Στο εβδομαδιαίο δελτίου για τις οικονομικές εξελίξεις ο ΣΕΒ επισημαίνει την ανάγκη δημιουργίας ενός σημαντικού αποθεματικού ρευστότητας που θα διασφαλίσει την επιτυχή έξοδο της χώρας στις αγορές παρουσιάζοντας αναλυτικά το παράδειγμα της Πορτογαλίας που βγήκε από το Πρόγραμμα τον Μάιο του 2014.
Όπως επισημαίνει, το γεγονός που εδραίωσε την εικόνα μιας δημοσιονομικά πειθαρχημένης χώρας στην αγορά κεφαλαίων και βοήθησε στη δραστική μείωση του επιτοκίου δανεισμού το 2014, ήταν ότι η Πορτογαλία βγήκε από το Πρόγραμμα έχοντας αποθεματοποιήσει ρευστά διαθέσιμα συνολικού ύψους 15,6 δισ. ευρώ. Το αποθεματικό αυτό ήταν αρκετά υψηλό, ώστε να καλύψει το εναπομείναν δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014 μετά το πέρας του Προγράμματος (Μάιος 2014), και ολόκληρο το προσδοκώμενο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015.
Για τον λόγο αυτό -τονίζει ο ΣΕΒ- είναι σημαντικό να επιδιωχθεί η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων το 2017 και το 2018, όπως επίσης τα πλεονάσματα των ετών 2016, 2017 και 2018 να μην καταλήξουν σε παροχές. Αναφέρει ακόμη ότι η δημιουργία αποθεματικού προϋποθέτει την είσπραξη όλων των δόσεων του προγράμματος από εδώ και πέρα, μέρος των οποίων προορίζεται για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 6,5 δισ. ευρώ.
«Για την Ελλάδα είναι όρος επανάκτησης αυξημένης ελευθερίας στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, να μην υπάρξει νέα χρηματοδότηση και 4ο Μνημόνιο όταν λήξει το τρέχον πρόγραμμα, εκτός ενδεχομένως κάποιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής καθώς η χώρα θα βγαίνει στις αγορές», αναφέρει ο Σύνδεσμος.
«Μία φιλόδοξη Ελλάδα πρέπει να ακολουθεί σταθερή γραμμή πλεύσης, χωρίς καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και αποκλίσεις στα δημοσιονομικά, προσηλωμένη στην επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης. Εάν η χώρα δεν παραμείνει εντός του πλαισίου της μόνιμης πλεονασματικής δημοσιονομικής διαχείρισης που διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδίως όταν δεν θα υπάρχει ο καταναγκασμός του Μνημονίου, σύντομα θα βρεθεί χωρίς τη στήριξη και την αλληλεγγύη κανενός. Η χώρα εισέρχεται από το 2018 σε μία πορεία σταθερότητας, όπου η ισχυρή ανάπτυξη θα πρέπει να επιδιώκεται ως αντίβαρο των πρωτογενών πλεονασμάτων που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα του χρέους».