Στα «χέρια» των νέων συστημάτων, που θα αναπτύξει την παραγωγή βρίσκεται το μέλλον της ελιάς και του ελαιώνα, καθώς το ελαιόλαδο αναμένεται να περάσει από χίλια κύματα την επόμενη δεκαετία, με τις εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη να είναι καθοριστικές για την επόμενη ημέρα.
Οι δύο διαδοχικές σεζόν του 2022/23 και 2023/24, όπου σχεδόν όλες οι παραγωγικές χώρες είδαν την παραγωγή τους να «χάνεται», καταγράφοντας πτώση στις ποσότητες αλλά και στην κατά κεφαλήν κατανάλωση, έχουν δώσει το στίγμα για την αναγκαιότητα αλλαγών.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν για τις αγροτικές προοπτικές της ΕΕ, με προβλέψεις που ξεκινούν το 2024 και φτάνουν έως το 2035, αποκαλύπτονται όλες οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι του ελαιοκομικού κλάδου και οι οποίες βασίζονται στο τρίπτυχο της κλιματικής αλλαγής, των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα και της μεταβαλλόμενης καταναλωτικής ζήτησης.
Η υψηλότερη διαθεσιμότητα ελαιολάδου θα ευνοήσει τις εξαγωγές, οι οποίες αναμένονται την επόμενη δεκαετία να είναι αυξημένες κατά 10%, ενώ εκτιμάται ότι θα εμποδίσει τις εισαγωγές, οι οποίες εκτιμώνται μειωμένες κατά 7%.
Η κύρια αβεβαιότητα όμως εστιάζεται στο γεγονός αν και πόσο γρήγορα θα μειωθούν οι τιμές και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, οι οποίοι λόγω του υψηλού κόστους του ελαιόλαδου άλλαξαν τις διατροφικές τους συνήθειες.
Από την πλευρά της παραγωγής, η έκθεση τονίζει τη σταδιακή μείωση των εκταρίων ελαιοκαλλιεργειών στην Ιταλία και την Ελλάδα, δύο από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς της ηπείρου. Αυτή η μείωση αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της παραγωγής τα επόμενα δέκα χρόνια.
Πώς θα έρθει η κερδοφορία στο ελαιόλαδο
Η μελλοντική κερδοφορία του τομέα του ελαιολάδου στην ΕΕ εξαρτάται από την επιτυχή μετατροπή των παραγωγικών συστημάτων, δηλαδή από εκτατικούς οπωρώνες σε εντατικές και ιδιαίτερα μηχανοποιημένες καλλιέργειες, καθώς εδώ και αρκετό καιρό αντιμετωπίζει προκλήσεις όπως οι ασυνήθιστες κλιματικές συνθήκες και η λειψυδρία.
Επενδύσεις πραγματοποιούνται ήδη στην Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη φύτευση ελαιώνων σε μη παραδοσιακές περιοχές, ωστόσο απαιτείται αρκετός χρόνος για να καρποφορήσει η όλη προσπάθεια.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αναμένονται ετήσιες μέσες αυξήσεις της παραγωγής κατά περίπου 1,2% και 1% για την Ισπανία και την Πορτογαλία, που αντανακλούν αυξήσεις στην απόδοση κατά 0,7% και 1,4% ετησίως αντίστοιχα.
Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις των ασθενειών (π.χ. Ξυλέλλα, Xylella fastidiosa, ψύλλα της ελιάς κ.λπ.), καθώς και η έλλειψη εργατικού δυναμικού και το αυξανόμενο κόστος, αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις, τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι ελαιοπαραγωγοί τα επόμενα χρόνια.
Ελαιόλαδο: Πόσο θα κοστίζει στην Ελλάδα το 2025
Στα χαμηλά η κατανάλωση
Στο μεταξύ, προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί η τάση μείωσης της κατανάλωσης σε επιλεγμένες χώρες της ΕΕ.
Στην έκθεση καταγράφεται μια σημαντική συρρίκνωση της κατανάλωσης ελαιολάδου στις κύριες χώρες παραγωγής μεταξύ 2010 και 2024.
«Η πτωτική τάση που παρατηρείται στην κατανάλωση ελαιολάδου τα τελευταία χρόνια αναμένεται να συνεχιστεί στις κύριες χώρες παραγωγής, ενώ η κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί σε άλλες χώρες της ΕΕ», αναφέρει η έκθεση.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, 1,79 εκατομμύρια τόνοι ελαιολάδου καταναλώθηκαν στην ΕΕ το 2010. Ο όγκος αυτός μειώθηκε σταθερά σε 1,59 εκατομμύρια τόνους το 2021 και 1,23 εκατομμύρια τόνους το 2022, με παρόμοια επίπεδα να καταγράφονται το 2023 και το 2024. Οι ποσότητες αυτές αναμένονται να παραμείνουν αμετάβλητες μέχρι το 2035.
Ταυτόχρονα, η πτωτική τάση που παρατηρείται στην κατανάλωση ελαιολάδου τα τελευταία χρόνια αναμένεται να συνεχιστεί, αντανακλώντας τις νέες καταναλωτικές συνήθειες των νεότερων γενεών. Οι υψηλές τιμές και η πιθανή υποκατάσταση με άλλα φυτικά έλαια, κυρίως σε χώρες που δεν έχουν ισχυρή παράδοση στην κατανάλωση ελαιολάδου, αυξάνουν την αβεβαιότητα της ζήτησης.
Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται μείωση της τάξης του 2% με 3% ετησίως για την Ισπανία, την Ιταλία αλλά και την Ελλάδα. Μετά την αύξηση της διαθεσιμότητας, η κατά κεφαλήν κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί στην Πορτογαλία, φθάνοντας τα 5,6 κιλά έως το 2035.
Ξεκινώντας από ένα χαμηλό επίπεδο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην υπόλοιπη ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ετησίως κατά 3,7% την επόμενη δεκαετία.
Σταθερή η εμπορική – Αύξηση εξαγωγών για την Ελλάδα
Η κατάσταση όμως που επικρατεί στο εμπόριο ελαιολάδου δε φαίνεται να έχει μεταβολές, η οποία παραμένει σταθερή.
Έτσι, σύμφωνα με την Κομισιόν, αύξηση των εξαγωγών αναμένεται στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα το 2035 συγκριτικά με την περίοδο 2020-2024. Το αποτέλεσμα αυτό αντανακλά τόσο τις αλλαγές στην κατανάλωση όσο και τις εξελίξεις στην παραγωγή.
Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 20242035, οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,5% στην Ισπανία, κατά 1,8% στην Ελλάδα και κατά 1,5% στην Πορτογαλία, ενώ στην Ιταλία οι εισαγωγές αναμένεται να μειωθούν ετησίως κατά 8,2%, αντανακλώντας επίσης τα χαμηλότερα επίπεδα της κατά κεφαλήν κατανάλωσης.
Αντίθετα, στην υπόλοιπη ΕΕ οι εισαγωγές αναμένεται να αυξηθούν ετησίως κατά 4%. Η ΕΕ αναμένεται να διατηρήσει την εξαγωγική της θέση, με τις καθαρές εξαγωγές να φτάνουν σχεδόν τους 750.000 τόνους μέχρι το 2035.
Να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, η Τυνησία έχει αυξήσει τις εξαγωγές της προς την ΕΕ, επωφελούμενη από τις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες.