Η οικογένεια Κοπαζέφσκι, ως μετανάστες του Μεσοπολέμου, βρέθηκε από το Λοτζ της Πολωνίας στο Νου Λε Μιν κοντά στο Καλαί. Εκεί γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1931 ένα πρόωρο-καχεκτικό μωρό, που όπως έλεγαν οι γιατροί: ήταν τόσο μικρό που δεν θα έπρεπε να έχει επιβιώσει.
Γενικότερα το μικροσκοπικό μέγεθός του πιτσιρικά Ραιμόν θα σημάδευε όλη την πορεία και την καριέρα του, αρχικά αρνητικά και στην πορεία θα εξελισσόταν σε πλεονέκτημα και θα τον οδηγούσε στην κορυφή του ποδοσφαιρικού κόσμου.
Η φτώχεια και οι δυσκολίες στο ξεκίνημα απείλησαν ακόμα και τη ζωή του. Μόλις έξι χρονών παιδάκι ήταν όταν εργαζόταν στα ανθρακορυχεία της περιοχής του και βίωσε ένα τρομερό ατύχημα. Από αυτό έχασε ένα δάκτυλο, τον δείκτη του αριστερού χεριού του. Τούτο όμως του βγήκε σε καλό, μιας και στην οικογένεια αναγκάστηκαν να τον βγάλουν από τη δουλειά και να του επιτρέψουν σταδιακά να παίξει μπαλίτσα. Ξεκίνησε από την ομάδα της γειτονιάς, ώσπου βρέθηκε σε δοκιμαστικά της Γαλλικής Ομοσπονδίας.
Εκεί έφτασε μέχρι το τέλος, αλλά δεν τον πήρανε εσώκλειστο στην ακαδημία, επειδή ήταν πολύ κοντός. Μικρό το κακό όμως. Τον εντόπισαν στα δοκιμαστικά οι άνθρωποι τη Ανζέ και τον έκαναν δικό τους. Ηταν το 1949 και ο 18χρονος Κοπαζέφσκι έπρεπε να αποφασίσει για το εάν θα κρατούσε την πολωνική ή την γαλλική υπηκοότητα. Επέλεξε την δεύτερη και ξεκίνησε να γράφει ιστορία, αλλάζοντας το όνομά του σε κάτι πιο απλό και γαλλικά εύηχο. Κάπως έτσι γεννήθηκε ποδοσφαιρικά ο Ραϊμόν Κοπά.
Ωστόσο, το μεγάλο ξεπέταγμα θα το έκανε δύο χρόνια αργότερα, καθώς θα τον αγόραζε η μεγάλη δύναμη της Γαλλίας, η Ρεμς. Στην πενταετία που βρέθηκε εκεί, έκανε όλη τη χώρα και μετέπειτα την Ευρώπη να παραμιλάει με τα καμώματά του. Τρομερά γρήγορος, εκπληκτικός ντριμπλέρ με υπέροχο σπάσιμο μέσης, στο οποίο βοηθούσε το χαμηλό κέντρο βάρους, αποδείχτηκε σπεσιαλίστας στις πάσες κλειδιά. Μπορούσε να περάσει την μπάλα όπου και και όπως ήθελε, ήταν πάντα ήρεμος, ευφυής και το παιχνίδι του χαρακτηριζόταν από στρατηγική σκέψη και μοναδικά εκλεπτυσμένες κινήσεις. Καθώς λοιπόν ήταν κοντούλης όπως ο μεγάλος Γάλλος στρατηλάτης, το «France Football» τον αποκάλεσε «Μικρό Ναπολέων» και αυτό τον συνόδευσε για πάντα.
Στη Ρεμς συνάντησε στην επίθεση τους εκπληκτικούς Μισέλ Ινταλγκό, Ανρί Μισέλ και τους Λεόν Γκλοβάτσκι, Ρενέ Μπλιάρ να παίζουν λίγο πιο πίσω. Με τον Κοπά να είναι το Νο9, η πεντάδα αυτή έπαιξε τόσο όμορφη και κλασάτη μπάλα που άφησε εποχή, δημιουργώντας κάτι σαν επαναστατικό κίνημα στο παιχνίδι, το οποίο ονομάστηκε ως «ποδόσφαιρο της σαμπάνιας». Το 1953 και το 1955 κατέκτησαν το Σαμπιονά και την δεύτερη φορά βγήκαν να παίξουν στο ολοκαίνουργιο Κύπελλο Πρωταθλητριών που έκανε ντεμπούτο. Εφτασαν λοιπόν μέχρι τον τελικό στο «Πρκ Ντε Πρενς» στο Παρίσι. Εκεί οι Γάλλοι προηγήθηκαν 2-0, αλλά στο φινάλε υποτάχθηκαν με 4-3 από την τεράστια δύναμη που αναδυόταν στην Γηραιά ήπειρο.
