στην αχλή που δημιουργεί η απουσία επαρκών ιστορικών στοιχείων στο αρχικό/πρώιμο τουλάχιστον στάδιο, δημιούργησε επιστημονική διχογνωμία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο θεσμός των αρματολών είναι γνωστός στο Βυζάντιο1 και κάποιοι άλλοι ότι ο θεσμός αυτός εγκαινιάζεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας2. Όπως και να έχει όμως το θέμα, ένα είναι βέβαιο: ότι ο αρματολισμός, όπως τον γνωρίζουμε, με τα τοπικά και στρατιωτικά χαρακτηριστικά του, γεννήθηκε στην τουρκοκρατία και μάλιστα τον πρώτο χρόνο (1421) της βασιλείας του Μουράτ του Β΄3.
Με τον όρο αρματολός εννοούμε τον ένοπλο ανυπότακτο ραγιά που εξαναγκάζει δια της βίας την οθωμανική εξουσία να τον διορίσει έμμισθο επιτηρητή μιας περιοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Με άλλα λόγια, μέσα στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του αρματολού είναι η φύλαξη των δερβενίων (διόδων) και η προστασία των κοινοτήτων (αρματολικιού) από τις επιδρομές των κλεφτών.
Πάντως, είναι γεγονός ότι οι Τούρκοι εντάσσοντας τους Αρματολούς στο στρατιωτικό σύστημα εξουσίας με την ανάθεση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας μιας περιοχής, πετύχαιναν αφενός να εκτονώνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις, που δημιουργούνταν σε τοπικό-κοινοτικό επίπεδο από την ανεξέλεγκτη έως τότε δράση των ένοπλων ομάδων, και αφετέρου να διαχειρίζονται με τον καλύτερο τρόπο, έστω και προσωρινά, την ένοπλη βία, που ήταν εν δυνάμει μεγάλη απειλή για το πολιτικοκοινωνικό τους σύστημα, το οποίο διαμόρφωσαν με την κατάκτηση.
Το αρματολικό σύστημα της Ρούμελης, διαρθρωμένο και συγκροτημένο στη βάση αιματικών, πνευματικών ή πλασματικών δεσμών συγγένειας, προσπαθεί να επιβιώσει και να αναπαραχθεί τοπικά και περιφερειακά. Η ένταξη δηλαδή των αρματολών σε αρματολικά και συγγενικά δίκτυα ήταν πάνω απ’ όλα ζήτημα επιβίωσης και στρατηγική κοινωνικής και πολιτικής ισχύος. Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να επιβιώσει τοπικά μια αρματολική ομάδα (οικογένεια) και να διαιωνίσει την εξουσία της, αν δεν εντασσόταν και δεν συμμετείχε στα ανταγωνιστικής ταυτότητας αρματολικά-συγγενικά δίκτυα.
Στον χώρο της Ρούμελης, με την πλούσια αρματολική ιστορία, μπορούμε να ανιχνεύσουμε αρκετά καλά τη λειτουργία του αρματολικού συστήματος και τις «σταθερές» του τόσο κατά την προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Είναι γεγονός ότι η περίοδος του Αλή πασά (προεπαναστατικά) δοκίμασε σκληρά όχι μόνο τις αντοχές του παραδοσιακού αρματολικού συστήματος με τα οριζόντια και τα κάθετα δίκτυα επικοινωνίας, αλλά και το ίδιο το αξιακό και κοινωνικό σύστημα που διείπε τις σχέσεις κλεφταρματολών και ραγιάδων. Ανάλογη κρίση περνά το αρματολικό σύστημα στη Ρούμελη και την περίοδο του Μαυροκορδάτου κατά την Επανάσταση του 1821. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στην προσπάθειά του να μεταθέσει τα κοινωνικοπολιτικά κέντρα εξουσίας από το φεουδαρχικό πλαίσιο της Οθωμανοκρατίας4 στο υπό διαμόρφωση νέο κρατικό μόρφωμα, αποδιοργάνωσε το αρματολικό σύστημα της Δυτικής Ελλάδας, πλήττοντας τόσο τα αρματολικά συστήματα σχέσεων5 (συγγένειες, συμμαχικά αρματολικά δίκτυα) όσο και τις αμφίδρομες σχέσεις αρματολών-κατακτητικής εξουσίας στο επίπεδο της παραδοσιακής αρματολικής πολιτικής των τοπικών και περιφερειακών ισορροπιών, όπως είναι τα καπάκια, τα προσκυνήματα και οι ανοίκειες φιλίες.
Η συμμετοχή των αρματολών της Ρούμελης, και όχι μόνο, σε όλες σχεδόν τις πολεμικές εμπλοκές των Χριστιανικών Δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει μια παράμετρο, που η σύγχρονη αναθεωρητική ιστοριογραφία δείχνει να ξεχνά ή να παραγνωρίζει: αυτή της εθελούσιας μεταπτώσεως του αρματολού στην ιδιότητα του κλέφτη. Κι αυτή η μετάπτωση γινόταν όχι γιατί η οθωμανική εξουσία τον ανάγκαζε να αφήσει τις οικονομικές απολαβές και τα προνόμιά του –που με τόσο κόπο και αγώνα εξασφάλιζε–, αλλά διότι «εκαπνίζετο από το αίσθημα της ελευθερίας». Κι αυτό «το αίσθημα της ελευθερίας» δεν το συναντάμε στους κλεφταρματολούς μόνο κατά το 18ο αιώνα, αλλά διαπερνά όλους τους προγενέστερους αιώνες της δουλείας και ερμηνεύει όλα τα κινήματα των ραγιάδων. Συνεπώς, υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «εθνική συνείδηση» στους κλεφταρματολούς και γενικότερα στους υπόδουλους ραγιάδες σε μια εποχή, δηλαδή, που η εθνο-συνειδησία ήταν ανύπαρκτη, έτσι όπως την διακήρυξε με την «Αρχή των εθνοτήτων» ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια του άρθρου μας.
Ο προεπαναστατικός αρματολισμός
Ο αρματολισμός της Ρούμελης κατά την μακρά προεπαναστατική περίοδο, αφού περάσει διάφορες φάσεις αυτοπροσδιορισμού σε σχέση πάντα με την αντίμαχη προεστική και κατακτητική εξουσία, θα εδραιωθεί σταδιακά, κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα και θα λάβει τα οικονομικά και κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε. Θα αποκτήσει με άλλα λόγια ηγετικά χαρακτηριστικά και ταυτότητα κοινωνικής πρωταρχίας στην αντιπαράθεσή του κυρίως με την προυχοντική τάξη. Τότε είναι που αναδεικνύονται και τα λεγόμενα ουτζάκια6, δηλαδή ορισμένες αρματολικές οικογένειες, οι οποίες δημιουργούν το φαινόμενο της αρματολικής κάστας, καθώς κανείς ξένος δεν μπορεί να μπει στο χώρο και να διεκδικήσει καπετανία. Αυτές οι ονομαστές αρματολικές οικογένειες θα παίξουν στη συνέχεια πρωτεύοντα ρόλο στα ιστορικά γεγονότα του τόπου. Οι αρματολικές οικογένειες7 των Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο, Ράγκου στον πάνω Βάλτο, Σταθά και αργότερα του Καραΐσκου ή Ίσκου στον κάτω Βάλτο, Γρίβα στη Βόνιτσα, Μπουκουβάλα στα Άγραφα, Συκά ή Βλαχόπουλου στο Καρπενήσι, Κοντογιάννη στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και Στορνάρη στον Ασπροπόταμο είναι αυτές που στο πλαίσιο του αρματολικού ανταγωνισμού και της εμπέδωσης της κυριαρχίας τους στην περιοχή συστήνουν αρματολικά-συγγενικά δίκτυα.
