O διοικητής του νοσοκομείου στην πόλη Μπάρεϊτς της Ινδίας δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του όταν αντίκρισε το κοριτσάκι για το οποίο του είχαν μιλήσει. «Συμπεριφερόταν όπως ένα ζώο: έτρεχε στα τέσσερα κι έτρωγε με το στόμα της το φαγητό από το έδαφος».
Τον περασμένο Ιανουάριο, ξυλοκόποι εντοπίζουν σε δάσος της περιφέρειας Ούταρ Πράντες κάποιες μαϊμούδες να τριγυρνούν με ένα απρόσμενο μέλος ανάμεσά τους. Το δεκάχρονο κορίτσι είναι γυμνό και φανερά υποσιτισμένο όμως φαίνεται να νιώθει άνετα με την παρέα της. Όταν οι ξυλοκόποι προσπαθούν να το αποσπάσουν από τις μαϊμούδες, εκείνες τους επιτίθενται. Ο αστυνομικός που φτάνει, επίσης δέχεται την επίθεσή τους, όμως τα καταφέρνει. Απομακρύνεται γκαζώνοντας το αυτοκίνητό του, με το κοριτσάκι στο πλάι του και τις μαϊμούδες να τρέχουν από πίσω του ουρλιάζοντας.
Ενώ τον διεθνή Τύπο κατακλύζουν τίτλοι"'Mowgli girl' who walks on all fours and does not speak like a human is found living with monkeys in India", The Daily Mail για «το κορίτσι Μόγλης», οι αρχές δεν μπορούν να εξακριβώσουν την ταυτότητά του. Σιγά-σιγά το κορίτσι μαθαίνει να περπατάει όρθια και να χρησιμοποιεί τα χέρια του για να τρώει, αλλά έχει συχνά βίαια ξεσπάσματα και συνεχίζει να γρυλίζει.
Λόγω της ταχύτητας με την οποία ανταποκρίνεται στη θεραπεία, οι γιατροί πιστεύουν"Girl found in Indian jungle was not raised by monkeys, officials say", Independent ότι έπεσαν έξω στην αρχική τους εκτίμηση, είναι πιο πιθανό να έχουμε να κάνουμε με ένα ταλαιπωρημένο ψυχικά ασθενές κοριτσάκι, παρά μια σύγχρονη εκδοχή μιας ιστορίας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ –μάλιστα πριν δύο μέρες ένα ζευγάρι εμφανίστηκε στο νοσοκομείο δηλώνοντας ότι είναι γονείς του κοριτσιού που εξαφανίστηκε πριν ένα χρόνο κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην αγορά. Θέλουν να κάνουν"Mowgli girl is our daughter!' Poverty-stricken Indian couple claim that ten-year-old found 'living with monkeys' is THEIRS after she went missing on shopping trip", The Daily Mail τεστ DNA για να το αποδείξουν, όμως δεν έχουν τα χρήματα να το πληρώσουν.
Η βεβαιότητα με την οποία ο κόσμος δέχθηκε την ερμηνεία που ήθελε το κορίτσι να έχει ζήσει για χρόνια με τις μαϊμούδες, φανερώνει ίσως την ανάγκη που έχουμε όλοι μας να πιστέψουμε σε ιστορίες, όπως εκείνες που συναντάμε στην μυθολογία ή βλέπαμε μικροί στην τηλεόραση. Όμως οι ιστορίες παιδιών που μεγάλωσαν με μόνη συντροφιά τα ζώα, δεν τελειώνουν ούτε στον Ρέμο και τον ΡωμύλοΒικιπαιδεία, ούτε στις περιπέτειες του Μόγλη και του Ταρζάν. Και δεν είναι λίγες: πέρα από τις αναληθείς διαδόσεις που κατά καιρούς προκύπτουν, υπολογίζεται πως τον τελευταίο αιώνα περίπου 100 παιδιά έχουν μεγαλώσει χάρη στην στοργή των ζώων που τα υιοθέτησαν.
