Στην Εθνική Πινακοθήκη επιστρέφει έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια ο πίνακας του Πικάσο, «Γυναικείο κεφάλι», καθώς την λεγόμενη «ληστεία του αιώνα».
Πρόκειται για έναν πίνακα αξίας 20.000.000 ευρώ, ενώ στο έργο που φιλοτέχνησε το 1939 ο ζωγράφος αποτυπώνει τη μούσα του τη φωτογράφο Ντόρα Μάαρ.
Ποια ήταν όμως η γυναίκα και πως την απεικόνισε ο Πικάσο στον πίνακα που χάρισε στην Ελλάδα;
Ηταν η γυναίκα με την οποία έζησε έναν παράφορο έρωτα που ξεκίνησε στα 54 του χρόνια ενώ εκείνη ήταν μόλις 29 ετών.
Ποια όμως είναι η ερωτική ιστορία πίσω από τον κλεμμένο πίνακα της Πινακοθήκης. Ήταν χειμώνας του '35, ο ατίθασος ζωγράφος που αγαπούσε τις γυναίκες περνούσε μια άσχημη περίοδο με την σύζυγό του Όλγα και δεν δίσταζε να την απατά με τη Μαρί-Τερέζ με την οποία απέκτησε και την κόρη του Μάγια.
Ζωγραφίζει και γυρνά όλη μέρα στα καφέ του Σεν Ζερμέν. Σε ένα από αυτά, στο θρυλικό Les Deux Magots γνωρίζει την Ντόρα Μααρ. Την πρώτη φορά που την είδε ο Πικάσο, η Μάαρ κάρφωνε ένα σουγιά ανάμεσα στα δάχτυλα της ανοιχτής παλάμης της επάνω στο τραπέζι. Το αίμα δεν την πτοεί και ο Πικάσο γοητεύεται βαθιά. Προτού χωρίσουν της ζητά τα μαύρα γάντια της ως ενθύμιο αυτής της παράξενης συνάντησης.
Την σκηνή περιγράφει ο συγγραφέας Jean-Paul Crespelle: Το νεανικό σοβαρό πρόσωπο της, φωτίζονταν από τα ανοικτά μπλε μάτια της, που έμοιαζαν ακόμη πιο ωχρά λόγω των έντονων φρυδιών της. Ένα ευαίσθητο πρόσωπο, με το φως και την σκιά να εναλλάσσονται πάνω του. Κάρφωνε ένα μικρό μυτερό στιλέτο, ανάμεσα στα δάχτυλά της, στο ξύλο του τραπεζιού. Μερικές φορές αστοχούσε και εμφανιζόταν μια σταγόνα αίματος ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, που ήταν κεντημένα στα μαύρα γάντια της.
Ο Πικάσο εγκαταλείπει την πρώτη του γυναίκα την Όλγα, που ήδη απατούσε με την Μαρί -Τερέζ, μητέρα του παιδιού του και την οποία όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ερωτευμένος με τη Ντόρα Μααρ τής εξομολογείται το πάθος του αλλά και την αδυναμία του να αφήσει την Μαρί -Τερέζ, εκείνη το δέχεται και έτσι ξεκινά μια θυελλώδης ερωτική σχέση.
Η Ντόρα Μαάρ γίνεται μούσα του Πικάσο, τον εμπνέει και του δημιουργεί νέο πάθος για τη δουλειά του με τα περίφημα πορτραίτα που της αφιερώνει.
Είναι η εποχή που ξεκινά να ζωγραφίζει την «Γκερνίκα» και εκείνη φωτογραφίζει όλα τα στάδια της δημιουργίας του έργου.
Η Ντόρα Μάαρ γίνεται μοντέλο του Πικάσο σε εμβληματικά έργα όπως τα: «Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος» (1936), «Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια» (1936), «Πορτρέτο της Ντόρας με στεφάνι από λουλούδια» (1937), «Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο» (1938) και άλλα.
Η κρίση στη σχέση Πικάσο -Μάαρ
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Πικάσο και Ντόρα Μάαρ φεύγουν στη Ρουαγιάν. Οταν επιστρέφουν στο Παρίσι η Ντόρα γίνεται διάσημο μοντέλο, περιζήτητη μεταξύ των ζωγράφων της εποχής και η σχέση τους αρχίζει να περνά κρίση και το 1945. Ο Πικάσο γνωρίζει στα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής της Ντόρας τη νεαρή Φρανσουάζ Ζιλό, την οποία και ερωτεύεται. Ο χωρισμός τους την κάνει να βυθιστεί στην κατάθλιψη. Νοσηλεύεται στην κλινική της Αγίας Αννας και στη συνέχεια αποσύρεται στο σπίτι της στη Μενέρμπ το οποίο της χάρισε ο Πικάσο, ανταλλάσσοντας το με μια «νεκρή φύση» έναν από τους πίνακές του. Μετά τον χωρισμό τους δήλωνε «Μετά τον Πικάσο, ο Θεός».
Μέχρι το τέλος, τον Ιούλιο του 2007, μέχρι τα 89 της χρόνια, μίλησε ελάχιστα για τον Πικάσο, ενώ κατείχε μια συλλογή έργων του Πικάσο που αρνήθηκε να πουλήσει ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής της.
Η Ντόρα Μααρ ήταν φωτογράφος, καλλιτέχνης της πρωτοπορίας της δεκαετίας του ’30 και της περιόδου του σουρεαλισμού και άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην τέχνη.