Οι οικογενειακά κατευθυνόμενες πολιτικές επιγαμικής συνένωσης ίσων ή σχεδόν ίσων κοινωνικο-οικονομικά ατόμων στον αρματολικό χώρο οδηγούν όχι μόνο στη δημιουργία οριζόντιων8 δικτύων επικοινωνίας (αρματολικές συμμαχίες), για να «βαστάξουν ταις κυριαρχίαις των από κάθε προσβολήν εναντίον αυτών»9, αλλά και στη διεύρυνση των ορίων των αρματολικιών τους, που οδηγεί τελικά στην εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση της ίδιας της οθωμανικής εξουσίας. Το παράδειγμα των αρματολικών οικογενειών Γιαννάκη Ράγκου, Μήτσου Κοντογιάννη και Νικολού Στορνάρη είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας και λογικής που συνέχει και χαρακτηρίζει τον αρματολικό κόσμο της εποχής:
Ο Ράγκος ανταμώθη με τον Μήτζιον Κοντογιάννη […] ωμίλησαν και περί συνοικεσίου, να δώση ο Μήτζιος την θυγατέρα του εις έναν των αδελφών του Ράγκου. Μάλιστα, είπεν εις τον Μήτζιον ότι διαπραγματεύεται και με τον Στορνάρην να λάβη μίαν θυγατέραν του εις τον έναν αδελφόν του.
Ο σκοπός των συνοικεσίων τούτων απέβλεπεν εις το να σχηματίση έναν δεσμόν συγγενικόν από Πατρατζίκι έως εις τα Χάσια και ούτω να βαστάξουν ταις κυριαρχίαις των από κάθε προσβολήν εναντίον αυτών10.
Ο αρματολικός χώρος που εκτείνεται από το Πατρατζίκι (Υπάτη) και φτάνει μέχρι τα Χάσια είναι πράγματι ένας τεράστιος χώρος για την αρματολική δραστηριότητα των τοπικών ενόπλων και συμβάλλει, εκτός των άλλων, χωρίς αμφιβολία σε μια λογική αυτονόμησης του αρματολικού φαινομένου έναντι της συγκεντρωτικής οθωμανικής εξουσίας. Κι αυτή η αρματολική τάση για αυτονόμηση και διεύρυνση των αρματολικών ορίων συμβαίνει κυρίως τον 18ο αιώνα, καθώς η κατακτητική εξουσία περνά μια αύξουσα και μη αναστρέψιμη δομική κρίση. Τότε, παρατηρούνται και τοπικά αυτονομιστικά κινήματα στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, που δεν στηρίζονται στην πολιτική των επιγαμικών συνενώσεων επιφανών αρματολικών οικογενειών, αλλά στην επιθετική πολιτική που έχει τη μορφή «ακατάπαυστων» πολεμικών συγκρούσεων με τον κατακτητή. Η περίπτωση του Πάνου Ζήδρου, ο οποίος στις αρχές του 18ου αιώνα «δι’ ακαταπαύστων πολέμων εξέτεινε την γραμμήν και τα όρια του προγονικού αρματωλικίου» και «ανεκηρύχθη δε δια Σουλτανικού φιρμανίου Έξαρχος Θεσσαλίας και Μακεδονίας11» είναι ενδεικτική του γεγονότος.
Η συγκρότηση αρματολικών συγγενικών δικτύων είναι όρος απαράβατος για την επιβίωση και αναπαραγωγή του αρματολικού συστήματος στο πλαίσιο της οθωμανοκρατίας. Πολιτική των αρματολικών οικογενειών είναι να συγκροτούν αρματολικά-συγγενικά δίκτυα με τα όμορα αρματολίκια και όχι μόνο. Οι Στορναραίοι του Ασπροποτάμου, για παράδειγμα, ανέπτυξαν επιγαμικές συγγένειες με τα τέσσερα γειτονικά τους αρματολίκια, με αποτέλεσμα «αι τέσσαρες αυταίς συμπεθεριαίς έδεναν τους Στορναραίους συγγενικώς με το Ραδοβύζι, με τα Τζιομέρκα, με τον Κλινοβόν και με τα Χάσια12». Το ίδιο συμβαίνει και με τις αρματολικές οικογένειες των Μπουκουβαλαίων στα Άγραφα, των Ίσκων στο Βάλτο, των Κοντογιανναίων στο Πατρατζίκι, των Γριβαίων στη Βόνιτσα, των Μπακολαίων στο Ραδοβίτσι κ.λπ.
Είναι φυσικό και λογικό, βέβαια, ότι οι μεγάλες αρματολικές οικογένειες συγκροτούν και μεγάλα αρματολικά-συγγενικά δίκτυα, καθώς η έκταση των εν λόγω δικτύων είναι ευθέως ανάλογη με τον αιματο-συγγενικό αριθμό που διαθέτουν οι οικογένειες. Για παράδειγμα, η οικογένεια των Στορναραίων στον Ασπροπόταμο αριθμεί πλέον των 120 μελών και συμβάλλουν τα μέλη της με την αγχιστεία και τις άλλες μορφές πνευματικής συγγένειας στη διεύρυνση των συμμαχιών με απώτερο στόχο την εμπέδωση της αρματολικής τους κυριαρχίας στην περιοχή δράσης τους σε βάθος χρόνου.
Κι ενώ η συγκρότηση αρματολικο-συγγενικών δικτύων είναι όρος απαράβατος για την επιβίωση και αναπαραγωγή του αρματολικού συστήματος στο πλαίσιο της Οθωμανοκρατίας, η παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, από αυτή τη σταθερά, οδηγεί όποια αρματολική οικογένεια το επιχειρήσει στην κρίση και στον αφανισμό της. Η αρματολική οικογένεια των Συκάδων, που αργότερα ονομάστηκαν Βλαχόπουλοι, είναι η εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα που διέπει το αρματολικό σύστημα και συμβάλλει στη διατήρηση και αναπαραγωγή του, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα «αρνούνται» να συγκροτήσουν αρματολικά-συγγενικά δίκτυα με τις όμορες αρματολικές οικογένειες των Μπουκουβαλαίων στα Άγραφα και των Ίσκων στο Βάλτο στηριζόμενοι στη «δύναμη της φυλής».
Η αρματολική οικογένεια των Συκάδων προερχόταν από τους «Σκηνίτες Βλαχοποιμένες» και στηριζόταν μόνο στη δύναμη που τους παρείχε η φυλή τους και η φυσική οχύρωση του αρματολικιού τους13. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη θεωρούν απαραίτητη τη σύναψη συγγενικών δεσμών με τις γειτονικές αρματολικές οικογένειες του Βάλτου και των Αγράφων «ώστε αμοιβαίως να υποστηρίζονται14». Έτσι, χωρίς το βάρος συγγενικών δεσμεύσεων, οι όμορες αρματολικές οικογένειες του Βάλτου και των Αγράφων επιδίδονταν στον αρματολικό ανταγωνισμό χρησιμοποιώντας κυρίως εντοπίους ενόπλους ως αποσταθεροποιητές του αρματολικού συστήματος των Συκάδων15. Την τεταμένη και άκρως ανταγωνιστική αυτή κατάσταση ήρθε να επιτείνει ακόμα περισσότερο η άνοδος του Αλή πασά στο πασαλίκι των Ιωαννίνων. Ο Γιώργος Συκάς (Βλαχόπουλος), φοβούμενος τα χειρότερα, ήταν αυτός τελικά που έβγαλε την οικογένεια από τον ηθελημένα μακρόχρονο φυλετικό αποκλεισμό που της επέβαλαν οι πρόγονοί του, αναπτύσσοντας συγγενικά-αρματολικά δίκτυα με τις όμορες αρματολικές οικογένειες. Και για να συνδέσει τα συμφέροντα της αρματολικής του οικογένειας και με εντοπίους, «υπάνδρευσεν την θυγατέραν του με τον Γεώργιον Γιολδάσην16».
Η ως άνω παραδειγματική εκδοχή των Συκάδων μπορεί να μας οδηγήσει στην ισχύ της υπόθεσης ότι μια αρματολική οικογένεια χωρίς συγγενικά ερείσματα στις αντίστοιχες αρματολικές οικογένειες των γειτονικών περιοχών καθίσταται έρμαιο των προκλήσεων, που λαμβάνουν χώρα σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, τόσο από τους τοπικούς διεκδικητές της εξουσίας όσο και από τις όμορες προς αυτήν αρματολικές ομάδες.
