Το αμερικανικό κατεστημένο βρίσκεται σε πανικό καθ' όλη τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ, καθώς ο δισεκατομμυριούχος είναι αποφασισμένος να χαράξει τη δική του πολιτική κάτι πρωτοφανές για Αμερικανό πρόεδρο τα τελευταία 30χρόνια.
Έτσι προσπαθεί συνεχώς να σκαλίσει το περιβάλλον του Αμερικανού προέδρου με στόχο να βρει σκάνδαλα στα οποία ίσως να μπορέσει να τον εμπλέξει και στη συνέχεια να τον αποπέμψει.
Μέχρι στιγμής δύο δήθεν σκάνδαλα ξεχωρίζουν, το πρώτο είναι η υποτιθέμενη σύμπραξη της εκστρατείας του με τη Ρωσία και το δεύτερο είναι οι πληρωμές του δικηγόρου του σε πρώην ερωμένες του για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.
Και στα δύο μέτωπα ο Ντόναλντ Τραμπ υπέστη την Τρίτη διπλό, σκληρό πλήγμα , καθώς ο πρώην προσωπικός του δικηγόρος ομολόγησε και ενέπλεξε προσωπικά τον πρόεδρο ενώπιον δικαστή για την υπόθεση με τις πληρωμές, ενώ, ταυτοχρόνως, ο πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας κρίθηκε ένοχος στη δική του δίκηγι αθέμα που αφορά την προεκλογική εκστρατεία αλλά όχι τη σύμπραξη με τη Ρωσία.
Δύο δικαστήρια αποφάνθηκαν για δύο διαφορετικές υποθέσεις, αλλά η ίδια σκιά πλανιόταν πάνω από τα δικαστικά μέγαρα στην Αλεξάντρια και στη Νέα Υόρκη: αυτή του δισεκατομμυριούχου ρεπουμπλικάνου, η θητεία του οποίου έχει δηλητηριαστεί από τις δικαστικές υποθέσεις σε βάρος πολλών στενών του συνεργατών και απειλούν να πλήξουν άμεσα και τον ίδιο.
Στη Νέα Υόρκη, ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστή του Μανχάταν και σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Μάικλ Κόεν, ο πρώην προσωπικός του δικηγόρος, ομολόγησε την ενοχή του σε οκτώ κατηγορίες, ανάμεσά τους στις κατηγορίες της φορολογικής απάτης, της τραπεζικής απάτης και της παραβίασης της νομοθεσίας για τη χρηματοδότηση των προεκλογικών εκστρατειών.
Πάνω απ' όλα ο δικηγόρος, εμφανώς καταβεβλημένος, με φωνή συχνά αβέβαιη, παραδέχθηκε ότι κατέβαλε 130.000 και 150.000 δολάρια σε δύο γυναίκες που ισχυρίζονταν πως είχαν σεξουαλικές συνευρέσεις με τον Τραμπ σε αντάλλαγμα για τη σιωπή τους, και αυτό «κατ' απαίτηση του υποψήφιου». Στόχος: να αποφευχθεί η αποκάλυψη πληροφοριών που θα «έπλητταν τον υποψήφιο».
Αυτή η ομολογία είναι αληθινή βόμβα για αυτόν που εντέλει κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2016, διότι υπονοεί ότι είναι ο ίδιος που μπορεί να διέπραξε ποινικό αδίκημα. Μολονότι οι πληρωμές στην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς και στην πρώην πλεϊμέιτ Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, που και οι δυο τους διατείνονται πως είχαν σχέση με τον νυν πρόεδρο τη δεκαετία του 2000, ήταν γνωστές, ο ένοικος του Λευκού Οίκου μέχρι τώρα αρνείτο ότι έγινε οτιδήποτε παράνομο στις υποθέσεις αυτές.
Το πλήγμα έκανε ακόμη πιο θεαματικό το γεγονός ότι προήλθε από τον Μάικλ Κόεν, άνθρωπο ως πρότινος απόλυτα πιστό στον Τραμπ, άνθρωπο που φύλαγε πολλά από τα μυστικά του και δούλευε για τον νεοϋορκέζο μεγιστάνα των ακινήτων επί μία δεκαετία και πλέον. Ο Κόεν, που ορισμένοι αποκαλούσαν όχι και πολύ τρυφερά «πίτμπουλ» του Ντόναλντ Τραμπ, παρότι είχε δηλώσει πρόσφατα ότι ήταν έτοιμος να «φάει σφαίρα» για τον ισχυρό του πελάτη, αποφάσισε τελικά να τον εγκαταλείψει.