Με τους λύκους στο βουνό
«Πώς επιβίωσα; Με καθοδηγούσαν τα ζώα. Ό,τι έτρωγαν, έτρωγα». Ο Μάρκος Ροντρίγκεζ Παντόχα ήταν έξι-εφτά χρονών το 1953, όταν ο πατέρας του τον πούλησε σε έναν ηλικιωμένο βοσκό που χρειαζόταν βοήθεια με τις κατσίκες του. Ακολουθώντας τον, ο Μάρκος έφτασε στην οροσειρά Σιέρα Μορένα στον ισπανικό νότο. Γρήγορα όμως ο βοσκός πέθανε και από την επιστροφή στους ανθρώπους –στους οποίους συμπεριλαμβανόταν η μητριά του, η οποία τον κακοποιούσε– ο Μάρκος προτίμησε να μείνει στα βουνά.
Μια μέρα μπήκε σε μια σπηλιά. Εκεί βρίσκονταν κάποια λυκάκια, με τα οποία ο Μάρκος άρχισε να παίζει, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, μέσα στην σπηλιά βρισκόταν η λύκαινα, που είχε φέρει φαγητό στα παιδιά της. «Με είδε και με κοίταξε άγρια», θυμάται"Marcos Rodriguez Pantoja: Did this man live with wolves?", BBC. «Άρχισε να χωρίζει το κρέας σε κομμάτια. Ένα λυκάκι με πλησίασε και προσπάθησα να του κλέψω το φαΐ, γιατί πεινούσα. H μητέρα με άγγιξε με το πόδι της και υποχώρησα. Αφού τάισε τα λυκάκια της, μου πέταξε ένα κομμάτι κρέας. Δεν ήθελα να το αγγίξω, γιατί νόμιζα ότι θα μου επιθετόταν, αλλά έσπρωχνε με τη μύτη της το κρέας προς το μέρος μου. Το πήρα, το έφαγα, και ενώ πίστευα πως θα με δάγκωνε, εκείνη έβγαλε την γλώσσα της έξω και άρχισε να με γλύφει. Μετά απ’ αυτό, ήμουν μέλος της οικογένειας».
Για περίπου 12 χρόνια, ο Μάρκος θα ζούσε με λύκους, φίδια και άλλα ζώα. «Ένα φίδι έμενε μαζί μου στη στοά ενός εγκαταλελειμμένου ορυχείου. Του έφτιαξα φωλιά και του έδωσα γάλα από τις κατσίκες. Από τότε με ακολουθούσε παντού και με προστάτευε», λέει. Ζώντας ανάμεσα στα ζώα, ο Μάρκος ξέχασε να μιλάει. Οι λέξεις αντικαταστάθηκαν από γρυλίσματα, σφυρίγματα, κραυγές. Έμαθε να καλεί όπως το ελάφι, η αλεπού, ο αετός και άλλα ζώα, και αυτό τον έκανε να μη νιώθει μόνος.
Μια μέρα, όταν ο Μάρκος ήταν 19 χρονών, τον εντόπισε η αστυνομία και τον μετέφερε με τη βία σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες των βουνών. Όταν έφτασε ο πατέρας του για να τον αναγνωρίσει, ο Μάρκος δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτόν.
Στην Μαδρίτη όπου μεταφέρθηκε, οι νοσοκόμες του έμαθαν να τρώει με πιρούνι και κουτάλι και αφαίρεσαν τους κάλους από τα πόδια του, με αποτέλεσμα να μείνει για λίγες ημέρες σε αναπηρικό καροτσάκι. Τοποθέτησαν ένα ξύλο στην πλάτη του για να μπορεί να περπατάει ευθεία. Ένα πράγμα, ωστόσο, δεν τον έπεισαν να κάνει ποτέ: να κοιμάται σε κρεβάτι. Όταν ένας ανθρωπολόγος που είχε ασχοληθεί με την περίπτωσή του τον επισκέφτηκε μετά από χρόνια, τον βρήκε σε ένα μικρό διαμέρισμα. «Δεν είχε κρεβάτι ή έπιπλα, υπήρχαν πετσέτες σε όλο το πάτωμα και τσαλακωμένες εφημερίδες, σαν να ζούσε κάποιο ζώο εκεί», ανακαλεί ο Γκαμπριέλ Χανέρ ΜανίλαΔιαβάστε πληροφορίες για τον Καταλανό ακαδημαϊκό και συγγραφέα. «Τον ρώτησα αν θα ήταν καλύτερα να κοιμάται σε ένα κρεβάτι και είπε, όχι».