Ο ρόλος του Αλή πασά
Η άνοδος του Αλή πασά στην εξουσία του πασαλικιού των Ιωαννίνων δοκιμάζει όχι μόνο τις αντοχές του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, αλλά και ολόκληρο το αξιακό και κοινωνικό σύστημα που διέπει τις σχέσεις των Κλεφταρματολών και των ραγιάδων. Η καθυπόταξη του μέχρι τότε αυτόνομου αρματολικού συστήματος και η διαμόρφωση ενός νέου κώδικα αρματολικής συμπεριφοράς, που ουσιαστικά διεμβόλιζε το για αιώνες συνεκτικό και αυτοπροσδιοριστικό συγγενικό-αρματολικό δίκτυο με τις αιματο-συγγενικές και πνευματικές σχέσεις συγγένειας, συνδεόταν άμεσα με τις προσωπικές επιδιώξεις του Αλή πασά και τους κρυφούς σχεδιασμούς του. Κι ενώ μέχρι τότε το αρματολικο-συγγενικό δίκτυο αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα διεκδίκησης και κατοχής του αρματολικού αξιώματος, τώρα η προαγωγή στόχων και η επίτευξη σκοπών συνδέεται άμεσα με την εύνοια του Αλή πασά. Γι’ αυτό, κατά την περίοδο της εξουσίας του η προδοσία και η «απιστιά» ανάμεσα σε συγγενείς για την απόκτηση και διατήρηση του αρματολικού αξιώματος τείνει να γίνει από παρέκκλιση κοινωνικής συμπεριφοράς σχεδόν κανόνας διαπροσωπικών σχέσεων. Τα κλέφτικα τραγούδια αυτής της περιόδου αποτυπώνουν εναργέστατα το ούτως ή άλλως εντυπωσιακό γεγονός της κρίσης των διαπροσωπικών και συγγενικών σχέσεων:
Σήκ’ Αντώνη να φύγωμε, πάμε κάτω στο Βάλτο.
Μας πρόδωσαν οι φίλοι μας, οι αδερφοποιητοί μας17
ή
Δεν σ’ τώπα Κώστα μια βολά, δεν σ’ τώπα Κώστα δύο,
Τι χάλευες, τι γύρευες αυτού ςτα Βλαχοχώρια;
-Επήγα κ’ επολέμησα με τους Κοντογιανναίους,
Και μ’ έφαγαν με απιστιά, με φάγανε με μπέσα18
ή
Τον Κωνσταντέλο βάρεσαν Σπαθιά και Θανασούλα
Κι’ ο Θανασούλας χούγιαξε κι’ ο Κωνσταντέλος λέει:
-Το που ‘σαι Ντουλαβέρη μου και πρώτο παλληκάρι,
Πώχω δυο λόγια να σου ειπώ τρία να σου ‘μιλήσω
Φίλο μην αναμπιστευθής, φίλο μη βάλης μπέσα,
Ο φίλος φίδι γένεται κι’ αστρίτης και σε τρώει19.
Με την οργανωμένη διαμεσολάβηση του Αλή πασά, οι συγγενικές σχέσεις και τα αρματολικά δίκτυα δοκιμάζονται και κλονίζονται. Μπροστά σ’ αυτήν την απειλή, μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, το αρματολικό σύστημα αντιδρά συσπειρωμένο και διαφυλάσσει για ένα διάστημα με κάθε τρόπο την καθεστηκυία αρματολική τάξη20. Η γενικευμένη, όμως, και με όλα τα μέσα21 καταδρομή των αρματολών από τον Αλή πασά οδήγησε το παλιό, παραδοσιακό αρματολικό σύστημα σε κατάρρευση. Τη θέση του αυτόνομου και αυθύπαρκτου αρματολισμού πήρε τώρα ένας νέος τύπος αρματολισμού, όπου ο αρματολός δεν αναλαμβάνει πλέον το αρματολίκι λόγω της ικανότητάς του και της πολεμικής του ισχύος, αλλά κυρίως λόγω δημοσίων σχέσεων και αληπασαδικής ευνοιοκρατίας22. Έτσι, ο αρματολός εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από την κατακτητική εξουσία και, εν προκειμένω για τον πασά των Ιωαννίνων, ο Αλή είναι αυτός που καθορίζει την τύχη του αρματολού, την ύπαρξή του ή την ανυπαρξία του. Ανάλογος είναι ο ρόλος του και για την τάξη των προυχόντων. Με άλλα λόγια ο Αλή πασάς καθορίζει πλέον τις εξουσιαστικές σχέσεις και των δύο κυρίαρχων χριστιανικών τάξεων. Αυτός ενισχύει τους διορισμένους αρματολούς23 και αποδυναμώνει τους ισχυρούς προύχοντες24. Η εξομολόγηση του αρματολού Ασπροποτάμου, Νικολού Στορνάρη, είναι αποκαλυπτική και των προθέσεων και των πράξεων του Αλή πασά αναφορικά με το θέμα που εξετάζουμε:
Κερδίζων ημέραν παρ’ ημέραν την εύνοιάν του, με επιφόρτισεν να συνάζω και τα δικαιώματά του. Τούτο ήτον έργον των Προεστών, πλην δεν εδυνάμην να το αποφύγω.
Τα δίκαια των Προεστών τα καταπάτησα, κατέχων εκ τούτου πολιτικήν, αλλά και πολεμικήν θέσιν. Όλοι λοιπόν οι Προεστοί εσυμφώνησαν κατ’ εμού και άρχισαν να με διαβάνουν εις τον Βεληπασιάν, ότι καταχρώμαι τα εισοδήματα του πατρός του, ότι φέρω δυσκολίας εις τας προσταγάς του, και άλλα.25
Αν και στα χρόνια του Αλή πασά το αρματολικό σύστημα είναι απόλυτα εξαρτημένο και καθόλα υποταγμένο, εν τούτοις ανιχνεύονται και στο νέο περιβάλλον στρατηγικές σύγκρουσης εκ μέρους των κλεφτών με την κατακτητική εξουσία, που αποβλέπουν στην δια της βίας ανάθεση κάποιου αρματολικιού. Η περίπτωση του Σκαλτσοδήμου26 δεν αναιρεί τον κανόνα του εξαρτημένου αρματολισμού, καθώς η υποχώρηση του Αλή πασά μπροστά στη δυναμική απαίτηση του αρματολικού αξιώματος είναι προσωρινή, μέχρι οι πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες τον κάνουν πάλι κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού.
Οι αλλαγές που παρατηρούνται στο χώρο του αρματολισμού κατά την περίοδο του Αλή πασά και με την ευθύνη του Αλή πασά διευκολύνονται χωρίς αμφιβολία κι από τις τεράστιες μεταβολές που επέρχονται στο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον του ελληνικού χώρου. Μεταβολές που δεν είναι άσχετες αφενός με τη διεθνή πολιτική κατάσταση και αφετέρου με τις διαρθρωτικές αλλαγές που επιχειρούνται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αστική τάξη27 που δημιουργείται στον ελλαδικό χώρο, κατά βάση μεταπρατικής και εμπορευματικής υφής, στηρίζει κατά πως φαίνεται τις ρήξεις που δρομολογεί ο Αλή πασάς προς τις κατεστημένες δομές της οθωμανικής κοινωνίας και οικονομίας, καθώς πιστεύει πως είναι προς το συμφέρον της. Ανάλογη στάση φαίνεται να κρατά και ο καταπιεσμένος και οικονομικά εξουθενωμένος ραγιάς, αν δεχθούμε ότι το δημοτικό τραγούδι της εποχής (1822), που ακολουθεί, αποτυπώνει διαθέσεις, σκέψεις και συναισθήματα:
Αρβανίταις παινεμένοι
Πούν’ Αλή πασάς, καϋμένοι;
Πούταν απ’ το Τεπελένι
Κι’ άλλος τέτοιος δε τα γένη.
