Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 10 Νοεμβρίου 1801 και καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο Χάρβαρντ, αλλά δεν άσκησε το ιατρικό επάγγελμα, καθώς κατέβηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 1825 για να συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση.
Ανέλαβε αμέσως υπηρεσία στον Αγώνα, περιθάλποντας τραυματίες και άρρωστους μαχητές. Στο πρώτο γράμμα προς τον πατέρα του αναφέρει μεταξύ άλλων: «…ως προς τον μισθόν μου, ουδέν λαμβάνω, ούτε μ' ενδιαφέρει, αφού η Κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν ούτε να θρέψη και να ενδύση τους δεινοπαθούντας στρατιώτας…».
Η ζωή του ντελικάτου βοστονέζου με τη μεγάλη καρδιά, δύσκολη. Από το ημερολόγιό του διαβάζουμε:
… η δουλειά μου τη νύχτα που πέρασε ήταν ατέλειωτη … έκαμα τόσες εγχειρήσεις που αμφιβάλω αν θα κατόρθωνα να τις κάμω κατά τη διάρκεια ολόκληρων ετών στη Βοστώνη … δύο μήνες τώρα κοιμάμαι στο έδαφος με τα ρούχα … είχα σκεφτεί να φύγω από δω, αλλά θα ήταν πράξη επονείδιστη…
Ο Σαμουήλ Χάου επιστρέφει το 1827 στην Αμερική και οργανώνει έρανο για την ελληνική υπόθεση. Συγκεντρώνει 60.000 δολάρια και αγοράζει ρούχα και τρόφιμα για τους επαναστάτες. Ένα χρόνο αργότερα έρχεται και πάλι στην Ελλάδα και οργανώνει καταφύγια για την περίθαλψη των προσφύγων. Ένα από αυτά στον Ισθμό της Κορίνθου θα το ονομάσει «Ουασινγκτονία».
Το 1831 επιστρέφει στη Βοστώνη και ιδρύει το πρώτο σχολείο για τυφλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, του οποίου διετέλεσε πρώτος διευθυντής. Το 1848 δημιουργεί ένα ανάλογο σχολείο για άτομα με διανοητικές διαταραχές.
Το 1866, γηραιός πλέον, βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, για να συνδράμει τους επαναστατημένους Κρητικούς.
Πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1876.