«Κυνήγι μαγισσών»
Ο Μάικλ Κόεν αποφάσισε «να πει την αλήθεια για το θέμα του Ντόναλντ Τραμπ» και «κατέθεσε ενόρκως» ότι ο αμερικανός πρόεδρος «του έδωσε εντολή να διαπράξει ένα έγκλημα», εξήγησε σε ανακοίνωσή του ο συνήγορος του πρώην εξ απορρήτων του προέδρου, ο Λάνι Ντέιβις. Και διερωτήθηκε: «εάν αυτές οι πληρωμές αποτελούν έγκλημα για τον Μάικλ Κόεν, γιατί δεν αποτελούν έγκλημα για τον Ντόναλντ Τραμπ;».
Οι κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί στον Κόεν, 52 ετών, επισύρουν ποινές οι οποίες αθροιστικά φθάνουν τα 65 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του, που πιθανόν θα είναι μειωμένη αφού ομολόγησε την ενοχή του, θα αναγγελθεί τη 12η Δεκεμβρίου.
«Αυτές είναι πολύ σοβαρές κατηγορίες, που αντανακλούν έναν τρόπο δράσης βασισμένο σε ψέματα και ατιμία για μια μακρά χρονική περίοδο», δήλωσε ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας του Μανχάταν Ρόμπερτ Χουζάμι βγαίνοντας από το δικαστήριο.
Σχεδόν ταυτόχρονα, το δικαστήριο στην Αλεξάντρια, κοντά στην Ουάσινγκτον, ανακήρυσσε τον Πολ Μάναφορτ, τον πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, ένοχο των κατηγοριών για τραπεζική απάτη και φορολογική απάτη. Το σώμα των ενόρκων κατέληξε σε ετυμηγορία μόνο για μέρος των κατηγοριών, αφού μεταξύ των μελών του υπήρξε ασυμφωνία για τις 10 από τις 18 κατηγορίες σε βάρος του πρώην λομπίστα.
Η απόφαση έχει ισχυρό συμβολισμό, καθώς επρόκειτο για την πρώτη δίκη που προέκυψε από τις έρευνες για τη φερόμενη ανάμιξη της Ρωσίας στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 — μια πολυπλόκαμη υπόθεση που χειρίζεται ο ομοσπονδιακός ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μάλερ και επικεντρώνεται στην υποψία ότι υπήρξε σύμπραξη ανάμεσα στην προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ και του Κρεμλίνου του Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Αισθάνομαι πολύ άσχημα» για τον Μάναφορτ, έναν «καλό άνθρωπο», είπε ο αμερικανός πρόεδρος στο περιθώριο μιας εμφάνισής του στη Δυτική Βιρτζίνια. Αντίθετα, δεν έκανε απολύτως κανένα σχόλιο ερωτηθείς για τον Κόεν.
«Καμία σύνδεση»
Ο Ντόναλντ Τραμπ επανέλαβε εξάλλου ότι η ετυμηγορία σε βάρος του Μάναφορτ δεν είχε «καμία σχέση» με την υποτιθέμενη αθέμιτη σύμπραξη της εκστρατείας του με τη Ρωσία, την οποία αρνείται κατηγορηματικά εξαρχής, καταγγέλλοντας πλέον καθημερινά ένα «κυνήγι μαγισσών». «Πού είναι η σύμπραξη;» ρώτησε τους υποστηρικτές του. «Ψάχνουνε ακόμα τη σύμπραξη, πού είναι η σύμπραξη; Βρείτε τη σύμπραξη!», επέμεινε.
Στην Αλεξάντρια, ο Μάναφορτ, 69 ετών, παρέμεινε απόλυτα σιωπηλός όταν αναγνώστηκε η ετυμηγορία. Ο λομπίστας, άλλοτε ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους στην Ουάσινγκτον, είναι «απογοητευμένος» και «ζυγίζει όλες τις επιλογές του», δήλωσε ο δικηγόρος Κέβιν Ντάουνινγκ.
Μετά την καταδίκη του, ο Πολ Μάναφορτ είναι αντιμέτωπος με ποινή κάθειρξης έως και 80 ετών. Πάντως ο δικαστής, τηρώντας ομοσπονδιακές οδηγίες, ενδέχεται να επιλέξει «μια ποινή από επτά ως εννιά χρόνια» κάθειρξη, είπε ένας πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας, ο Τζέικομπ Φρένκελ, στο Γαλλικό Πρακτορείο. Η ημερομηνία που θα επιβληθεί και θα αναγγελθεί η ποινή στον Μάναφορτ μένει να οριστεί.
Έπειτα από δύο εβδομάδες αντεγκλήσεων στις ΗΠΑ, η ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας αποτελεί πάντως μια νίκη, μολονότι ατελή, για τον ειδικό εισαγγελέα Μάλερ και εξασθενίζει τη θέση του ρεπουμπλικάνου προέδρου. Η έρευνά του για τη φερόμενη ρωσική ανάμιξη στις προεδρικές εκλογές του 2016 συνεχίζεται, παρά τις ασταμάτητες εκκλήσεις του Λευκού Οίκου να τερματιστεί.