Όλου του ντουνιά λιτάρι,
Της Αρβανιτιάς καμάρι
Και της Ρούμελης νταϊάκι.28
Η όποια κοινωνική εξέλιξη καταγράφηκε την περίοδο του Αλή πασά στον ελλαδικό χώρο ως αποτέλεσμα των οικονομικο-κοινωνικών αναγκών και της ανάπτυξης της ελληνικής αστικής τάξης διακόπηκε βίαια με τη σύγκρουση Αλή πασά – σουλτανικών δυνάμεων και την επακολουθήσασα ελληνική επανάσταση. Ο εξαρτημένος αρματολισμός στην κρίσιμη αντιπαράθεση του Αλή πασά με την Πύλη θα σταθεί κοντά του. Αρματολοί, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Ιωάννης Ρούκης, οι Γριβαίοι και άλλοι θα αντιμετωπίσουν με τους οπαδούς του Αλή τις σουλτανικές δυνάμεις στην πρώτη φάση της επίθεσης. Και όταν η τύχη του τυράννου έχει προδιαγραφεί, μπαίνουν πρώτοι στην Επανάσταση ταυτίζοντας το μέλλον τους με το μέλλον του Αγώνα.
Ο αρματολισμός στην Επανάσταση του 1821 και ο ρόλος του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου
Οι διαμορφωμένοι προεπαναστατικά στη Ρούμελη συσχετισμοί ένοπλης δύναμης ανατρέπονται άρδην κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 για δυο κυρίως λόγους: Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Δυτική Ρούμελη αλλά και ευρύτερα η περιοχή της Ρούμελης γίνεται στην Επανάσταση πεδίο πολλών πολεμικών επιχειρήσεων και ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την παρουσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο συγκεκριμένο χώρο και τη συγκρότηση απ’ αυτόν επαναστατικού φορέα εξουσίας. Και οι δυο πιο πάνω παράγοντες επιδρούν καταλυτικά στα υφιστάμενα αρματολικά-συγγενικά δίκτυα της περιοχής και ανατρέπουν την οπλική ισορροπία που διαμορφώθηκε προεπαναστατικά στην περιοχή.
Όπως επί της εποχής του Αλή πασά έτσι και τώρα το αρματολικό σύστημα στην περιοχή δοκιμάζεται. Δοκιμάζονται συγκεκριμένα οι συγγενικοί δεσμοί στο πλαίσιο συμμαχικών υποχρεώσεων και οι αρματολικές πολιτικές τοπικών και περιφερειακών ισορροπιών. Δοκιμάζεται ακόμα η δυνατότητα προσαρμογής των αρματολών στα νέα δεδομένα της περιοχής, καθώς προβάλλει ανταγωνιστικά η ελληνική επαναστατική διοίκηση και τα νέα κέντρα εξουσίας.
Στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών, αυτής της αρματολικής κρίσης, είναι, όπως προείπαμε, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος29. Θέλοντας ο Μαυροκορδάτος να κυριαρχήσει πολιτικο-στρατιωτικά στη Δυτική Ελλάδα, στοχεύει καίρια στη διάλυση των αρματολικο-συγγενικών δικτύων όσων αρματολών αντιτίθενται στο πρόσωπό του, αφού προηγουμένως έχει προσεταιρισθεί ένα σημαντικό μέρος του αρματολικού κόσμου30. Οι αντίπαλοί του αρματολοί31 αντιμετωπίζονται από τον ίδιο και την ομάδα του ανταγωνιστικά και δυναμικά στο περιθώριο των επαναστατικών δραστηριοτήτων ή κατά τη διάρκειά τους, περίπου ως εσωτερικοί εχθροί. Η αποδυνάμωση του αντίπαλου αρματολού από τα συγγενικά του ερείσματα σήμαινε ταυτόχρονα αποδυνάμωση στρατιωτική και πολιτική, καθώς έχουμε αναφέρει ότι τα συγγενικά δίκτυα ήταν η βάση των αρματολικών δικτύων. Όταν ο Μαυροκορδάτος γράφει από το Ανατολικό στο Γιαννάκη Ράγκο ότι «η συγγένεια των Μπουκουβαλαίων με τον Καραϊσκάκη δεν υπάρχει πλέον και ο Καραϊσκάκης κατατρέχεται και δεν γνωρίζεται πλέον από την πατρίδα»32 αυτό ακριβώς εννοεί: τη στρατιωτική και πολιτική αποδυνάμωση του Καραϊσκάκη, επειδή οι συγγενείς του Μπουκουβαλαίοι των Αγράφων πέρασαν στη σφαίρα επιρροής του Μαυροκορδάτου.
Ανάλογα πλήγματα δέχτηκαν από τον Μαυροκορδάτο και τα άλλα αντίπαλα συγγενικά-αρματολικά δίκτυα και κυρίως τα δυο ισχυρότερα της Δυτικής Ελλάδας: του Γεωργάκη Ν. Βαρνακιώτη και του Ανδρέα Ίσκου. Το συγγενικό-αρματολικό δίκτυο του Βαρνακιώτη θα αποδυναμωθεί καίρια με την αποχώρηση του γαμπρού του, Αναγνώστη Καραγιάννη, κοτζάμπαση του Βάλτου, ο οποίος θα υπηρετήσει με αυταπάρνηση τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το ίδιο θα συμβεί και με τους Μπουκουβαλαίους, οι οποίοι θα περάσουν στο στρατόπεδο του Μαυροκορδάτου.
Μεγάλο πλήγμα θα δεχθεί επίσης και το συγγενικό-αρματολικό δίκτυο του Ανδρέα Ίσκου, καθώς άλλα σημαντικά μέλη του δικτύου θα προσχωρήσουν στη φατρία Μαυροκορδάτου, όπως: ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, οι Μποτσαραίοι, οι Κοντογιανναίοι, οι Μπουκουβαλαίοι, και άλλα θα απομονωθούν επαναστατικά, όπως ο Γώγος Μπακόλας, ο Γεωργάκης Ν. Βαρνακιώτης και ως τα μισά της Επανάστασης, ο Καραϊσκάκης.
Άμεση εμπλοκή τις περισσότερες φορές έχει ο Μαυροκορδάτος και στην αναζωπύρωση των παλιών αρματολικών παθών και ερίδων στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας. Κι αυτό, επίσης, γίνεται στη λογική αποδυνάμωσης των αντίπαλων αρματολικών δικτύων και στην περιθωριοποίηση των ανυπότακτων αρματολών. Όταν, για παράδειγμα, διορίζει τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο αρχηγό των όπλων στην επαρχία Βλοχού, περιοχή την οποία διεκδικεί και ο Γιαννάκης Στάικος, δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό επικράτησης ενός αρματολού έναντι κάποιου άλλου στον αγώνα του τοπικού ανταγωνισμού. Πρόκειται σίγουρα για μεθοδευμένη επιλογή συγκεκριμένου προσώπου, στενού συνεργάτη του και εκ των στυλοβατών της ομάδας πολιτικής υποστήριξής του.
Το ίδιο συμβαίνει και στα Άγραφα, που διεκδικούν ο Γιαννάκης Ράγκος και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Διορίζοντας ο Μαυροκορδάτος τον Ράγκο, περιθωριοποιεί τον Καραϊσκάκη και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτή του η απόφαση για το μέλλον του Αγώνα και τους κατοίκους της περιοχής. Η σύγκρουση Ράγκου – Καραϊσκάκη για το αρματολίκι των Αγράφων33 είναι η μεγαλύτερη αρματολική σύγκρουση στην επαναστατημένη περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, καθώς σ’ αυτή συμμετέχουν οι αντίπαλες φατρίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Δυτικής Ελλάδας (μαυροκορδατική και αντιμαυροκορδατική), η ελληνική Κεντρική Διοίκηση, που εδρεύει στην Πελοπόννησο, ο επίσημος οθωμανικός παράγοντας και οι κάτοικοι της περιοχής των Αγράφων, που, άλλοτε ενεργητικά και άλλοτε παθητικά, βιώνουν όλα τα στάδια της μεγάλης αρματολικής σύγκρουσης.
Εμπλοκή του Μαυροκορδάτου έχουμε και στην αρματολική σύγκρουση Γεωργίου Τσόγκα-Θοδωράκη Γρίβα για την εξουσία του Ξηρομέρου. Ο Τσόγκας, που ανήκει στην ομάδα Μαυροκορδάτου και υποστηρίζεται έμπρακτα στην πιο πάνω διαμάχη από τα μέλη της, κατορθώνει να επικρατήσει του Γρίβα και με τη βοήθεια της ομάδας να τον απομακρύνει από τη Δυτική Ελλάδα.
