Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα όσο πιο καλή είναι η διάθεση τόσο πιο αποτελεσματικό είναι το αντιγριπικό εμβόλιο.
Αντίθετα, αν κάποιος βρίσκεται σε χάλια ψυχική διάθεση, ίσως θα έπρεπε να αναβάλει τον εμβολιασμό για λίγο αργότερα, έως ότου φτιάξουν τα κέφια του, προειδοποιούν οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ψυχολογίας της Υγείας Καβίτα Βεντάρα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Brain, Behavior and Immunity».
Οι επιστήμονες έκαναν τα κατάλληλα τεστ στους συμμετέχοντες (ηλικίας 65 έως 85 ετών), που επρόκειτο να κάνουν εμβόλιο για τη γρίπη Η1Ν1 και συσχέτισαν σε διάστημα έξι εβδομάδων την ψυχική διάθεση του καθενός, καθώς και άλλες παραμέτρους της συμπεριφοράς τους όπως τη σωματική άσκηση, τη διατροφή, τον ύπνο κ.α., με το επίπεδο των αντισωμάτων στο σώμα μετά τον εμβολιασμό, αρχικά μετά από τέσσερις και στη συνέχεια μετά από 16 εβδομάδες. Το επίπεδο των αντισωμάτων είναι ένας δείκτης για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.
Η μελέτη κατάληξε στη διαπίστωση ότι από όλους τους παράγοντες της συμπεριφοράς, η καλή ψυχική διάθεση είναι αυτή που κατ’ εξοχήν σχετίζεται θετικά με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.
Άτομα με ανεβασμένη ψυχική κατάσταση επί ένα μήνα προτού εμβολιαστούν, είχαν στη συνέχεια αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων κατά του ιού της γρίπης. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η θετική συσχέτιση, αν την ίδια την ημέρα του εμβολιασμού κάποιος είχε πολλή καλή ψυχική διάθεση.
«Τα εμβόλια είναι ένας απίστευτα αποτελεσματικός τρόπος για να μειωθεί η πιθανότητα των λοιμωδών νόσων. Όμως η αχίλλειος πτέρνα τους είναι ότι η ικανότητά τους να προστατεύουν από μία ασθένεια, επηρεάζεται από το πόσο καλά «δουλεύει» το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ανθρώπου.
Έτσι, εκείνοι με λιγότερο αποτελεσματικά ανοσοποιητικά συστήματα, όπως οι ηλικιωμένοι, μπορεί να δουν ότι τα εμβόλια δεν λειτουργούν εξίσου καλά σε αυτούς, όσο στους νεότερους. Επιβεβαιώσαμε ότι άλλοι παράγοντες, όπως οι ψυχολογικοί, επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των εμβολίων», δήλωσε η κυρία Βεντάρα.