Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ανοίγματα στον τουριστικό κλάδο αντιστοιχούν στο 54% επί του συνόλου, όταν το αντίστοιχο νούμερο του συνόλου της οικονομίας είναι λίγο υψηλότερο του 45%!
Βιώσιμα θα μπορούσαν να γίνουν τα 2/3 των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ξενοδοχειακών δανείων, που μεταφράζονται στα πέριξ των 2 δισ. ευρώ, αν εξέλιπαν οι μεγάλοι, στρατηγικοί κακοπληρωτές του κλάδου, οι οποίοι χρωστούν, περί το 1 δισ. ευρώ.
Τα άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για τους «κόκκινους» ξενοδόχους προέκυψαν από την προχθεσινή συνάντηση που είχαν οι εκπρόσωποι του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων με την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, στα θέματα της οποίας ήταν, όπως είναι ευνόητο, τόσο τα κόκκινα δάνεια όσο και οι νέες χρηματοδότησεις στον κλάδο.
Αμφότερες οι πλευρές προσπάθησαν να εξηγήσουν το... παράδοξο γεγονός ότι, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνέχεια των αριθμών που λαμβάνει η τελευταία από τις ίδιες τις τράπεζες, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα στον τουριστικό κλάδο αντιστοιχούν στο 54% επί του συνόλου, όταν το αντίστοιχο νούμερο του συνόλου της οικονομίας είναι λίγο υψηλότερο του 45%. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι ο τουρισμός παρουσιάζει συνεχείς ανοδικές επιδόσεις μέσα στην κρίση, έχοντας σημειώσει μία ανάπτυξη μεταξύ 30- 40%.
Με βάση λοιπόν τα όσα ελέχθησαν στην προχθεσινή συνάντηση, οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη στα στοιχεία τους τόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και αυτά για τα οποία έχουν γίνει ρυθμίσεις, που ακριβώς λόγω της ανοδικής πορείας του τουρισμού τα τελευταία χρόνια εξυπηρετούνται κανονικά, στο μεγαλύτερο βαθμό. Από ένα σύνολο λοιπόν μη εξυπηρετούμενων δανείων στα πέριξ των 3,7 δισ. ευρώ τα ρυθμισμένα δάνεια, εκτιμώνται κοντά στα 700 εκατ. ευρώ και βγαίνουν από τη λίστα των «κόκκινων» σε δεύτερο χρόνο, μετά την πάροδο 12μήνου, εφόσον βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, εξυπηρετούνται πλήρως. Επομένως, ως πραγματικά, μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον κλάδο εκτιμώνται τελικά υποχρεώσεις κοντά στα 3 δισ. ευρώ.
Μία ακόμη αιτία για το υψηλό ποσοστό των NPLs του τουρισμού σε σύγκριση με άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας, είναι- όπως προέκυψε από την προχθεσινή συζήτηση- και το γεγονός ότι ο κλάδος έχει συνολικά χαμηλό δανεισμό σε σχέση με τον συνολικό τζίρο που παράγει και πολλές υγιείς επιχειρήσεις είναι υποχρηματοδοτημένες, επομένως ανεβαίνει και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σύγκριση με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας: Υπενθυμίζεται εδώ ότι το σύνολο του δανεισμού του κλάδου αντιστοιχεί στα πέριξ των 7,6 δισ. ευρώ.
Μία ακόμη διαπίστωση έχει να κάνει με τους «στρατηγικούς» κακοπληρωτές σε έναν κλάδο, ο οποίος είναι κατακερματισμένος σε χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις: Από το σύνολο των 3 δισ. ευρώ, στα οποία εκτιμώνται τελικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τουρισμού, το 1 δισ. ευρώ αφορά, κατά κύριο λόγο, υποχρεώσεις πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Οπως χαρακτηριστικά εκτιμούν οι τουριστικοί φορείς, αν οι τράπεζες αποφάσιζαν να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, τότε θα άνοιγε ο δρόμος ώστε να διασωθεί πολύ μεγάλος αριθμός από τις λοιπές μικρότερες και μεσαίες, οικογενειακές και μη, επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να γίνουν βιώσιμες, δεδομένων και των θετικών επιδόσεων του κλάδου, ο οποίος βαδίζει προς ένα ακόμη ρεκόρ αφίξεων για τη φετινή χρονιά. «Οι τράπεζες είναι σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικά ελαστικές με τους κακοπληρωτές, ενώ αυστηροποιούν τα κριτήρια για τους μικρότερους, οι οποίοι όμως μπορεί να είναι βιώσιμοι», σχολιάζουν χαρακτηριστικά οι τουριστικοί φορείς, με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ κ. Ανδρέα Ανδρεάδη να εκτιμά ότι, υπό προϋποθέσεις, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων του κλάδου θα μπορούσε να πέσει στο 25% επί του συνόλου, ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο και για νέες χρηματοδοτήσεις.
Στα θετικά της συνάντησης μάλιστα, όπως κατεγράφησαν από τον ΣΕΤΕ, είναι το γεγονός ότι οι τράπεζες εμφανίστηκαν πολύ πρόθυμες σε νέες χρηματοδοτήσεις μεγάλων επενδύσεων στον τουρισμό, συζητώντας ακόμη και για χαμηλότερα περιθώρια επιτοκίων στα λεγόμενα «καλά» projects. Eνα ακόμη θετικό γεγονός είναι και το ότι όσα (λίγα) δάνεια δόθηκαν την τελευταία πενταετία στον κλάδο είναι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ενήμερα γεγονός ενδεικτικό και των αυστηρότερων κριτηρίων που έχουν θέσει οι τράπεζες.