Στις αρχές του Απριλίου του 1820 ο Μηλιός αγρότης, Γιώργος ή Θεόδωρος Κεντρωτάς, προετοιμάζοντας για σπορά το χωράφι του (κοντά στο τμήμα των τειχών της αρχαίας πόλης του νησιού), ξεριζώνει ξερούς κορμούς δένδρων. Χτυπώντας με την τσάπα του μια ρίζα, ακούει έναν «κούφιο» ήχο και διαπιστώνει ότι από κάτω χάσκει υπόγεια στοά, όπου μπαίνει για εξερεύνηση.
Στο βάθος της στοάς στέκει ένα θηριώδες γυναικείο άγαλμα (το ύψος του ξεπερνά τα δύο μέτρα) από μάρμαρο σε εξαιρετική κατάσταση, με τους προεξέχοντες βραχίονές του να διατηρούνται άθικτοι. Τα άκρα κάτω από τους αγκώνες λείπουν. Το επάνω μέρος του σώματος είναι γυμνό. Το κάτω καλύπτεται από ένα λεπτό ρούχο. Ο Κεντρωτάς ψάχνει για τους αποκολλημένους πήχεις του αγάλματος, ή και για άλλα αρχαία ευρήματα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα.
Σε δημοσίευμά της τής 25ης Απριλίου του 1929, με το οποίο περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αποκαλύφθηκε το άγαλμα, η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» αποφαίνεται: «…Το σπήλαιον δεν ήτο προφανώς τόπος λατρείας, αλλά κρύπτη εις την οποίαν κάποιος πλούσιος προ χιλιετηρίδων έκρυψε την Αφροδίτην του, όταν είδε τα πανιά των βαρβάρων πειρατών να προβάλλουν εις τον ορίζοντα…».
Ο συντάκτης του άρθρου υποθέτει ότι ο πλούσιος ιδιοκτήτης του αγάλματος και οι οικείοι του πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους πειρατές ή και σφαγιάσθηκαν, αφήνοντας «ορφανό» και απροστάτευτο το κρυμμένο γλυπτό έως ότου το εντοπίσουν κάποιοι άλλοι, που μπήκαν στη στοά από άγνωστη δίοδο, και το συλήσουν, καθώς όπως αποφάνθηκαν οι μελετητές της Αφροδίτης, η θεά έφερε στ΄ αφτιά της ακριβά σκουλαρίκια.
Η μάχη για την απόκτηση
Όταν ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν σε γειτονικές ανασκαφές, όπως έκαναν πολλοί “αρχαιολάτρες” κατά την Τουρκοκρατία για προσωπικό όφελος.Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά-δεν στάθηκε δηλαδή τόσο αφελής όσο τον παρουσιάζει ο μύθος.
Οι Γάλλοι, από αυτά που γράφουν αργότερα σε επιστολές τους, φαίνεται πως τον θεωρούν ανόητο επειδή προφανώς ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται επίτηδες με περιφρόνηση για τα ευρήματα ώστε να τους ξαποστείλει και να εκμεταλλευτεί το άγαλμα αργότερα με την ησυχία του χωρίς τη φορτική παρουσία και τις πιέσεις που σωστά πίστευε ότι θα του ασκούσαν. Εντούτοις οι Γάλλοι δεν αποχωρούσαν με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανήξερο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.
Έκανε μια προσπάθεια πάντως να το διαφυλάξει και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο «πυρετός αρχαιοτήτων» είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους και επικοινωνούσαν με προξένους και πρεσβευτές της πατρίδας τους στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αλλού.
Ο Ολιβιέ Βουτιέ, ένας Γάλλος αξιωματικός, τον προσέγγισε και μόλις κατάλαβε ότι πρόκειται για κάτι πολύ σπουδαίο ενημέρωσε τον πρόξενο της Γαλλίας, που θέλησε να το αγοράσει. Εμφανίστηκαν και άλλοι επίδοξοι αγοραστές και η υπόθεση περιπλέχθηκε και τελικά κάτω από περίπλοκες συνθήκες, οι Γάλλοι αξιωματικοί κατάφεραν να πάρουν το άγαλμα, με τον αγρότη να φέρεται να πήρε ως αντάλλαγμα 400 γρόσια.
Τα χέρια του γλυπτού έλειπαν αλλά ακόμα και κάποια κομμάτια που είχαν βρεθεί και περισυλλεχθεί, χάθηκαν πάνω στην επεισοδιακή μεταφορά και δεν αναζητήθηκαν με ιδιαίτερη ζέση.
Το έργο βρέθηκε σε πολλά κομμάτια (πιθανόν έξι, από τα οποία τα χέρια και το όνομα του γλύπτη πλέον λείπουν), με δύο βασικά, τον κορμό και τα πόδια. Όλα αυτά τα κομμάτια και οι Ερμές έγιναν αμέσως αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Ο Βουτιέ ενημέρωσε με μιας τον Γάλλο υποπρόξενο στη Μήλο, τον Λουί Μπρεστ (Louis Brest) και αυτός παρουσιάστηκε και άρχισε να παζαρεύει λέγοντας πως "δεν είναι βέβαιο ότι το άγαλμα αξίζει 1.000 γρόσια". Ειδοποίησε όμως αμέσως τον ντε Ριβιέρ (Charles-François de Riffardeau, μαρκήσιος και αργότερα δούκας de Rivière), πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη. Στη διαπραγμάτευση αναμίχθηκε ενεργά και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός που είχε πάθος με τις αρχαιότητες, ο Ζυλ Ντυμόν ντ' Ουρβίλ (Jules Dumont d'Urville) που σημειωτέον ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Πάρη. Οι Γάλλοι αποφάσισαν να πάρουν οπωσδήποτε όλα τα ευρήματα στην κατοχή τους.