Ο Κοπά μπορεί να μην πήρε την κούπα, αλλά έκανε τέτοια εμφάνιση που μάγεψε τους αντιπάλους. Με τη λήξη του τελικού ο πρόεδρος των νικητών, ο θρυλικός Σαντιάγο Μπερναμπέου, κατέβηκε στα αποδυτήρια της Ρεμς, μίλησε με τον πρόεδρο της Ρεμς και ζήτησε να δει τον κοντούλη επιθετικό που τον είχε ξετρελάνει. Μισή ώρα μετά ο Ραϊμόν Κοπά γινόταν παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης. Στην τριετία που θα φορούσε τα λευκά, θα κατακτούσε δύο φορές την La Liga (1957, 1958) και τρεις φορές το Πρωταθλητριών (1957, 1958, 1959).
Στην Μαδρίτη βέβαια για να παίξει, έπρεπε να αλλάξει θέση. Η θέση στην κορυφή ήταν καλυμμένη από τον αξεπέραστο Αλφρέδο Ντι Στέφανο. Ο Κοπά βέβαια δεν είχε πρόβλημα. Αφησε το 9, πήρε το 7 και μετακόμισε στο δεξί φτερό, όπου επίσης μεγαλούργησε. «Οποτε πιεζόμουν, ήξερα ότι ήταν εκεί ο Ραϊμόν. Του έδινα την μπάλα και περίμενα πότε θα μου την επέστρεφε σε φάση για μισό γκολ», τον είχε αποθεώσει σε συνέντευξή του ο Ντι Στέφανο. Ειδικά στην τελευταία του σεζόν με την Βασίλισσα (1958-'59), με την απόκτηση και του Φέρεντς Πούσκας, έστησαν μαζί με τους Ντι Στέφανο, Πούσκας, Χέντο και Ριάλ μία από τις κορυφαίες γραμμές κρούσης που έχει δει ποτέ το παιχνίδι σε όλες τις εποχές του.
Το 1959 επέστρεψε στη Ρεμς, όπου πήρε ακόμα δύο πρωταθλήματα (1960, 1962), για να κλείσει την καριέρα του το 1967 σε ηλικία 36 ετών. Μέχρι να αποσυρθεί όμως είχε αφήσει το στίγμα του και με την Εθνική Γαλλίας. Φόρεσε τα Τρικολόρ 45 φορές, σκοράροντας 18 γκολ. Εκεί δεν ήταν ο αρχισκόρερ, μιας και στην κορυφή έπαιζε ο θρυλικός Ζιστ Φοντέν, ο οποίος στο Μουντιάλ του 1958 έβαλε 13 γκολ. Και όμως σε εκείνη την διοργάνωση, όπου ο παρτενέρ του πυροβολούσε κατά ριπάς, που υπήρχε ακόμα και ο Πελέ, ο Κοπά ήταν που ψηφίστηκε κορυφαίος επιθετικός, με την Γαλλία να τερματίζει 3η.
Εκείνη τη χρονιά βραβεύτηκε και ως κορυφαίος Ευρωπαίος, παίρνοντας τη «Χρυσή Μπάλα». Τις δύο προηγούμενες ήταν αντίστοιχα στην 3η θέση και το 1959 στην 2η. Επόμενο ήταν η FIFA να σπεύσει το 2000 να τον αναγνωρίσει ως δεύτερο καλύτερο Γάλλο για τον 20ό αιώνα πίσω μόνο από τον Μισέλ Πλατινί. Εμείς λοιπόν μπορεί να μην είδαμε, αλλά ο Ραϊμόν Κοπά που την Παρασκευή έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών, υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους όχι μόνο στα τέλη των 50s, αλλά σε όλη την διαδρομή του παιχνιδιού.
Πηγή: