Σε μια προσπάθεια των τραπεζών, να στηρίξουν την κερδοφορία τους, η οποία παραμένει «ασθενής» ως συνέπεια της μειωμένης παραγωγής νέων δανείων, τα ιδρύματα προχωρούν σε τακτικές αναπροσαρμογές των τιμολογίων τους, αυξάνοντας κάποιες από τις υφιστάμενες χρεώσεις ή επιβάλλοντας νέες.
«Η Εθνική Τράπεζα, για παράδειγμα, ο τιμοκατάλογος εργασιών της οποίας αποτέλεσε αφορμή για να επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για τις τραπεζικές χρεώσεις, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να εναρμονιστεί με τις υπόλοιπες, όσον αφορά στο κόστος ορισμένων συναλλαγών», σχολιάζουν στον Ελεύθερο Τύπο αρμόδιες πηγές. Προς επίρρωση, η ΕΤΕ έβαλε προμήθεια 0,30 ευρώ στους λογαριασμούς του νερού και του ρεύματος, που εξοφλούνται μέσω Διαδικτύου (0,50 ευρώ από αρχές Νοεμβρίου), με τις αντίστοιχες χρεώσεις να διαμορφώνονται ήδη από πέρυσι σε 0,50 ευρώ για τη Eurobank, 0,60 για την Πειραιώς και από 0,15 ευρώ – 0,30 ευρώ στην Alpha Bank.
«Το ίδιο ισχύει τόσο για την ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ άλλης τράπεζας (εκτός της Eurobank, το κόστος για τις υπόλοιπες κυμαίνεται από 0,18 ευρώ έως 0,20 ευρώ) όσο και για την έκδοση PIN, που “αγγίζει” τα τρία ευρώ κατά μέσο όρο», συνεχίζουν οι παραπάνω πηγές και καταλήγουν: «Κάποιες από τις προμήθειες της ΕΤΕ, βέβαια (τα 0,15 ευρώ, για παράδειγμα, για την εκτύπωση αντιγράφου των επτά τελευταίων κινήσεων) εφαρμόζονται για πρώτη φορά. Δεδομένου, δε, ότι το εκάστοτε ίδρυμα παρακολουθεί τον ανταγωνισμό, δεν αποκλείεται η επίμαχη χρέωση να εφαρμοστεί σταδιακά και από τα υπόλοιπα».
Προσφυγές
Στο πλαίσιο αυτό, ήδη η «Ενωση Καταναλωτών Η ποιότητα της Ζωής» (ΕΚΠΟΙΖΩ) έχει προαναγγείλει προσφυγή στη Δικαιοσύνη, με την αντιπρόεδρο, Παναγιώτα Καλαποθαράκου, να ζητά, επίσης, παρέμβαση από τα συναρμόδια υπουργεία Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Οικονομικών. «Μόνο σε μία περίπτωση υποχρεώθηκαν οι τράπεζες να άρουν μία χρέωση, έπειτα από πολιτική παρέμβαση. Ηταν επί υπουργίας Φώλια και αφορούσε στην – άδικη, ας το παραδεχτούμε- προμήθεια επί χαμηλού υπολοίπου», σχολιάζουν τραπεζικά στελέχη, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες που θέλουν την Επιτροπή Ανταγωνισμού να ασχολείται με το ζήτημα των χρεώσεων στα ΑΤΜs.
Αναπροσαρμογές
«Ο “τιμοκατάλογος τραπεζικών υπηρεσιών” διευρύνεται συνεχώς, σε αντίθεση με τα φοροκίνητρα που δίνει η κυβέρνηση για μεγαλύτερη χρήση πλαστικού χρήματος», επισημαίνει, από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ), Βασίλης Κορκίδης, υποστηρίζοντας ότι οι τράπεζες, βλέποντας πως αυξάνονται οι εκατοντάδες χιλιάδες, που υποχρεώνονται να συναλλάσσονται με πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα, με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες και e-banking, προχωρούν σε νέες προμήθειες και σε αυξήσεις παλαιότερων, για την κάλυψη όχι μόνο του κόστους έκδοσης και διάθεσης καρτών στους πελάτες τους, αλλά και σημαντικών εισροών, πέραν του υπερβολικού επιτοκίου, που επιβάλλουν.
Εμβάσματα
Υψηλές προμήθειες για πολλές από τις εργασίες που πραγματοποιούνται, τόσο στα γκισέ όσο και μέσω internet/phone banking, κρατούν οι τράπεζες. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από την αναζήτηση που έκανε ο «Ε.Τ.» στα τιμολόγια των τεσσάρων συστημικών ομίλων, για ένα έμβασμα, ύψους 1.000 ευρώ, που αφορά, για παράδειγμα, στα πάγια και μη μηνιαία έξοδα ενός φοιτητή, είτε εντός είτε εκτός Ελλάδας, η χρέωση έχει ως εξής:
* Eurobank: Στα 15 ευρώ στα καταστήματα και από ένα έως έξι ευρώ μέσω Διαδικτύου/τηλεφώνου.
* Alpha Bank: Στα 12 ευρώ η συναλλαγή στο κατάστημα και στο ένα ευρώ μέσω εναλλακτικών δικτύων.
* Εθνική Τράπεζα: Σε οκτώ και ένα ευρώ αντίστοιχα.
* Τράπεζα Πειραιώς: Σε 11 ευρώ για συναλλαγές μέσω γκισέ, έξι ευρώ μέσω τηλεφώνου και ένα ευρώ μέσω Διαδικτύου.