Το παζάρι καθυστερούσε όμως, όπως και το πλοίο που θα μετέφερε με ασφάλεια το άγαλμα στη Γαλλία. Ο Κεντρωτάς ή και οι δημογέροντες (καθώς πλέον στα παζάρια είχε αναμιχθεί όλο το νησί) αδημονούσαν και αποφάσισαν να δώσουν ή να πουλήσουν το άγαλμα σε άλλους ενδιαφερόμενους.
Μέσα σε όλα, παρουσιάστηκε και ο Νικόλαος Μουρούζης, μέγας δραγουμάνος του οθωμανικού στόλου, και έπεισε τους Μηλίους να πουλήσουν το εύρημα σε εκείνον (ο Μουρούζης εκτελέστηκε με απαγχονισμό ένα χρόνο αργότερα μαζί με άλλους Φαναριώτες με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στην ελληνική επανάσταση).
Οδύσσεια για την Αφροδίτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη
Αφού φορτώνουν την Αφροδίτη στη γαλλική κορβέτα «Estafette» και αφήνουν πίσω τους το νησί, ο γραμματέας της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, υποκόμης ντε Μαρσελλούς, δίνει εντολή για τελικό προορισμό την Κωσταντινούπολη, όπου πρέπει να παραδοθεί το άγαλμα.
το πλοίο με το πολύτιμο απόκτημα στ' αμπάρι του προσεγγίζει πρώτα τη Σιδώνα, όπου ο διπλωμάτης επισκέπτεται τη γοητευτική λαίδη Έστερ Στάνχοουπ (Hester Stanhope) κι έπειτα, μέσω Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου, Ρόδου και Κυκλάδων, μπαίνει στον Πειραιά, όπου «δένει», με στόχο να επισκεφθεί στο σπίτι του, στα πόδια της Ακρόπολης, τον συμπατριώτη του, πρόξενο Φοβέλ (Louis-François-Sébastien Fauvel).
Ύστερα από περιπλάνηση μηνών που μοιάζουν με αιωνιότητα, η «Estafette» θα βάλει ρότα προς το λιμάνι της Σμύρνης, όπου Αφροδίτη και λοιπά πολύτιμα ευρήματα θα μεταφορτωθούν στο πλοίο «Lionne» για να ταξιδέψουν επιτέλους για την Κωνσταντινούπολη. Αλλά εκείνη δεν θα καταλήξει στους Οθωμανούς. Άλλωστε, η Υψηλή Πύλη έχει ήδη τροφοδοτήσει τους Γάλλους με φιρμάνι, που τους αναγνωρίζει ως ιδιοκτήτες της.
Την 1η Μαρτίου, η ακριβή, η πολύτιμη θεά, που όλον αυτόν τον καιρό «όργωνε» το Αιγαίο, θα παραδοθεί στον Γάλλο πρέσβη, Σαρλ Φρανσουά ντε Ριφαρντώ, μαρκήσιο του Ριβιέρ (Charles François de Riffardeau, marquis de Rivière) κι από κει στον αρχαιόφιλο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ΄, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να αυξήσει το γόητρο της Γαλλίας, εμπλουτίζοντας τις προθήκες του Λούβρου…
Αυτό το τελευταίο απόκτημά του, η Αφροδίτη, που έχει σηκωθεί σχεδόν ακέραιη από τον μακραίωνο ύπνο της στη γη της Μήλου, θα έχει ήδη υποστεί τον πρώτο ακρωτηριασμό της, ώσπου να καταλήξει στην αυλή του Λουδοβίκου. Κι εκεί, θα την… αποτελειώσει ο ίδιος ο Γάλλος βασιλιάς με έναν δραματικό τρόπο.
Η “Αφροδίτη” κατέληξε στο Μουσείο του Λούβρου όπου και εκτίθεται μέχρι σήμερα.
Σύμβολο ομορφιάς
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι σκαλισμένη σε παριανό μάρμαρο, έχει ύψος 2,02 μ., χρονολογείται γύρω στο 150 – 50 π. Χ. και παραμένει μέχρι σήμερα άκρως “αινιγματική”: Πού ήταν στημένη; Γιατί την κατασκεύασαν σε χωριστά κομμάτια; Τι (παράξενη) κίνηση έχουν τα χέρια της και τι κρατούσαν; Μήλο, καθρέφτη, ασπίδα ή τίποτα από αυτά; Την αινιγματικότητα του έργου αποκορυφώνουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, που πάντως την κάνουν να δείχνει ικανοποιημένη, ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση και ίσως ακόμα και λίγο υπεροπτική.
Η Αφροδίτη της Μήλου αποτελεί ανά τους αιώνες ένα σύμβολο της ομορφιάς, της θηλυκότητας, του αισθησιασμού και της αυτοπεποίθησης.