Αυτή η πολιτική του Μαυροκορδάτου, που είχε ως στόχο τον παραγκωνισμό των ισχυρών οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδας (Βαρνακιώτη, Ίσκο, Καραϊσκάκη) και των μη φίλα προσκείμενων (Γρίβα, Στάικο), ήταν μια συνειδητή πολιτική, εγωκεντρική και φίλαρχη, που δημιούργησε πλήθος προβλημάτων, τα οποία σχετίζονταν τόσο με την εξέλιξη του Αγώνα όσο και με τη στρατιωτική ευταξία της , για την οποία υποτίθεται ότι πάσχιζε ο Μαυροκορδάτος.
Κλεφταρματολοί και εθνική συνείδηση
Το θέμα της εθνικής συνείδησης στον προεπαναστατικό ελληνισμό – ή, για να το ορίσουμε καλύτερα, στον υπόδουλο ελληνισμό πριν από το 18ο αιώνα – έγινε, τα τελευταία χρόνια, αντικείμενο επιστημονικής αντιπαράθεσης. Κι αυτό διότι οι εκφραστές της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας διατείνονται με κάθε τρόπο και μέσο ότι ο υπόδουλος ελληνισμός αποκτά ταυτότητα εθνική τον 18ο αιώνα, σε μια εποχή δηλαδή που ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός διακήρυξε την αρχή των εθνοτήτων και όρισε ότι η «κρατική οργάνωση συμπίπτει ή πρέπει να συμπίπτει με τα εθνικά όρια».34
Αν αυτό ισχύει για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, για τους Έλληνες δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Με άλλα λόγια, μπορεί οι λαοί της Ευρώπης να διαμόρφωσαν εθνική συνείδηση μέσα από τις διαδικασίες αστικοποίησης της κοινωνίας τους και της εθνογένεσης, οι Έλληνες, όμως, (και οι Εβραίοι) έχουν μια μακραίωνη πολιτιστική παράδοση συνυφασμένη με την ταυτωνυμική εθνικο-ιστορική συνείδηση, που στη μακρόσυρτη διάρκεια του Ελληνισμού πήρε διάφορες μορφές. Αυτή λοιπόν η εθνική συνείδηση διαμορφώθηκε αιώνες πριν πάνω σε ένα κοινό σύστημα πολιτισμικών αξιών με κοινό παρελθόν και αναμνήσεις ιστορικά καταγεγραμμένες. Κι αν θέλει κανείς να καταγράψει τους παράγοντες εκείνους που μορφοποίησαν την εθνική μας ταυτότητα, την εθνική μας συνείδηση, θα σταθεί στο φυλετικό στοιχείο, το ορθόδοξο χριστιανικό και το οικουμενικό. Αυτοί οι παράγοντες, αυτά τα στοιχεία συσσωματωμένα στη βάση της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας, καταγράφηκαν από την αρχαιότητα ίσαμε την Επανάσταση του 1821.35
Αναφορικά τώρα με το προεπαναστατικό φαινόμενο του Κλεφταρματολισμού, οι εκφραστές της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας διατείνονται ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μακρά παράδοση της κοινωνικής ληστείας τόσο στα Βαλκάνια όσο και στο χώρο της Μικράς Ασίας, καθώς και με το συνυφασμένο μ’ αυτό έκνομο φαινόμενο της προκαπιταλιστικής κοινωνίας.36 Έτσι, για τους εκφραστές της πιο πάνω άποψης, το συγκρουσιακό πρότυπο του Κλεφταρματολού σε καμία περίπτωση δε συμπυκνώνει και δεν εκφράζει πατριωτικά αισθήματα και εθνική συνείδηση37, όπως διαπιστώνει η παραδοσιακή ελληνική λαογραφία και ιστοριογραφία, αλλά αντίθετα συγκροτεί την αντίληψη της διαρκούς ανταρσίας απέναντι στις κοινωνικο-πολιτικές εξουσίες, χωρίς ωστόσο να απειλεί και τις δομές τους. Και πηγαίνοντας ένα βήμα ακόμα πιο πέρα, ισχυρίζονται πως:
Ό,τι τραγουδιέται στα κλέφτικα [τραγούδια] είναι η ατομική ευψυχία, δεν θα βρούμε πουθενά ούτε εθνική ούτε κοινωνική συνείδηση.38
Πιστεύουμε ότι θα ήταν μεγάλο σφάλμα στην ανάλυση και κατανόηση του κλεφταρματολικού φαινομένου τόσο η παραγνώριση ή υποτίμηση της «ληστρικής» πραγματικότητας με τις όποιες μορφές καταγράφεται στα κλέφτικα τραγούδια όσο και της διαχρονικής ιστορικής συνείδησης του κλεφταρματολού, που εγγράφεται είτε ως θρησκευτική ετερότητα39 είτε ως εθνικο-κοινωνική40 και εθνικο-πολιτισμική διάσταση της λαϊκής του ιδεολογίας.
Στο δημοτικό τραγούδι που ακολουθεί, η λαϊκή αντίληψη ταυτίζει την εθνική ιδέα με τη θρησκευτική και η εννοιολόγηση της εθνικής ελευθερίας προσδιορίζεται αντιθετικά μέσα από την προσωπική σύγκρουση με τον κατακτητή:
Γώγος Μπακώλας πολεμάει μ’ εννηά χιλιάδες Τούρκους,
Δεν είναι κρίμα κι άδικο και ανομιά μεγάλη,
να πολεμάν οι εκατό μ’ εννηά χιλιάδες Τούρκους!
Ο Γώγος έβγαλε φωνήν από το μετερίζι.
-Για πολεμάτε δυνατά και σκούζτε τα μεγάλα,
να ραϊσθούνε τα βουνά και να σκισθούν οι κάμποι,
για να γλυτώσουν τη σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια,
που κυνηγιώνται σαν αρνιά, και σκούζουν και βελάζουν.
Ο πόλεμος εκράτησεν απ’ το πουρν’ ως το βράδυ,
κ’ εγλύτωσαν οι Χριστιανοί κ’ ετσάκισαν οι Τούρκοι.41
Η απουσία από τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια των εννοιών του έθνους και της ελευθερίας, έτσι όπως η φιλελεύθερη και αστική Ευρώπη διαμόρφωσε, αποδεικνύει ανυπερθέτως τη διαφορετικότητα της σημασιολογικής χρήσης του όρου εθνική συνείδηση για τον Ελληνισμό. Ο ελληνικός εθνικισμός, για την περίοδο που εξετάζουμε, είναι ακόμα οικουμενικός και ταυτίζεται με την ορθόδοξη μαρτυρία και την αυτοκρατορική ιδεολογία. Στο τραγούδι που ακολουθεί με τον τίτλο «Η Άλωσις της Τραπεζούντος» (1461), μπορεί να διακρίνει κανείς την εθνική ιδέα ταυτισμένη με την αυτοκρατορική:
Αλλοί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία
μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια,
κη άι Γιάννες ο χρυσόστομο κλαίει, δερνοκοπιέται.
– Μη κλαις, μη κλαις, άι Γιάννε μου, και μη δερνοκοπικάσαι.
– Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν.
