Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης πολλά ακούσαμε για τους «φοροφυγάδες» Έλληνες και τους «νομοταγείς» Ευρωπαίους, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, όπως φαίνεται κι από το τελευταίο σκάνδαλο φοροδιαφυγής που ξέσπασε στην Ευρώπη.
Πανευρωπαϊκών διαστάσεων και κόστους τουλάχιστον 55 δισεκατομμυρίων ευρώ κρατικών πόρων φαίνεται τελικά ότι είναι το σκάνδαλο φοροδιαφυγής «cum-ex», σύμφωνα με το αποτέλεσμα έρευνας την οποία παρουσιάζουν σήμερα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, μεταξύ των οποίων το πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και η εφημερίδα «Die Ζeit».
Η έρευνα των γερμανικών αρχών αφορούσε εκατοντάδες υποθέσεις φοροαπάτης, όπου τράπεζες και χρηματιστές αντάλλασσαν μετοχές με (cum) και χωρίς (ex) δικαιώματα μερισμάτων, με σκοπό την απόκρυψη της ταυτότητας των πραγματικών ιδιοκτητών, αλλά και την πρόσβαση και των δύο πλευρών στην διεκδίκηση επιστροφής φόρων οι οποίοι όμως είχαν καταβληθεί μόνο μία φορά.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της έρευνας, τουλάχιστον δέκα ακόμη χώρες εκτός από την Γερμανία (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία, Ελβετία, Δανία, Αυστρία, Φινλανδία, Νορβηγία, Ιταλία, Ολλανδία) επηρεάζονται από τις ίδιες πρακτικές φορολογικής απάτης, ενώ η ζημιά στα κρατικά ταμεία υπολογίζεται στα 55,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η τράπεζα Santander είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής που εμπλέκεται στο σκάνδαλο και όπως προκύπτει από εμπιστευτικά έγγραφα που έχουν στη διάθεσή τους τα εν λόγω ΜΜΕ, οι Εισαγγελείς της Κολωνίας ερευνούν από τον περασμένο Ιούνιο τον ρόλο της τράπεζας και έχουν διαπιστώσει ήδη ότι εμπλέκεται στην υπόθεση. Σύμφωνα με επιστολή της Εισαγγελίας στους δικηγόρους της Santander, υπάρχουν υποψίες ότι η τράπεζα «σχεδίασε και εκτέλεσε συναλλαγές οι οποίες διευκόλυναν σοβαρή φοροδιαφυγή» από το 2007 έως και το 2011.
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε το 2016 όταν διαπιστώθηκε ότι πολλές γερμανικές τράπεζες εκμεταλλεύονταν ένα «παραθυράκι» στην νομοθεσία, το οποίο επέτρεπε σε δύο πλευρές να διεκδικούν ταυτόχρονα την ιδιοκτησία των ίδιων μετοχών και έτσι να διεκδικούν επιστροφές φόρων παρότι δεν το δικαιούνταν. Με αυτόν τον τρόπο χάθηκαν δισεκατομμύρια σε δημόσιους πόρους οι οποίοι δεν θα έπρεπε να έχουν καν εκταμιευθεί.