Στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία του νεότερου ελληνισμού: την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, με την οποία γίνονταν έννομη διεθνώς πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό, τα ιστορικά δίκαια των Ελλήνων. Η αναθεώρηση της συνθήκης αυτής στη Λωζάννη, τρία χρόνια μετά, συνεπεία της μικρασιατικής καταστροφής και μια ορισμένη ιστορική ανάγνωση, οδήγησε σε μια αντίληψη που θέλει αυτή τη διεθνή πράξη ανεφάρμοστη, εκ των προτέρων καταδικασμένη. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα το 1920;
Πέρα από το ηθικό θεμέλιο αυτής της συνθήκης (ως εν τινι μέτρω δίκαιη επίλυση του ανατολικού ζητήματος, στο περιβάλλον που διεμόρφωσε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος), δεν πρέπει κατ’ αρχήν να ξεχνούμε ότι η συνθήκη των Σεβρών δεν ήταν ελληνοτουρκική συμφωνία αλλά μία από τις πέντε συνθήκες που υπεγράφησαν στο πλαίσιο του συνεδρίου ειρήνης των Παρισίων και τερμάτιζαν τον παγκόσμιο πόλεμο: είχαν ήδη υπογραφεί η βασική συνθήκη των Βερσαλλιών (Ιούνιος 1919) που ρύθμιζε τα ζητήματα περί την Γερμανία, η συνθήκη του Αγίου Γερμανού (Σεπτέμβριος 1919) για τα ζητήματα που αφορούσαν την Αυστρία, η συνθήκη του Τριανόν (Ιούνιος 1920) για τα ζητήματα που αφορούσαν την Ουγγαρία και η συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) για τα αναφερόμενα στη Βουλγαρία. Η συνθήκη των Σεβρών θα ρύθμιζε τα σχετικά με την Τουρκία.
Οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για την οθωμανική αυτοκρατορία η οποία είχε καταρρεύσει. Ωστόσο η απελευθέρωση των πληθυσμών που ζούσαν υπό την τυραννία των Τούρκων και μάλιστα υπό καθεστώς γενοκτονίας τα τελευταία χρόνια και η εκδίωξη της οθωμανικής αυτοκρατορίας από την Ευρώπη ως ξένη προς τον ευρωπαϊκό πολιτισμό είχε ήδη συμφωνηθεί. Η Ελλάδα, χάρη στη μεγαλοφυή τόλμη του Ελευθερίου Βενιζέλου (που διέβλεψε εξαρχής την ιστορική ευκαιρία επίλυσης της ελληνοτουρκικής διαμάχης όχι διμερώς αλλά μέσα στο πλαίσιο των συμμαχικών συμφερόντων) βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών.
Ο Βενιζέλος ενσάρκωνε στα μάτια Γάλλων και Άγγλων την πίστη του ελληνικού λαού στη συμμαχική υπόθεση και η συγκυρία ήταν μοναδική για να επιβληθεί η Ελλάδα ως περιφερειακή δύναμη στο χώρο της Ανατολής. Συγχρόνως ο Έλληνας ηγέτης στήριζε την ελληνική επιχειρηματολογία σε εθνολογικά και όχι σε ιστορικά κριτήρια, επικαλούμενος τις δημοκρατικές αρχές αυτοδιάθεσης των λαών. Η Ελλάδα έπρεπε από τη μια να εξασφαλίσει τη ζωή των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας –που γνώριζαν ήδη προ του πολέμου οργανωμένη γενοκτονία– και από την άλλη να αντισταθμίσει γεωπολιτικά τα μεγάλα οφέλη που αποκόμισαν από τον πόλεμο δύο άλλα βαλκανικά κράτη, η Σερβία και η Ρουμανία.
Η συνθήκη κατακύρωνε στην Ελλάδα όλη τη Θράκη ως την Τσατάλτζα, μερικά χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τα Στενά αποστρατιωτικοποιούνταν και διεθνοποιούνταν ενώ αποδίδονταν στην Ελλάδα όλα τα νησιά του Αιγαίου – συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και Τενέδου αλλά και της Δωδεκανήσου σε εύλογο χρόνο.
Ως προς τη Σμύρνη (που κατεχόταν ήδη de facto) παρεχόταν εντολή πενταετούς διοίκησης, μετά το τέλος της οποίας θα διεξαγόταν δημοψήφισμα με το ερώτημα της ενσωμάτωσης στην Ελλάδα – ερώτημα που θα είχε προφανή απάντηση δεδομένης της ελληνικής πλειοψηφίας στο σατζάκιο Σμύρνης. Η Τουρκία παραιτείτο από όλα τα αραβικά εδάφη που κατείχε πριν από τον πόλεμο, ενώ προβλεπόταν η αυτονομία του Κουρδιστάν και ανεξάρτητο αρμενικό κράτος με έξοδο στον Εύξεινο Πόντο.
Είναι αλήθεια πως μια τέτοια συμφωνία απαιτούσε την στρατιωτική της επιβολή επί του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος. Η επιβολή αυτή όμως δεν ήταν αποκλειστικό ελληνικό ζήτημα αφού η συνθήκη έστω τυπικά υπογραφόταν και από τις νικήτριες δυνάμεις.
