Κατηγορηματικός ήταν για ακόμη μία φορά, ο υπουργός Εξωτερικών, αλλά και ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Σεμπάστιαν Κουρτς, όσον αφορα την οριστική λήξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας.
Σε δηλώσεις του την Τετάρτη ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός του συγκυβερνώντος με τους Σοσιαλδημοκράτες συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος ανακοίνωσε πως, στο πλαίσιο της προετοιμασίας στις Βρυξέλλες του Άτυπου Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών αυτή την εβδομάδα στο Ταλίν, θα υποστηρίξει τη Γερμανία της οποίας η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει δια στόματος της καγκελαρίου Αγγελα Μέρκελ ότι θα μπλοκάρει τις διαπραγματεύσεις για επέκταση της τελωνειακής ένωσης ενόσω δεν αλλάζει η κατάσταση στην Τουρκία.
Η τελωνειακή ένωση με την Τουρκία που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 1995 αφορά μόνον συγκεκριμένα προϊόντα και οι διαπραγματεύσεις για μία επέκτασή της στους τομείς της γεωργίας, της παροχής υπηρεσιών και της σύναψης συμβάσεων για δημόσια έργα επρόκειτο να αρχίσουν τον περασμένο Δεκέμβριο.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών είχε εμφανιστεί επιβεβαιωμένος στην έντονη κριτική που ασκεί εναντίον της Άγκυρας, και στην απαίτησή του για διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Άγκυρα.
Τονίζοντας χαρακτηριστικά πως «αυτή η Τουρκία δεν έχει θέση στην ΕΕ» , είχε εκφράσει την ικανοποίησή του που “οι Βρυξέλλες έχουν αλλάξει εν μέρει τη γραμμή τους και η ΕΕ έχει τώρα μία πιο σαφή γραμμή σε σχέση με την Τουρκία”, κάτι που ο ίδιος ζητούσε εδώ και πολύ καιρό.
Το πάγιο «όχι» του Σεμπάστιαν Κουρτς σε μία ένταξη «αυτής της Τουρκίας» στην ΕΕ περιέχεται και στο πρόσφατο έγγραφό του με τις προτάσεις του για την αυστριακή Προεδρία στην ΕΕ, το δεύτερο εξάμηνο του 2018, στο οποίο τονίζει πως «είναι καιρός η Ευρώπη να αποσαφηνίσει τη σχέση με την Τουρκία».
Ταυτόχρονα ο Κουρτς σημειώνει πως, σε αντίθεση με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, «η Τουρκία απομακρύνεται εδώ και χρόνια από την ΕΕ» και η περυσινή αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος έχει επιταχύνει ακόμη περισσότερο αυτή τη διαδικασία, έχοντας «δραματικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κράτος δικαίου και στη δημοκρατία».