
Ήταν πρωί Πέμπτης 4 Μαΐου 1972 και μαθητές και μαθήτριες από τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου Σπήλιου Ρεθύμνου ξεκινούσαν για την ημερήσια εκδρομή τους στη Γεωργιούπολη.
Λίγο τα γέλια, λίγο η απροσεξία των δύο ψαράδων που είχαν επιβιβάσει τις μαθήτριες, λίγο οι απρόσεκτες μέσα στη βάρκα κινήσεις και το κακό δεν άργησε να γίνει. Η μηχανότρατα βάρκα «Δύο Γιώργηδες» που οδηγούσε ο 26χρονος αδελφός του ιδιοκτήτη Νικόλαος Κορδατζάκης, ένα μίλι από την ακτή, αναποδογύρισε.
Τα δίχτυα σκέπασαν τα κορίτσια που άλλα γνώριζαν κολύμπι και άλλα όχι. Όλα τους, όμως, μάταια προσπαθούσαν να βρεθούν στην επιφάνεια. Όλα τους σαν ένα κουβάρι σωμάτων και ψυχών παρά τις προσπάθειές τους βρέθηκαν στο βυθό.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κάποιες άλλες βάρκες που ήταν κοντά και αυτές με μαθητές, φοβούμενοι οι ψαράδες για τα παιδιά που ήταν πάνω, δεν πλησίασαν για να προσφέρουν βοήθεια. Κάποιος ψαράς έβγαλε τα δικά του παιδιά στην ακτή, επέστρεψε να βοηθήσει αλλά είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Μια μαθήτρια, η Παρασκευή Γλυνιαδάκη, κατάφερε και έσωσε δύο συμμαθήτριές της και μετέπειτα βραβεύτηκε για την αυτοθυσία που υπέδειξε από το υπουργείο Παιδείας.
Μέσα σε λίγες ώρες, η Γεωργιούπολη και η θάλασσά της, το νοσοκομείο και οι γειτονιές, γέμισαν οργή, θρήνο, δάκρυα και κατάρες. Μπροστά στον τραγικό απολογισμό και τα ονόματα των μικρών νυφών, όπως τις χαρακτήρισαν τότε, κανείς δεν μπορούσε να βρεθεί να απαντήσει γιατί τόση φρίκη, γιατί τόση ανευθυνότητα γιατί τόσος πόνος.
Η Δικαιοσύνη έκρινε ένοχο για τον πνιγμό των 21 κοριτσιών τον ψαρά Κορδατζάκη καταδικάζοντάς τον σε φυλάκιση 3 ετών. Ένοχοι κρίθηκαν και οι καθηγητές με άλλους να φυλακίζονται και σε άλλους να επιβάλλεται ποινή με αναστολή.