Σήμερα ο Μάρκος ζει σε ένα χωριό της Ισπανίας. Η ζωή του έγινε η ταινία EntrelobosTo τρέιλερ. Αν και το ισπανικό κράτος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να βοηθήσει την ένταξή του στην κοινωνία («με έστειλαν στον στρατό, ενώ έπρεπε να με στείλουν στο σχολείο, να μου μάθουν πώς να φέρομαι»), έχει συνηθίσει την ανθρώπινη ζωή. Μια μικρή σύνταξη από ένα εργατικό ατύχημα και κάποια μεροκάματα στο μπαράκι του χωριού, του εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Θα επέστρεφε στα βουνά; «Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Αλλά έχω συνηθίσει την τωρινή μου ζωή και υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν είχα εκεί, όπως η μουσική και οι γυναίκες. Οι γυναίκες είναι καλός λόγος για να μείνω εδώ».
Το αγόρι που βρήκε οικογένεια στη ζούγκλα
Tο 1985, σε ένα χωριό της Ουγκάντα, ο Τζον Σεμπούνια ήταν δύο ή τριών χρονών όταν είδε τον πατέρα του να σκοτώνει την μητέρα του. Ίσως τρομοκρατημένος πως ερχόταν και η δική του σειρά, ο μικρός εγκατέλειψε το σπίτι τους και αναζήτησε καταφύγιο στο δάσος. Πέρασε κάποιες ημέρες μόνος του, ώσπου τον πλησίασε μια οικογένεια μαϊμούδων. Του πρόσφεραν ρίζες, φρούτα και γλυκοπατάτες. Μέσα σε δύο εβδομάδες, οι μαϊμούδες είχαν δεχθεί τον Τζον ανάμεσά τους. Θα του δίδασκαν πώς να ταξιδεύει μαζί τους, να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να βρίσκει φαγητό.
To 1991 μια γυναίκα που αναζητούσε ξύλα στη ζούγκλα πρόσεξε κάτι περίεργο σε ένα μέλος από την συντροφιά των μαϊμούδων που αντίκρισε: έλειπε η ουρά του. Παρά την αντίσταση του Τζον και των μαϊμούδων, που προσπάθησαν να τους απωθήσουν με ξύλα και πέτρες, οι χωρικοί κατάφεραν να πάρουν το παιδί στο χωριό τους. Όπως συμβαίνει συχνά με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιες συνθήκες, το αγόρι είχε υπερτρίχωση: το σώμα του καλυπτόταν από τρίχωμα σχεδόν σε κάθε σημείο, ακόμα και στο πρόσωπό του. Ουλές και πληγές διέτρεχαν το κορμί του, τα πόδια του είχαν τσιμπήματα από κοριούς, ενώ τα νύχια του ήταν τόσο μακριά που σχημάτιζαν καμπύλη. Τα γόνατά του ήταν κάτασπρα από το περπάτημα και ο ίδιος προτιμούσε να στέκεται με τα πόδια λυγισμένα. Χρειάζονταν τρία άτομα για να μπορέσουν να τον κάνουν μπάνιο, ενώ εκείνος ούρλιαζε και χτυπιόταν. Όταν ο Τζον έφαγε το ζεστό φαγητό που του πρόσφεραν οι χωρικοί, έπεσε άρρωστος για τρεις ημέρες.
Ένας δημοσιογράφος του Guardian τον συνάντησε"He was a wild child. Really wild", The Guardian το 1999. Ο Τζον είχε από χρόνια υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι που λειτουργεί ένα ίδρυμα Molly And Paul Children Care Foundationγια ορφανά. Μιλούσε σουαχίλι αν και τραύλιζε και ο λόγος του δεν είχε ζωντάνια. Έπαιζε καλό ποδόσφαιρο αν και έτρεχε κάπως ασυνήθιστα. Επίσης τραγουδούσε όμορφα και ήταν μέλος μιας παιδικής χορωδίας.