Η Ρωμανιά κη αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κη άλλο.42
Επίσης είναι γεγονός ότι η εθνο-συνειδησία του υπόδουλου ελληνισμού, με τα χαρακτηριστικά βέβαια που πιο πάνω προσδιορίσαμε, ανιχνεύεται από την πρώτη ήδη στιγμή της κατάκτησης σε όλες τις προφορικές ή γραπτές ιστορικές και πολιτισμικές μαρτυρίες43. Η γραπτή μαρτυρία του πρέσβη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη Giacomo Soranzo στα 1576 το επιβεβαιώνει:
Από τον Μοσχοβίτη φοβάται ο μέγας αυθέντης (σουλτάνος) […] επειδή ο μέγας δούκας ανήκει στην ορθόδοξη εκκλησία, όπως και οι λαοί της […] Πελοποννήσου και Ελλάδος, που γι’ αυτό είναι αφοσιωμένοι στο όνομά του, όπως εκείνοι που έχουν το ίδιο ορθόδοξο δόγμα, και θα είναι πάντοτε ετοιμότατοι να πάρουν τα όπλα στα χέρια και να εξεγερθούν, για ν’ απελευθερωθούν από την τουρκική δουλεία και να υπαχθούν στην κυριαρχία εκείνου. 44
Η Εθνεγερσία του 1821 στη Μικρά Ασία: «Οι Κυδωνιές πριν και κατά τη Διάρκεια της Επανάστασης»
Στην ως άνω έκθεση του Giacomo Soranzo διαπιστώνουμε, μέσα από την πολιτική και κριτική ματιά ενός ξένου, την ύπαρξη εθνικής συνείδησης, εθνικής ετερότητας διαρθρωμένης σαφώς με την Ορθοδοξία. Κι αυτό σε μια εποχή πρώιμη για τον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας, που επιδράσεις και επιρροές «διαφωτιστικού τύπου» από την Ευρώπη δεν υφίστανται, επομένως ούτε και οι αστικής και φιλελεύθερης προέλευσης έννοιες περί ελευθερίας και εθνικής συνείδησης συνέχουν την αντίληψη του υπόδουλου Έλληνα.
Συνεπώς η εθνική συνείδηση των Ελλήνων προϋπήρχε της ευρωπαϊκής αστικοποίησης και του Διαφωτισμού και δεν είναι δημιούργημα των νεώτερων χρόνων, όπως λανθασμένα ισχυρίζονται οι εκφραστές της αναθεωρητικής ιστοριογραφίας. Και η αθρόα συμμετοχή των Αρματολών45 σε όλες σχεδόν τις πολεμικές αναμετρήσεις των χριστιανικών δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αυτό ακριβώς καταδεικνύει: ότι είχαν συνείδηση του Γένους τους και ότι «εκαπνίζοντο» από το αίσθημα της ελευθερίας46.
Παραπομπές
1 Ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής θεωρεί όχι μόνο τον θεσμό των Αρματολών γνωστό στο Βυζάντιο, αφού επανδρώνουν σώματα οιονεί αγροφυλακής/χωροφυλακής, αλλά και ότι οι Αρματολοί, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές, διενεργούν κατασκοπεία υπέρ των Οσμανών, βλ. Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα. Συστημική παρά-θεση δομών και λειτουργιών, Αρσενίδης, Αθήνα, τόμ. Α΄, σ. 301-302.
2 Βλ. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, τόμ. Α΄, σ. 268.
3 Στο ίδιο, τόμ. Β΄, σ. 365. Ο Π. Αραβαντινός τοποθετεί την ίδρυση των πρώτων αρματολικιών στην αρχή ή στη μέση του 16ου αιώνα και θεωρεί την ονομασία ενετικής προέλευσης, πρβλ: «Ἡ ἵδρυσις τῶν ἀρματωλικίων χρονολογεῖται ἀπὸ τῶν ἀρχῶν ἢ μέσων τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος, ὁπότε ἡ τουρκικὴ κυβέρνησις, ὅπως περιστείλῃ τὰ πολυπληθῆ τῶν κλεφτῶν σώματα, ἅτινα ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῶν αἰώνιον διεξῆγον πάλην κατὰ τῶν Τούρκων, προσέλαβεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν της, χορηγήσασα αὐτοῖς παντοῖα δικαιώματα, πολλοὺς ἐκ τῶν κλεφτῶν τούτων, οἵτινες ὠνομάσθησαν τότε ἀρματωλοί, armatores, ὅπως καλοῦντο καὶ οἱ ἐπὶ φραγκοκρατίας ἐθελονταί, καὶ διένειμεν αὐτοῖς τὰς διαφόρους ἀρματωλικὰς περιφερείας, ἢ πρωτᾶτα…». Π. Αραβαντινός, Ἠπειρώτικα Τραγούδια. Συλλογὴ Δημωδῶν Ἀσμάτων, Δαμιανός-Δωδώνη, (ανατ. έκδ. 1880), Αθήνα 1996, σ. 32-33 υποσ.
4 Για τις κυριότερες διαφορές του φεουδαρχικού οθωμανικού συστήματος και αυτού της Δύσης, βλ. Βασίλη Ι. Φίλια, Κοινωνία και Εξουσία στην Ελλάδα. Η νόθα Αστικοποίηση 1800-1864, Gutenberg, Αθήνα 1996, σ. 17-21.
5 Για την έκταση των αρματολικών δικτύων που συγκροτούνται στη βάση των θεσμοθετημένων δεσμών συγγένειας στον χώρο της Ρούμελης, βλ. τον πολυσέλιδο πίνακα στο Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Οι Αρματολοί της Ρούμελης, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, σ.102-119.
6 Βλ. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, (Οι μεγάλες αρματολικές οικογένειες), τόμ. ΙΑ΄, σ. 417- 420. Επίσης βλ. Νικολάου Κ. Κασομούλη, Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων, 1821-1833, Δημιουργία, Αθήνα 1998, τ. Α΄, σ. 10-18.
7 Για τα Αρματολίκια και τους Αρματολούς της Ρούμελης βλ. τον πολυσέλιδο πίνακα στο Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Οι Αρματολοί…, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, σ.138-164.
8 Για τις μορφές που παίρνουν οι συμμαχικές διασυνδέσεις των Αρματολών, πρβλ: «Οι συμβασιακοί δεσμοί έχουν δύο κατά βάση παραλλαγές: τις οριζόντιες συμβάσεις ή συμμαχίες, που δένουν μεταξύ τους ίσης ή σχεδόν ίσης κοινωνικοοικονομικής περιωπής συμβαλλομένους, και τις κάθετες συμβάσεις ή συμβάσεις προστάτη-πελάτη, που δένουν μεταξύ τους άτομα διαφορετικής κοινωνικοοικονομικής θέσης και ισχύος». Νικηφόρος Διαμαντούρος, Οι Απαρχές της Συγκρότησης Σύγχρονου Κράτους στην Ελλάδα 1821-1828, Μ. Ι. Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002, σ .23.
9 Ν. Κασομούλη, Ἐνθυμήματα…, τόμ. Α΄, σ. 414.
10 Στο ίδιο
11 Α. Βαλαωρίτου, Άπαντα, τ. Γ΄, Αθανάσιος Διάκος, Αθήνα 1867, σ. 179 στη Συλλ. Γ. Βλαχογιάννη, ΣΤ, φ2, αρ. 111, Γ.Α.Κ. Έξαρχοι, εκτός από τον Ζήδρο, υπήρχαν ο Μάρκο-Πούλιος στην Ήπειρο, ο Τριμπούκης στην Ακαρνανία, ο Τζόλκας στην Ευρυτανία και στη Φθιώτιδα και ο Βρυκόλακας στην Παρνασσίδα, Δωρίδα και Ναυπακτία, ό.π., σ. 179. Επίσης, πρβλ. και τους στίχους κλέφτικου τραγουδιού: «Ξήντρο μου ήσουν φρόνιμος, απ’ όλα τα πρωτάτα,/ Ήσουν και πρώτος Έξαρχος, ‘ς όλα τα μοναστήρια. […] Δεν τ’ όχω πως θε να χαθώ, και πως θε ν’ αποθάνω,/ Μόν’ τ’ όχω σε παράπονο, και σ’ εντροπή μεγάλη,/ Που θε να ‘μπη Αρβανιτιά, μέσα ‘ς την Ελασσόνα,/ Και θα μου κάψουν τα χωριά, κι όλα τα βιλαέτια./ Και θα το έχω σ’ εντροπήν, όπ’ ήμουν καπετάνος». Α. Ιατρίδου, Συλλογή Δημοτικών Ασμάτων, Παλαιών και Νέων, Κουλτούρα, Αθήνα 1978, (ανατ. α΄ έκδ. 1859) (Λεηλασία Ελασσόνος), σ. 14. Επίσης, για τον Ζήδρο υπάρχουν τέσσερα κλέφτικα τραγούδια στη Συλλογή Α. Passow, βλ. A. Passow, Tραγούδια Ρωμαίικα, Χ. Τεγόπουλος-Ν. Νίκας, (ά έκδ. 1860), αρ. 15, 16, 16β, 17, σ. 15-18. Επίσης, βλ. Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 17 σημ 1. Για άλλο Έξαρχο μιλά και το τραγούδι της συλλογής του A. Passow: «Θεέ μου τι να γίνηκεν ο έξαρχος ο Λάζος;/ Πούταν ‘ςτον κόσμο ξακουστός ‘ςτον κόσμο ξακουσμένος». A. Passow, Tραγούδια Ρωμαίικα, ό.π., αρ. 59, (Ο Λάζος), σ. 51.
