Νόμισμα είναι ένα μικρό σύμβολο, μεταλλικό ή χάρτινο συνήθως αντικείμενο, καθιερωμένο από το κράτος για μέσο ανταλλαγών μεταξύ των πολιτών του.
Υπάρχουν διαφόρων αξιών νομίσματα, πράγμα που αναγράφεται στη μια τους τουλάχιστον επιφάνεια και τα νομίσματα κάθε κατηγορίας έχουν δικό τους τύπο (μέγεθος, βάρος, σύσταση, παραστάσεις, κ.τ.λ.) που καθορίζεται με ειδική απόφαση και σύμφωνα με αυτή κόβονται στα νομισματοκοπεία.
Ο δρόμος του νομίσματος αφορά στο εμπόριο, καθώς το νόμισμα ανταλλάσσεται με είδη διατροφής, γίνεται αμοιβή για τον εργαζόμενο, υποστηρίζει την παιδεία και τις τέχνες. Ο ρόλος του νομίσματος, στη μακρινή του πορεία αναγκάστηκε να συγκεντρωθεί σε κανόνες, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από οικονομικές ανάγκες ή από τα πολιτικά και οικονομικά της κάθε εποχής.
Η πορεία του στο Βυζαντινό κόσμο και η προσέγγιση του μέσα από την ιστορική εξέλιξη είναι αρκετά ελκυστική. Με τον όρο βυζαντινό νόμισμα εννοούμε την ιστορία του νομίσματος από τα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (491-518) μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Το 498 μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νομίσματος. Δημιουργείται «ο φόλλις» που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόμισμα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόμισμα παρείχε μια αξιοπιστία που οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού δεν επιδεχόταν καμία αλλοίωση στη σύνθεσή του, κάτι πολύ ευάλωτο στην περίπτωση του κράματος που είχε καθιερωθεί στην κοπή νομισμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο.
Στα χρυσά νομίσματα οι πρώτοι εμπροσθότυποι παρίσταναν πορτραίτα που έφεραν διάδημα ή κράνος. Τα πορτραίτα παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα με πολεμική πανοπλία μ’ έναν σταυρό στο χέρι ή στο κράνος. Αν ο σταυρός απουσίαζε από τον εμπροσθότυπο υπήρχε στον οπισθότυπο. Με τον Ιουστίνο Α΄ (518-527) και τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) οι μορφές των αυτοκρατόρων παρουσιάζονται παρακαθήμενες.
Επί Ηρακλείου (610-614) άρχισε η παρουσίαση του αυτοκράτορα μ’ έναν ή περισσότερους από τους γιούς του, ενώ υπήρχε η πιθανότητα να εμφανίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με την αυτοκράτειρα, ή ακόμη ο αυτοκράτορας να στέφεται από την Παρθένο, με το χέρι του Θεού από πάνω.
Ο Τιβέριος Β΄ εισήγαγε τον σταυρό, που δέσποζε στην οροφή κλίμακας, έναν τύπο που έμελλε να παίξει μακροχρόνιο και σημαντικό ρόλο.
Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-711) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτοστεφανωμένη προτομή του Χριστού.
Με τον Μιχαήλ Γ΄ (842-867) η προτομή του Χριστού επανήλθε από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ ο Χριστός εν θρόνω κυριάρχησε.
Οι εμπροσθότυποι των αργυρών νομισμάτων είχαν αρχικά κατά τομές, αλλά στη συνέχεια περιλάμβαναν καθιστές μορφές, προτομές και καθαρά επιγραφικά πρότυπα. Οι οπισθότυποι παρουσίαζαν έναν σταυρό που δέσποζε στην οροφή κλίμακας ή μια προτομή του Χριστού που περιβαλλόταν από επιγραφές. Από τον 10ο αιώνα ο σταυρός έφερε ένα στρογγυλό ανάγλυφο πορτραίτο του αυτοκράτορα.
Οι εμπροσθότυποι των πρώτων μπρούτζινων νομισμάτων είχαν μια προτομή και οι οπισθότυποι ένα σταυρό και μια ένδειξη της αξίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ η προτομή επικράτησε και ο αυτοκράτορας προσέθεσε στη δωδέκατη επέτειο της βασιλείας του την ημερομηνία στον οπισθότυπο των μπρούτζινων νομισμάτων με τη μορφή Anno XII.
Από την εποχή του Ιουστίνου του Β΄ (567-578) οι εμπροσθότυποι παρουσίαζαν δύο ή περισσότερες αυτοκρατορικές μορφές σε όρθια στάση σε συνδυασμό με μια ένδειξη της αξίας.
Από τον 10ο αιώνα οι οπισθότυποι καλύπτονταν πλήρως από τρεις ή τέσσερις γραμμές επιγραφής. Οι επιγραφές ήταν αρχικά στα Λατινικά αλλά η ορθογραφία γινόταν συνεχώς πιο πολύπλοκη, καθώς αναμειγνύονταν το ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τον 7ο αιώνα, με αποτέλεσμα στα τέλη του 8ου αιώνα να υιοθετηθεί πλήρως η ελληνική γραφή.
Σημειώνεται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε ισχυρή εμπορική δύναμη. Αυτό φαίνεται από το κύρος του βυζαντινού νομίσματος.
Η νομισματική ιστορία του Βυζαντίου μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους.
1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α΄(491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται:
από τον σόλιδο που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεμίσσιο και το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο τουσόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα.
Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραμμο, ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα.
Ο 6ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στη εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων.
2η Περίοδος: Από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνιοςσόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο.
Ήρθε η στιγμή της υποτίμησης του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και -όπως έχει διατυπώσει η Morrison- θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στη φάση της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071) και στη φάση της καταστροφικής υποτίμησης.
3η Περίοδος: Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα. Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1092. Το υπέρπυροπαίρνει τη θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου ιστάμενον.
Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου.
4η Περίοδος: Από το 1261-1453. η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα.
Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14οαιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα.
Η έκδοση των βυζαντινών νομισμάτων και η χρήση τους συνοδεύονται από μια σειρά προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά για μας σήμερα γίνονται μεγαλύτερα από το χρόνο και την έλλειψη πηγών, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα βυζαντινού νομίσματος.
Η αναδρομή αυτή στην εξέλιξη των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων μέσα από ριζικές αλλαγές παρουσιάζουν μια συνειδητοποιημένη νομισματική πολιτική του κράτους εκείνη την εποχή. Επιπλέον τα νομίσματα φέρουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν συστηματικό και εξελιγμένο έλεγχο της νομισματικής παραγωγής.
Ο αυστηρός έλεγχος παραγωγής και διακίνησης του βυζαντινού νομίσματος συνεπάγεται οργανωμένη μεθόδευση αποτροπής αισχροκερδείας και διαφθοράς του νομίσματος εκ μέρους των πολιτών. Άλλωστε οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν παρόμοιες μεθοδεύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας.
Το Βιβλίο του Έπαρχου για παράδειγμα αναφέρει ότι οι τραπεζίτες της πρωτεύουσας κατά το 10ο αιώνα δε θα πρέπει «ξέειν ή τέμνειν ήπαραχαράττειν» τα νομίσματα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο Κεκαυμένος αποτρέπει το φτωχό πολίτη να γίνει πλούσιος εμπλεκόμενος σε πολυκερδείς τεχνικές, δηλαδή «παραχαράσσειν» και «ψαλιδίζειν» τα νομίσματα και «φαρσογραφείν»και «βούλας επισφραγίζειν και τα τούτοις όμοια».