Οι επιστήμονες που τον έχουν εξετάσει δεν μπορούν να πουν με ακρίβεια πόσο χρόνο πέρασε με τις μαϊμούδες, αλλά είναι πεπεισμένοι για την εγκυρότητα της ιστορίας του. Ένας από τους λόγους; Είτε βρίσκεται με κάποιο δημοσιογράφο, είτε με μαϊμούδες που βάζουν πλάι του, ο Τζον αποφεύγει να διασταυρώσει το βλέμμα του. Πλησιάζει διακριτικά, χαιρετώντας από το πλάι. Αυτή είναι μια συνήθεια των πιθηκοειδών, που δείχνει να έχει κρατήσει από τις ημέρες που πέρασε με την παλιά του οικογένεια.
Οι δυσκολίες προσαρμογής στη νέα ζωή
Υπάρχουν και περιπτώσεις παιδιών που έχοντας μεγαλώσει πλάι σε ζώα, δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στην νέα τους ζωή.
Το 1962, κάποιοι γεωλόγοι που αναζητούσαν πετρέλαιο στο Τουρκμενιστάν, είδανΜια σύντομη αναφορά στην υπόθεση του Ντιούμα γίνεται και στο βιβλίο "Raising & Teaching Children for Their Tomorrows", του Albert H. Yee ένα παιδί να τρέχει στα τέσσερα ανάμεσα σε μια αγέλη λύκων. Προσπάθησαν να το πιάσουν με ένα δίχτυ. Το αγόρι δάγκωσε έναν από τους άνδρες, ενώ οι λύκοι αντιστάθηκαν σθεναρά στην απαγωγή του συντρόφου τους και θανατώθηκαν όλοι. Το αγόρι ήταν τότε εφτά χρονών. Έλαβε το όνομά Ντζούμα, που σημαίνει «αγόρι-λύκος» και μεταφέρθηκε σε ίδρυμα προκειμένου να αρχίσει θεραπεία.
Χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός, προτού ο Ντζούμα πειστεί να κοιμάται στο κρεβάτι και όχι κάτω από αυτό, και τέσσερα χρόνια προτού μάθει τις πρώτες του λέξεις. Αν και δεν έγινε γνωστό από ποια ηλικία ζούσε με τους λύκους, μπόρεσε με τη νοηματική να εξηγήσει στους γιατρούς πως όταν ήταν μικρότερος και η αγέλη έβγαινε για κυνήγι, ο ίδιος καβαλούσε την πλάτη της λύκαινας που είχε γίνει μητέρα του. Αργότερα, έμαθε και εκείνος να τρέχει στα τέσσερα.
Ο Ντζούμα πέρασεΗ ιστορια του Ντιούμα αναφέρεται στο βιβλίο της ακαδημαϊκού "Encounters with Wild Children: Temptation and Disappointment in the Study of Human Nature", McGill Queen's Press τη ζωή του στο ίδρυμα, με τους θεραπευτές να προσπαθούν να τον κάνουν να αφήσει τις παλιές του συνήθειες. Το 1991, όταν ήταν 37 ετών, είχε μάθει να πλένει τα δόντια του και να χρησιμοποιεί την τουαλέτα, αλλά εξακολουθούσε να περπατά στα τέσσερα, να τρώει ωμό κρέας και να δαγκώνει όποτε πείναγε ή ένιωθε φόβο. Κάποιες μέρες οι νοσοκόμοι έρχονταν σε επαφή με τα αποτελέσματα της νυχτερινής επιδρομής του στο κοτέτσι του ιδρύματος. Τελικά, ένας από τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν δήλωσε πως θα εγκατέλειπαν τις προσπάθειες. «Το μυαλό του είναι με τους λύκους. Θα ουρλιάζει στο φεγγάρι για την υπόλοιπη ζωή του».