12 Νικόλαος Κ. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 267.
13 Οι Συκάδες κατείχαν τότε το αρματολίκι του Καρπενησίου, που εκτείνονταν και στις περιοχές Βλοχού, Σοβολάκου και Πολιτοχωρίων.
14 Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 106.
15 Στο ίδιο, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 108.
16 Στο ίδιο, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 109.
17 A. Passow, Tραγούδια Ρωμαίικα, ό. π., αρ. 95, (Αντώνης και Γιώργος Κατζαντώνης), σ. 78.
18 Στο ίδιο, ό. π., αρ. 124, (Οι Κοντογιανναίοι), σ. 99.
19 Ανδρέας Καρκαβίτσας, Άπαντα, Καπόπουλος, Αθήνα 1973, τόμ. Δ΄, σ. 50. Από τους ονομαστούς Αρματολούς, ο Τσάρας, ο Λάππας, οι αδελφοί Γιάννης και Βασίλης Σταθάς υπήρξαν μερικά από τα πολλά θύματα της ραδιουργίας του Αλή πασά και της τακτικής αλληλοεξόντωσης των κλεφταρματολών. Για το θέμα αυτό βλ. Περικλή Ροδάκη, Κλέφτες και Αρματολοί, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, τόμ. Α΄, σ. 360, Τάκη Α. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, Κάλβος, Αθήνα 1979, σσ. 30-31.
20 Για την αντίδραση του αρματολικού δικτύου στη δολοφονία Τζιάρα από τον Αρματολό και αδελφοποιτό Βλαχοθόδωρο, που έγινε κατ’ εντολή του Αλή πασά, βλ. Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 41, 44 και σημ. 5
21 Η γενικευμένη καταδρομή των Κλεφταρματολών από τον Αλή πασά σήμαινε και χρήση ποικίλων μέσων προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Από την έγγραφη διαταγή για προσκύνημα και άνευ όρων υποταγή μέχρι την διά των όπλων καταδίωξή τους. Από τη διαφθορά της ηθικής των Αρματολών και εν γένει των συγγενικών σχέσεων μέχρι τη σύλληψη και καταστροφή των οικογενειών τους. Για το θέμα αυτό πρβλ: «Ὁ Ἀλήπασιας διὰ τῶν ραδιουργιῶν του μᾶλλον, ἄλλους δολοφονοῦσεν, ἄλλους ἐδίωκεν καὶ ἄλλους ἐναγκαλίζετο». Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 28. Και τη διπλωματία χρησιμοποίησε ο Αλή πασάς προκειμένου να υποτάξει τους Κλεφταρματολούς. Χαρακτηριστική η επιστολή του προς τον Άγγλο περιηγητή συνταγματάρχη William Leake που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Του ζητεί να μεσολαβήσει προκειμένου να του παραδοθούν οι οικογένειες Κλεφταρματολών που είναι εγκατεστημένες στα Επτάνησα, βλ. Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1977, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, τόμ. 2ος (1669-1812), αρ. 141, σ. 637.
1821 Πελοπόννησος: Η επιλογή της Φιλικής Εταιρείας
22 Πρβλ: «Μόλις τοὺς εἶδεν [ο Αλής] εὶς τοὺς πόδας του [τους Μπουκουβαλαίους] καὶ καθ’ ὃν καιρὸν τοὺς περισσοτέρους τούτων [των Αρματολών] εἶχεν ὑπὸ τὴν διάκρισίν του, καὶ ἄλλους ἑτοίμους εἰς τὸ σακκὶ διὰ τὴν ἀντικατάστασίν των –καὶ τοὺς ληστὰς προσκυνημένους ἐντρυφῶντας εἰς τὸ Ἀρματωλίκι– ὑπεσχέθη ἀπὸ συμπάθειαν καὶ πρὸς αὐτοὺς [τους Μπουκουβαλαίους] τὴν ἐπάνοδόν των». Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 98.
23 Πρβλ: «Συνέλαβεν [ο Αλή πασάς] τὴν ἰδέαν νὰ διορίσῃ εἰς τὰς χηρευούσας ἐπαρχίας [Αρματωλούς] Καπιταναίους ἢ ἀπὸ τοὺς εὐνοουμένους σωματοφύλακάς του, Ἕλληνας ἢ Ἀλβανούς, ἢ ἀπὸ τοὺς ἀρχιληστάς, οἵτινες ταράττοντες τὴν ἡσυχίαν ἤθελον προσφέρει τὴν ὑποταγήν των διὰ νὰ τοὺς ὑποχρεώσῃ». Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 97. Είναι γεγονός ότι μερικοί από τους σπουδαιότερους του κλεφταρματολισμού, που αργότερα στην Επανάσταση θα παίξουν σημαίνοντα ρόλο, βρίσκονται προσκυνημένοι στην αυλή του Αλή πασά: Ο. Ανδρούτσος, Δ. Μακρής, Γ. Καραϊσκάκης, Αθ. Διάκος, Α. Βαλτινός, Α. Ίσκου, Γ. Βαρνακιώτης, Δ. Σκαλτσάς, Γριβαίοι, Ραγκαίοι, κ.ά.
24 Πρβλ: «Πάνος Γαλάνης: Γυιὸς τοῦ Λάλα-Γαλάνη, δυνατοῦ κοτζάμπαση, ποὺ παρέδωσε τὸ Ξηρόμερο στὸν Ἀλήπασσα καὶ κατάτρεξε τὸν ἐχθρό του Μαυρομμάτη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλῆς τοῦ χάρισε τὸ κοτζαμπαλίκι τοῦ Βλοχοῦ καὶ τὴν κληρονομιὰ κάποιου διοικητῆ (μουσελίμη) τοῦ Βραχωριοῦ, ποὺ τὸν ηὗρε ἄπιστο». Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 388 σημ 5.
25 Βλ. Ν. Κασομούλης, Ἐνθυμήματα…, ό.π., τόμ. Α΄, σ. 116-117.
26 Ο Σκαλτσοδήμος ασκώντας την πολιτική της βίας που εστρέφετο αφ’ ενός κατά της οθωμανικής εξουσίας (συχνές δολοφονίες Οθωμανών) και αφ’ ετέρου κατά της κοινοτικής εξουσίας (απαγωγή της Κρυστάλλως Μπαμπαλή, κόρης του προύχοντα Λιδωρικίου Αναγνώστη Μπαμπαλή) αναγνωρίστηκε από τον Αλή πασά αρματολός Λιδωρικίου, βλ. Συλλ. Γ. Βλαχογιάννη, ΣΤ, φ14, αρ. 20, Γ.Α.Κ.
27 Για το αν διαμορφώθηκε ελληνική αστική τάξη στο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βλ. Β. Φίλια, Κοινωνία…, ό. π., σ.37-51. Επίσης βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ.13-15.
28 Βλ. A. Passow, Tραγούδια…, ό.π., αρ. 236, (Ο Αλή Πασάς), σ. 176.
29 Για τα αρματολικά δίκτυα της Δυτικής Ελλάδας και τον ρόλο του Αλ. Μαυροκορδάτου, βλ. Δ. Τσιάμαλος, Οι Αρματολοί…, ό.π., σ. 215-235.