Αναλήψεις…
Στο μεταξύ, αύξηση της τάξεως του 100% ισχύει ήδη από το καλοκαίρι στις χρεώσεις για αναλήψεις μετρητών μέσω ΔΙΑΣ. Ειδικότερα, από τις 22 Ιουλίου όσοι «σηκώνουν» χρήματα από ATM άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, διαφορετικό αυτού στο οποίο διατηρούν λογαριασμό, επιβαρύνονται από δύο έως και τρία ευρώ ανά συναλλαγή. «Μέχρι σήμερα οι ελληνικές τράπεζες εξυπηρετούσαν τους πελάτες όλων των εγχώριων ιδρυμάτων μέσω του συστήματος ΔΙΑΣ και χρέωναν για συναλλαγές με κάρτες άλλων τραπεζών χαμηλότερη προμήθεια από εκείνη, που ίσχυε για τους ξένους, που συναλλάσσονται μέσω Visa ή Mastercard. Για παράδειγμα, ο Ελληνας πελάτης χρεωνόταν για ανάληψη από ATM άλλης τράπεζας από 1,30 ευρώ έως και 1,65 ευρώ, όταν ο Γερμανός, ο Γάλλος ή ο Ιταλός τουρίστας χρεωνόταν σχεδόν δύο φορές πάνω», σημειώνουν αρμόδια στελέχη, για να προσθέσουν: «Πλέον η αντιμετώπιση είναι κοινή, επιβάλλοντας την ίδια Direct Access Fee (DAF) σε όλους». Ταυτόχρονα, οι τράπεζες επιβάλλουν χρεώσεις και ως εκδότες της κάρτας (issuers), οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 0,60 λεπτά και 0,75 λεπτά.
Οσον αφορά στις κάρτες, οι μεν χρεωστικές επιβαρύνονται με επιπλέον έξοδα για την επανέκδοση κατόπιν απώλειας (στα έξι ευρώ, εκτός της Alpha Bank, που χρεώνει πέντε ευρώ) ή την επανέκδοση PIN και οι δε πιστωτικές έχουν συνδρομή, που κυμαίνεται από τα 29 ευρώ (Τράπεζα Πειραιώς) έως και τα 33 ευρώ (ΕΤΕ).
Ακριβές… ρυθμίσεις
Βαθιά το χέρι στην τσέπη καλούνται να βάλουν, από την πλευρά τους, και οι δανειολήπτες, που -ελέω οικονομικής αδυναμίας- επιθυμούν να αλλάξουν τους όρους σύμβασης του στεγαστικού τους. Οι προμήθειες, μάλιστα, που χρεώνουν οι τράπεζες αφορούν τόσο στους ενήμερους όσο και στους «κόκκινους» οφειλέτες και δη σε μία στιγμή που τα ιδρύματα οργανώνουν εκστρατείες προσέλκυσής τους στα γκισέ για ρύθμιση. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τους τέσσερις ομίλους, οι χρεώσεις, που επιβάλλονται σε μία σειρά από αιτήματα, όπως η αλλαγή της διάρκειας αποπληρωμής, η μερική άρση της προσημείωσης ή η παροχή περιόδου χάριτος κατά τη διάρκεια εξυπηρετήσεως του δανείου, ξεκινούν από 50 ευρώ για να φτάσουν ακόμη και πάνω από τα 250 ευρώ.
Μειώσεις μόνο όταν αυξηθούν οι χορηγήσεις
Πρόθυμες να αναπροσαρμόσουν προς τα κάτω την τιμολογιακή τους πολιτική εμφανίζονται οι τράπεζες, αρκεί να ανεβάσουν… ρυθμούς οι χορηγήσεις νέων δανείων. «Αυξάνοντας την παραγωγή, αυτομάτως ενισχύουμε και τα έσοδα από τόκους, γεγονός που επιτρέπει στις τράπεζες να επιδείξουν μία κάποια ευελιξία όσον αφορά στις υπόλοιπες χρεώσεις», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Στο… κυνήγι των χορηγήσεων, μάλιστα, δεν προσέρχονται άοπλες. «Έχουμε ήδη προχωρήσει σε συνεργασίες με διάφορους εκπροσώπους της αγοράς. Στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, για παράδειγμα, δεν περιμένουμε να έρθει ο πελάτης στο κατάστημα και να μας γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να λάβει δάνειο, για να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Συνεργαζόμαστε με παράγοντες της αγοράς αυτοκινήτου, που διαθέτουν τα προϊόντα μας. Αντιστοίχως, στο στεγαστικό έχουμε έρθει σε συμφωνία με μεσίτες, ενώ στο επιχειρηματικό κομμάτι εφαρμόζουμε τη μέθοδο της προσωπικής επαφής με τους επιχειρηματίες, που διαθέτουν business plan και επιθυμούν τη χρηματοδότηση», καταλήγουν. Αξίζει να επισημανθεί πως το 2018 έκλεισε με νέες χορηγήσεις, ύψους 400 εκατ. ευρώ στο στεγαστικό, 500 εκατ. ευρώ στο καταναλωτικό και 650 εκατ. ευρώ στο χαρτοφυλάκιο μικρών επιχειρήσεων. Η αύξηση σε σχέση με το 2017 ήταν περίπου 35% για τα στεγαστικά (μαζί με το πρόγραμμα «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον»), 40% για τα καταναλωτικά και 50% για τις μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις.
Από την έντυπη έκδοση του «Ελεύθερου Τύπου»