Το 1996, σε ένα δάσος της βόρειας Νιγηρίας βρέθηκε με μια οικογένεια χιμπατζήδων ο Μπέλο. Ήταν μόλις 2 χρονών. Επειδή το αγόρι ήταν σωματικά και ψυχικά ασθενές, θεωρήθηκε πως οι γονείς του, που ανήκαν στην νομαδική φυλή Φουλάνι η οποία διανύει τεράστιες αποστάσεις κάθε χρόνο, τον είχαν παρατήσει όταν ήταν μόλις 6 μηνών, πράξη όχι ασυνήθιστη μεταξύ της φυλής. Ο Μπέλο είχε υιοθετήσει το περπάτημα των χιμπατζήδων που τον είχαν μεγαλώσει: περπατούσε στα δύο του πόδια, με τα χέρια του ριγμένα στο πλάι. Έβγαζε κραυγές και ήταν βίαιος απέναντι στα υπόλοιπα παιδιά στο ίδρυμα όπου μεταφέρθηκε. Έσπαγε και εκτόξευε αντικείμενα και χτυπούσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του με δύναμη, μια χαρακτηριστική κίνηση των χιμπατζήδων. Αν και σε κάποιο βαθμό ηρέμησε, δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή και να αποβάλει το παλιό του περπάτημα. Μέχρι να πεθάνει σε ηλικία 11 χρονών το 2005, από αδιευκρίνιστα αίτια, ο Μπέλο είχε συνεχείς εκρήξεις επιθετικότητας και δεν είχε καταφέρει να μιλήσει.
O Σάτερντεϊ πήρε το όνομά του από την ημέρα που τον βρήκαν. Πέντε χρονών, εντοπίστηκε το 1987 σε ένα δάσος στο Κουαζούλου Νατάλ της Νοτίου Αφρικής με μια ομάδα πιθήκων. Του άρεσε να σκαρφαλώνει σε δέντρα και να τρώει φρούτα, έχοντας προτίμηση στις μπανάνες. Όταν δόθηκε για φροντίδα σε ειδικό σχολείο της περιοχής και πια χρειαζόταν ένα επώνυμο, η Ethel Mthiyane, που είχε ιδρύσει το σχολείο, του έδωσε το δικό της.
«Ήταν πολύ βίαιος τις πρώτες ημέρες εδώ», θυμάται η ίδια. «Έσπαγε τα πράγματα που βρίσκονταν στην κουζίνα, έμπαινε και έβγαινε από τα παράθυρα. Δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά, τα χτυπούσε. Του άρεσε το ωμό, κόκκινο κρέας. Το έκλεβε από το ψυγείο, ακόμα και τώρα το κάνει!». Μια δεκαετία αφότου ο Σάτερντεϊ επέστρεψε στον πολιτισμό, οι δημοσιογράφοι που τον επισκέφτηκαν διαπίστωσαν"Child of the wild still spurns life as a human", Mail and Guardian πως δεν είχε αλλάξει πολύ. Καθώς πλησίαζαν το σχολείο, ο Σάτερντεϊ σκαρφάλωσε στο αμάξι τους και μπήκε μέσα από το παράθυρο. Είχε πειστεί να μην κοιμάται και να μην κυκλοφορεί πια γυμνός, όπως επίσης να μην αντιδρά όταν ήταν η ώρα για το μπάνιο του. Ωστόσο, ακόμη δεν μπορούσε να πει ούτε μία λέξη. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια μόνο για να μάθει να περπατάει όρθιος.
Όταν οι δημοσιογράφοι του πρόσφεραν φρούτα, ο Σάτερντεϊ τα πήρε ένα-ένα, τα δάγκωσε και τα πέταξε προκειμένου να επιστρέψει σε αυτά αργότερα. Είχε ακόμα προτίμηση στις μπανάνες και το ενδεχόμενο να μοιραστεί κάποιο από τα φρούτα του με τους δασκάλους ή τους άλλους μαθητές δεν υπήρχε. Οι ψυχολόγοι του σχολείου εκτιμούν πως είναι διανοητικά ασθενής και πως δεν θα μπορέσει ποτέ του να προσαρμοστεί πλήρως.
Με συντροφιά τους σκύλους
Τις αρχές της δεκαετίας του ’80, το ζεύγος Μαλάγια ζούσε σε ένα χωριό της ουκρανικής περιφέρειας Κέρσον Όμπλαστ, μια περιοχή βόρεια της Κριμαίας. Αλκοολικοί και οι δύο, ήταν πολύ απασχολημένοι με το να τσακώνονται διαρκώς, για να προσέξουν ένα βράδυ πως είχαν ξεχάσει έξω από το σπίτι την τρίχρονη κόρη τους. Αναζητώντας φαγητό και προστασία από το κρύο, η Οξάνα μπουσούλησε μέχρι ένα γειτονικό καταφύγιο στο οποίο ζούσαν σκύλοι. Δεν την αναζήτησε κανείς και πέρασαν πέντε χρόνια ώσπου κάποιος γείτονας να ειδοποιήσει την Αστυνομία για “το παιδί που ζούσε με αδέσποτα”.