30 Στην ομάδα Μαυροκορδάτου και συγκεκριμένα στον σκληρό ένοπλο πυρήνα της εντάχθηκαν οι αρματολοί: Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Γιαννάκης Ράγκος, Γεώργιος Τσόγκας, Σωτήρης Κοτζαμάνης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο τελευταίος, μετά την αναγκαστική αποχώρηση του Γεωργάκη Βαρνακιώτη, έγινε στρατηγός στη Δυτική Ελλάδα και αρχηγός στο Μαυροκορδατικό κόμμα. Για το θέμα αυτό βλ. Κωνσταντίνος Μεταξάς, Ιστορικά Απομνημονεύματα εκ της Ελληνικής Επαναστάσεως, Πελεκάνος, Αθήνα 2005, σ. 109. Επίσης, για τη στενή σχέση Μαυροκορδάτου – Μ. Μπότσαρη βλ. Ν. Φυσεντζίδου, Αυτόγραφοι Επιστολαί των επισημοτέρων Ελλήνων Οπλαρχηγών, 1893, σ. 308. Στους φίλα προσκείμενους προς τον Μαυροκορδάτο αρματολούς, που διατηρούσαν, όμως, μια σχετική αυτονομία στις κινήσεις τους και απομακρύνονταν, όταν τα συμφέροντά τους το επέβαλλαν, ανήκαν: Ο Μήτσος Κοντογιάννης του Πατρατζικίου, ο Γιαννάκης Γιολδάσης του Καρπενησίου, ο Δήμος Σκαλτσάς του Λιδωρικίου, ο Δημήτριος Μακρής του Ζυγού και ο Νικολός Στορνάρης του Ασπροποτάμου.
31 Στους αντιπάλους του Μαυροκορδάτου και όσων στήριζαν το κόμμα του βρίσκουμε: τον στρατηγό της Δυτικής Ελλάδας Γεωργάκη Ν. Βαρνακιώτη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρέα Ίσκο, τον Γεώργιο Πεσλή, τον Θοδωράκη Γρίβα, τον διεκδικητή του Βλοχού Γιαννάκη Στάικο, και τους εχθρούς των Μποτσαραίων Τζαβελαίους.
32 Βλ. επιστολή Αλ. Μαυροκορδάτου προς τον Γιαννάκη Ράγκο την 3η Απριλίου 1824 από το Ανατολικό, Το Αρχείο του Γιαννάκη Ράγκου, επιμ. Στ. Παπαγεωργίου, Αθήνα, Ι.Ε.Ε.Ε, 1982, αρ. 50748, σ. 60.
33 Για τους λόγους της μεγαλύτερης αρματολικής σύγκρουσης στο χώρο της Ρούμελης (Ράγκου-Καραϊσκάκη για το αρματολίκι των Αγράφων) βλ. Δ. Τσιάμαλος, Οι Αρματολοί…, ό.π. σ. 266-322.
34 Βασιλική Δ. Παπούλια, Από την Αυτοκρατορία στο Εθνικό Κράτος, Ιδεολογικές και κοινωνικές προϋποθέσεις της πολιτικής οργάνωσης των χωρών της Χερσονήσου του Αίμου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 48.
35 Γι’ αυτή τη διαχρονική «περιπέτεια» της ελληνικής εθνικής συνείδησης βλ. Ν Γ. Σβορώνος, Το Ελληνικό Έθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Πόλις, Αθήνα 2004. Επίσης σημαντικές πληροφορίες για το ίδιο θέμα βλ. στη μελέτη του καθηγητή Βασίλη Φίλια, «Το Έθνος ως Ιστορική Διαδρομή και Σημερινή Αναγκαιότητα», στο Β. Φίλιας, Κοινωνιολογικές Παρεμβάσεις, Αθήνα 2002, Παπαζήση, σ. 128-132. Β. Παπούλια, Από την Αυτοκρατορία…, ό.π., σ. 29-65. Επίσης, στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι απόψεις του Γ. Δ. Κοντογιώργη σχετικά με την ύπαρξη εθνικής συνείδησης «που δεν έπαψε να υπάρχει σ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας», Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Η Ελλαδική Λαϊκή Ιδεολογία, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1979, σ. 118, σημ. 16.
36 Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Πλέθρο, Αθήνα 2003, σ. 47.
37 Νίκος Γ. Κοταρίδης, Παραδοσιακή Επανάσταση και Εικοσιένα, Πλέθρο, Αθήνα 1993, σ. 65.
38 Αλέξης Πολίτης, Κλέφτικα, Το δημοτικό τραγούδι, Αθήνα 1981, Ερμής, σ. να΄.
39 Πρβλ: «…αν εξετάσει κανείς πιο επισταμένα τους αιώνες της Τουρκοκρατίας, θα διαπιστώσει πως η θρησκευτική ταυτότητα ισοδυναμούσε προς την εθνική αλλά και πως στις μέρες μας […] στις χώρες της Δύσης […] η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργεί περισσότερο ως αντιστήριγμα της εθνικής ταυτότητας των πιστών και λιγότερο ως μέσο θεραπείας των με στενή έννοια θρησκευτικών συναισθημάτων τους». Ν. Σαρρής, Οσμανική…, ό.π., τόμ. α΄, σ. 32. Επίσης πρβλ: «η αγεφύρωτη διαφορά της θρησκείας των δύο λαών προφύλαξε γενικά ό,τι απέμεινε από τον Ελληνισμό από την ανάμειξή του με το τουρκικό στοιχείο». Νίκος Γ. Σβορώνος, Το Ελληνικό Έθνος Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, ό.π., σ. 45.
40 Γ. Κοντογιώργης, Η Ελλαδική…, ό.π., σ.135.
41 Π. Αραβαντινός, Ηπειρώτικα Τραγούδια Συλλογή Δημωδών Ασμάτων, ό.π., αρ. 79, σ. 71. Επίσης βλ. Γ. Κοντογιώργης, Η Ελλαδική…, ό.π., σ. 119. Επίσης βλ. Νίκος Γ. Σβορώνος, Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ. 223-224, 226.
42 E. Legrand, Συλλογή Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών, Αθήνα 2001, Κουλτούρα,(ανατύπωση, α΄έκδ. Παρίσι 1874), αρ. 49, σ. 76. Επίσης βλ. τους στίχους: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζης, / πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι» και το προλογικό σημείωμα του Ν. Γ. Πολίτη στο τραγούδι Της Αγιά Σοφιάς από τη συλλογή Δημοτικά Τραγούδια , Εκλογαί, Ι. Δ. Κολλάρος, Αθήνα 1925, σ. 4-5. Επίσης βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Γ΄, σ. 372-373.
43 Πρβλ: «Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή». Γ. Σεφέρης, «Ομιλία στη Στοκχόλμη», Δοκιμές, Ίκαρος, Αθήνα 1981, τόμ. Β΄, σ. 159. Επίσης στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι απόψεις του Κ. Ζουράρι, βλ. Κώστας Ζουράρις, Ἄθλια Ἆθλα Θέμεθλα, Αρμός, Αθήνα 1997, σ. 93.
44 Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Γ΄, σ. 376.
45 Οι αρματολοί από τα πρώτα χρόνια της δουλείας τίθενται επικεφαλής επαναστατικών κινημάτων στην περιοχή τους, συμμετέχοντας στο πλευρό των χριστιανικών δυνάμεων, οι οποίες συγκρούονται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό συνέβη στα Άγραφα το 1463 με τον Βενετο-τουρκικό πόλεμο, αυτό και στην Ακαρνανία το 1585, όταν ο «περιλάλητος» αρματολός Βόνιτσας και Λούρου Θεόδωρος Μπούας ύψωσε στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο τη σημαία της Επανάστασης. Το ίδιο έκαναν και οι αρματολοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος. Για τα θέματα αυτά βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία…, ό.π., τόμ. Β΄, σ. 366 και Κωνσταντίνου Ν. Σάθα, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Καραβία (α΄ έκδ. 1869), Αθήνα 1995, σ. 178.
46 Πρβλ: «Παίρνοντας μέρος [οι Κλεφταρματολοί] στους πολέμους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πλευρό των χριστιανικών δυνάμεων, ανάπτυσσαν βαθμιαία εθνική συνείδηση κι ενσάρκωναν την ένοπλη αντίσταση του έθνους κατά του κατακτητή». Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, ό.π., σ. 48.
ardin-rixi.gr