Η συμμετοχή ακόμη και αγγλικών πολεμικών πλοίων σε επιχειρήσεις του 1919 και 1920 καταδεικνύει τη στρατηγική του Βενιζέλου που γνώριζε πως θα ήταν ολέθριο σφάλμα η συνθήκη να καταστεί ζήτημα μόνο ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Το σφάλμα αυτό δυστυχώς συνετελέσθη την 1η Νοεμβρίου 1920 με την εκλογική νίκη της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως. Από τη στιγμή κατά την οποία η Ελλάδα είχε κυβέρνηση που σχημάτιζαν οι δυνάμεις εκείνες που είχαν αντιταχθεί στην έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, επαναφέροντας μάλιστα στον θρόνο τον Κωνσταντίνο (παρά τη συμμαχική διακοίνωση πως αυτή θα εθεωρείτο επικύρωση των εχθρικών του ενεργειών), οι σύμμαχοι του πολέμου δεν είχαν πλέον καμία ηθική υποχρέωση να στηρίξουν την ελληνική προσπάθεια στο πλαίσιο μιας συμμαχικής στρατηγικής. Ακόμη χειρότερα, δεν είχαν και πολιτική υποχρέωση αφού μια μεγάλη Ελλάδα που δεν θα ήταν αξιόπιστα ενταγμένη στο σύστημα των δυτικών συμμαχιών ήταν όχι μόνο αδιάφορη αλλά και επικίνδυνη.
Ο δρόμος για την εγκατάλειψή της και την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών (με τη Γαλλία και την Ιταλία να κινούνται προς άμεση στήριξη του κεμαλικού κινήματος και την Αγγλία να αρκείται σε μια επιτήδεια ουδετερότητα) είχε ανοίξει.
Ισχυρίζονται πολλοί (κυρίως οι πολιτικοί επίγονοι του αντιβενιζελισμού, δεξιοί και αριστεροί) ότι η μικρασιατική επιχείρηση ήταν καταδικασμένη a priori σε αποτυχία. Ο ισχυρισμός αυτός αποσκοπεί είτε στη συγκάλυψη ευθυνών για την καταστροφή είτε στην κατασίγαση των ενοχών. Τα δημογραφικά, οικονομικά και στρατιωτικά δεδομένα του 1920 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δεν ήταν τα σημερινά αλλά σχεδόν ισοδύναμα και συνεπώς κάθε εξέλιξη ανοιχτή. Μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας θα διεξήγετο ασφαλώς ένας αγώνας με τον χρόνο. Η Ελλάδα θα ήταν αρκετό να αντέξει μόλις δεκαεπτά χρόνια στη Μικρά Ασία – χρόνος ασήμαντος αν βλέπει κανείς την Ιστορία με προοπτική.
Η έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου το 1939 που ακύρωσε όλες τις συνθήκες ειρήνης του 1919- 1920 θα ακύρωνε προφανώς και τη συνθήκη των Σεβρών καθώς η Τουρκία θα εντασσόταν αμέσως στον Άξονα για να επιχειρήσει τη ρεβάνς. Αυτό θα ήταν και το οριστικό τέλος του παντουρκισμού που σήμερα βλέπουμε να ανασυγκροτείται και να μην αρκείται ούτε καν στη συνθήκη της νίκης του, τη συνθήκη της Λωζάννης.
Με υποθέσεις δεν ανατρέπεται η Ιστορία. Εξάγονται όμως πολύτιμα για την πορεία των εθνών συμπεράσματα. Δεν γνωρίζω πόση αισιοδοξία επιτρέπει η εμπειρία των άσβηστων ως σήμερα εθνικών παθών – αρκεί να στοχαστούμε πως δυο Έλληνες αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο την επομένη της υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών. Μιας συνθήκης που δεν είχε στατική υπόσταση αλλά απαιτούσε στρατιωτική και διπλωματική υπερπροσπάθεια για να παγιωθεί. Ποιο μήνυμα εξέπεμπε η άθλια απόπειρα; Ότι υπήρχαν δυνάμεις που το πάθος του μικροελλαδισμού, η μέχρι αυτοκαταστροφής μισαλλοδοξία δεν κατασίγαζε ούτε από την εικόνα της μεγάλης Ελλάδας.
Και σήμερα; Σήμερα οι σοβαρότατες και ευθείες απειλές γεννούν την πρόκληση της μίμησης των μεγάλων στιγμών του παρελθόντος. Και μια τέτοια μεγάλη στιγμή του ελληνικού έθνους ήταν η ευφυής τόλμη που έφερε την Ελλάδα το 1918 στο στρατόπεδο των νικητών και η διπλωματική ιδιοφυία που ύψωσε πριν εκατό χρόνια στις Σέβρες ένα φωτεινό μετέωρο.
Αυτό το μετέωρο λάμπει ακόμη στη σκοτεινιά που έπεσε από το 1922 στη γη που κάποτε φώτιζε ο ήλιος της Ιωνίας και υπενθυμίζει τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την πανηγυρική κατάθεση της συνθήκης στη Βουλή, στις 25 Αυγούστου 1920:
«Όταν συν τω χρόνω η ηγέτις λεγομένη τάξις αποβή παρ’ ημίν αξία του λαού τούτου, είμαι βέβαιος ότι η Ελλάς, υπό τους όρους, οίτινες επλάσθησαν δι’ αυτήν διά των κατατεθεισών σήμερον συνθηκών, θα βαδίση εις οδόν ακμής, την οποίαν ολίγοι διαβλέπουν καν σήμερον».