Στα χρόνια που πέρασε με μόνη συντροφιά τα σκυλιά, η Οξάνα αφομοίωσε πλήρως τις συμπεριφορές τους κι έγινε μια από αυτά. Τρεφόταν με ωμό κρέας και αποφάγια, κινούνταν στα τέσσερα και με τη γλώσσα έξω, γάβγιζε. Με την εντατική θεραπεία που ακολούθησε κατάφερε να αρχίσει να μιλάει έστω και με έναν τρόπο άκαμπτο, να μετράει αν και όχι να προσθέτει. Οι γιατροί που την εξέτασαν όταν ήταν 23 χρονών εκτίμησαν"Cry of an enfant sauvage", The Telegraph πως είχε διανοητικές ικανότητες 6χρονου και δεν θα μπορούσε να ζήσει έξω από το ίδρυμα στο οποίο φιλοξενείται. Εκεί, η Οξάνα έχει αναλάβει να προσέχει τις αγελάδες και εξακολουθεί να νιώθει ευχάριστα όταν βρίσκεται στη συντροφιά σκυλιών.
Η Οξάνα δεν είναι η μόνη περίπτωση παιδιού που μεγάλωσε με σκύλους"Dog Boy': The Complicated Humanity Of A Wild Child", NPR, σε συνθήκες ίσως καλύτερες από εκείνες που άφησε πίσω του.
Μην αντέχοντας το περιβάλλον του σπιτιού του στη Μόσχα, ο 4χρονος Ιβάν Μισούκοφ"Ivan Mishukov: Moscow’s Dog Boy" το έσκασε και βρέθηκε στο δρόμο να ζητιανεύει. Για τα επόμενα δύο χρόνια, ήταν ο αρχηγός μιας αγέλης αδέσποτων σκύλων. Σε αντάλλαγμα για το φαγητό που μοιραζόταν μαζί τους, οι σκύλοι τον άφηναν να κοιμάται μαζί τους, κρατώντας τον ζεστό τα βράδια, προστατεύοντας τον από την απειλή των ανθρώπων.
Η αστυνομία χρειάστηκε να προσπαθήσει τρεις φορές για να καταφέρει να αποσπάσει τον Ιβάν από τους σκύλους, που τον υπερασπίζονταν με λύσσα. Τελικά, κατάφεραν να τον ξεμοναχιάσουν παραπλανώντας τα σκυλιά με φαγητό. Έχοντας μάθει να μιλάει πριν εγκαταλείψει το σπίτι του, ο Ιβάν δεν αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα προσαρμογής στην νέα του ζωή. Τα βράδια βέβαια, λένε, εξακολουθεί να ονειρεύεται σκυλιά. Η ιστορία του έγινε το θεατρικό έργο «Ivan and the Dogs"Ivan and the Dogs", Τhe Telegraph».
Ίσως έτσι να εξελισσόταν και η περίπτωση του Άλεξ Ρίβας"Boy who was raised by dogs", The Daily Mail στη Χιλή, αν περνούσε περισσότερο χρόνο με τους 15 σκύλους που για 2 χρόνια έγιναν η οικογένειά του. Ο Άλεξ εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε ηλικία 5 χρονών και πέρασε περίπου 3 χρόνια σε ίδρυμα για ορφανά, πριν το σκάσει το 1998. Στην πόλη του Ταλκαουάνο, στον νότο της χώρας, βρήκε καταφύγιο σε μία σπηλιά κι έπιασε παρέα με τα αδέσποτα. Κοιμόταν μαζί τους, έτρωγε από τα σκουπίδια και αποφάγια όπως εκείνα, βύζαινε από μια σκύλα. Όταν η περίπτωσή του έγινε γνωστή και ένας αστυνομικός προσπάθησε να τον πλησιάσει, ο μικρός βούτηξε στα νερά του Ειρηνικού για να ξεφύγει. Στο κέντρο θεραπείας που μεταφέρθηκε, διαγνώστηκε με συμπτώματα κατάθλιψης και επιθετικότητας λόγω του χωρισμού του από την παρέα του. Ο Άλεξ μπορούσε να μιλήσει. Αλλά δεν ήθελε. Κάποια στιγμή του ζήτησαν να ζωγραφίσει την οικογένειά του και εκείνος ζωγράφισε μερικά σκυλιά, παρακαλώντας να τον αφήσουν να επιστρέψει κοντά τους.
Έναν χρόνο μετά τον Άλεξ, ένα άλλο αγόρι εντοπίστηκε"Wolf boy is welcomed home by mother after years in the wild", The Telegraph στο δάσος της Τρανσιλβανίας να ζει μακριά από τους ανθρώπους. Ο Τράιαν Καλντάραρ το είχε σκάσει κι αυτός από ένα προβληματικό σπιτικό σε ηλικία 4 χρονών και είχε περάσει τρία χρόνια με τη συντροφιά άγριων σκύλων. Όταν εντοπίστηκε από ένα βοσκό, ήταν κουλουριασμένος σε ένα χαρτοκιβώτιο. Φανερά υποσιτισμένος, έμοιαζε τριών ετών. Είχε ξεχάσει να μιλά και είχε υιοθετήσει πλήρως τις κινήσεις των σκύλων, προτιμώντας για πολύ ακόμη καιρό να κοιμάται κάτω από το κρεβάτι του. Σήμερα ζει με τον παππού του, πλήρως επανενταγμένος.
Μεγαλώνοντας σε σπίτι, αλλά δίχως άνθρωπο
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι συνθήκες είναι τέτοιες που δημιουργείται κάτι ακόμη περισσότερο ασυνήθιστο: το παιδί μεγαλώνει μεν στο σπίτι του, με τους γονείς του, δίχως όμως να λάβει την παραμικρή σημασία από αυτούς. Έτσι, καταλήγει να μιμείται την συμπεριφορά των ζώων, αφού μόνο με αυτά έχει επαφή. Στην Ρωσία έγινε γνωστή η περίπτωση της τρίχρονης Μαντίνα"Real-life Russian 'Mowgli' girl cared for by dogs", The Telegraph, που μεγάλωσε με τη μητέρα της η οποία την αγνοούσε. Η Μαντίνα κινούνταν στα τέσσερα, έτρωγε από το πάτωμα όπως τα σκυλιά του σπιτιού, και κοιμόταν μαζί τους τα βράδια.
Η μητέρα του Πράβα, επίσης στη Ρωσία, δεν τον κακομεταχειριζόταν ούτε τον άφηνε νηστικό, όμως δεν του μιλούσε ποτέ. Η μόνη συντροφιά που είχε το μικρό αγόρι ήταν τα δεκάδες πουλιά που βρίσκονταν στο σπίτι τους και με αυτά έμαθε να επικοινωνεί. Όταν οι κοινωνικοί λειτουργοί έφτασαν στο σπίτι του το 2007, βρήκαν τον εφτάχρονο Πράβα να τιτιβίζει και να κουνάει τα χέρια του στο πλάι σαν φτερά. Πολλές ομοιότητες έχει και η αρκετά γνωστή ιστορία του Σουζίτ Κουμάρ, του αγοριού που πέρασε"Four years locked in a poultry coop, the next 20 tied to a bed", The Guardian τα παιδικά του χρόνια τη δεκαετία του ’70 κλειδωμένο σε ένα κοτέτσι στο Φίτζι, υιοθετώντας πλήρως την συμπεριφορά, τις κινήσεις και τις συνήθειές τους
H μυθιστορηματική ζωή της Μαρίνα Τσάπμαν
Στο Μπράντφορντ όπου ζει σήμερα, η Μαρίνα ΤσάπμανMarina Chapman διηγιόταν ιστορίες από τη ζούγκλα για να νανουρίσει τα παιδιά της. Μόνο που εκείνη δεν χρειαζόταν βοήθεια από κάποιο βιβλίο: απλώς ανέτρεχε στις αναμνήσεις της.
Η Τσάπμαν γεννήθηκε στην Κολομβία και το 1954 ήταν πέντε ετών. Έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της, όταν κάποιος την απήγαγε, προφανώς για να ζητήσει λύτρα εκείνα τα χρόνια της ταραχής. Για κάποιο λόγο, όμως, το κοριτσάκι αφέθηκε στα βάθη ενός τροπικού δάσους, μοναχό και τρομοκρατημένο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, λίγες ημέρες μετά, μια ομάδα μαϊμούδων καπουτσίνων εγκαταστάθηκε δίπλα της. Παρά τις πρώτες της ανησυχίες, δεν την πείραξαν. Η μικρή –και πολύ πεινασμένη– Τσάπμαν παρακολουθούσε τις κινήσεις τους, τον τρόπο που επικοινωνούσαν, πώς εξασφάλιζαν το φαγητό τους. Εκείνες μάλλον την αγνοούσαν, μέχρι την ημέρα που η μικρή έπαθε δηλητηρίαση τρώγοντας έναν ταμάρινδοΒικιπαιδεία και ο μεγαλύτερος από την ομάδα, τον οποίο στην αυτοβιογραφίαΤο βιβλίο «The Girl With No Name: The Incredible Story of a Child Raised by Monkeys» στο Amazon της αποκαλεί παππού, της έσωσε την ζωή οδηγώντας την σε μια πηγή. Το νερό της προκάλεσε εμετό με αποτέλεσμα να γίνει καλά. Από τότε, η Τσάπμαν ακολουθούσε παντού την νέα παρέα της, έμαθε να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να κοιμάται στις φωλιές τους, να περπατάει στα τέσσερα, να επιλέγει ασφαλή τροφή.
Πέντε χρόνια αργότερα, κάποιοι κυνηγοί που βρίσκονταν στο δάσος την βρήκαν. Η Τσάπμαν πίστεψε πως σώθηκε, αλλά εκείνοι την πούλησαν σε ένα πορνείο. Όταν το έσκασε από εκεί, βρέθηκε στον δρόμο, εξασφαλίζοντας την επιβίωσή της από μικροκλοπές. Πέρασε καιρός ώσπου να μπορέσει να ταξιδέψει στην Αγγλία, όπου παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. Η ζωή της έγινε ντοκιμαντέρΤο πρώτο επεισόδιο και έχει μιλήσει για την ιστορία της σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η ιστορία της Τσάπμαν, και κυρίως ο όγκος των λεπτομερειών που η ίδια δείχνει να θυμάται για την ζωή της στην ζούγκλα, ενώ ήταν μόλις πέντε χρονών, έχουν εγείρει δυσπιστία "Was Marina Chapman really brought up by monkeys?", The Guardianσε πολλούς, αναφορικά με την εγκυρότητα όσων ισχυρίζεται. Οι επιστήμονες που την έχουν εξετάσει πιστοποιούν πως έχει υποφέρει από υποσιτισμό, στα χρόνια που εκείνη ισχυρίζεται πως ζούσε στην ζούγκλα, και η ίδια έχει δεχθεί να υποβληθεί σε τεστ αλήθειας, το οποίο πέρασε με επιτυχία.
Ο βαθμός στον οποίον έχει προσαρμοστεί στην κοινωνία, όμως, ξαφνιάζει. Το σύνηθες είναι τα παιδιά που στερήθηκαν την ανθρώπινη επαφή στα πιο κρίσιμα χρόνια για την ανάπτυξή τους, να μην καταφέρνουν ποτέ να θεραπευτούν πλήρως. Συνήθως, μένουν κλεισμένα σε κάποιο ίδρυμα για την υπόλοιπη ζωή τους, να αναπολούν την παλιά τους συντροφιά.
Όλα δείχνουν ότι τα “παιδιά ΜόγληςFeral child” θα συνεχίσουν να μας στοιχειώνουν. Όπως υποστηρίζει "Savage Girls And Wild Boys: A History Of Feral Children by Michael Newton", The Guardianο Μάικλ Νιούτον στο βιβλίο του «Savage Girls and Wild Boys: A History of Feral ChildrenΣτο Good Reads», τα παιδιά αυτά μας προσφέρουν την ευκαιρία να δούμε τους εαυτούς μας με ένα καινούριο βλέμμα, ως κάτι τελείως ξένο προς ό,τι έως τότε γνωρίζαμε. Και μας θυμίζουν την κατακερματισμένη σχέση που έχουμε με την άγνωστη και άγρια πλευρά του εαυτού μας.
Πηγή: insidestory.gr