Προβληματισμός και ανησυχία επικρατεί στους ελαιοπαραγωγούς της δυτικής Κρήτης, με κύρια αιτία την ανομβρία η οποία πλήγωσε κατά κοινή ομολογία, τα δέντρα.
Επικοινωνώντας με τον Γιώργο Σταυρουλάκη, Ο οικονομικός γραμματέας και μέλος του Δ.Σ του ΣΕΔΗΚ (Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης) Γιώργος Σταυρουλάκης είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι: «Πράγματι υπάρχει πρόβλημα στους μη αρδευόμενους ελαιώνες από την ανομβρία, όχι όμως στο βαθμό που αναφέρουν κάποια δημοσιεύματα».
Όπως εξήγησε: «Λόγω της ανομβρίας, ο καρπός εμφανίζεται συρρικνωμένος και μελανωμένος με αποτέλεσμα να έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο ανάλογα και με το βαθμό της ανομβρίας σε τοπικό επίπεδο και ποικίλει από περιοχή σε περιοχή, στη προκειμένη περίπτωση είναι δεδομένη η μείωση των ποσοτήτων του παραγόμενου προϊόντος. Η ανομβρία όμως, δεν είναι αιτία απώλειας του καρπού. Στα γενικά χαρακτηριστικά της ανομβρίας όπου είναι δεδομένη η απώλεια ποσοτήτων ελαιόλαδου, υπάρχει και ένα θετικό όσον αφορά την ποιότητα. Ο συρρικνωμένος καρπός δεν προσβάλλεται από το βασικό εχθρό της ελιάς που είναι ο δάκος, λόγω της μειωμένης ψίχας του καρπού που δεν του επιτρέπει να εκκολάψει το αυγό του, καθώς επίσης είναι αποτρεπτικό και για άλλους παθογόνους οργανισμούς που είναι εχθροί της ελιάς, με αποτέλεσμα το μειωμένο παραγόμενο προϊόν να είναι υψηλής ποιότητας, το οποίο όμως δεν αντισταθμίζεται λόγω της μειωμένης ποσότητας και της αδυναμίας εμπορικής εκμετάλλευσης του».
Εξήγησε επίσης πως: «Υπάρχει και μια κατηγορία μη αρδευόμενων, που ο καρπός εκτός του μελανώματος και του μικρότερου μεγέθους εμφανίζεται πολύ συρρικνωμένος και ζαρωμένος , βγάζει ελάχιστη ποσότητα λαδιού και ενώ τα χαρακτηριστικά της οξύτητας και των οργανοληπτικών μπορεί να πλησιάζουν το άριστο, αποτυγχάνει στο τεστ γευσιγνωσίας. Δηλαδή το άρωμα και η γεύση του δεν έχουν τα φρουτώδη χαρακτηριστικά του εξαιρετικά παρθένου και η γεύση προσομοιάζει του ξύλου, μάλλον λόγω του ότι ο φλοιός είναι σχεδόν προσκολλημένος στον πυρήνα, γεγονός που το κατατάσσει στην κατηγορία των απλών παρθένων ή ακόμα ανάλογα με τη περίπτωση και στα λαμπαντέ. Στην φετινή σοδειά έχουν παρατηρηθεί και τέτοια δείγματα όχι όμως σε μεγάλη έκταση. Αναμένεται όμως στη διάρκεια της ελαιοκομικής σεζόν να πληθύνουν. Επομένως, η ζημιά από την ανομβρία είναι δεδομένη και το μέγεθος της θα αποτυπωθεί με περισσότερη ακρίβεια προς τα τέλη Δεκεμβρίου.
Μέσα από τον προβληματισμό που αναδεικνύεται σχετικά με την ελαιοκομία και τα περιοδικά προβλήματα που οι ελαιοπαραγωγοί έχουν, ρωτήσαμε τον κ. Σταυρουλάκη αν αξίζει τελικά ένας νέος να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια. «Αξίζει ένας νέος να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ελαιοκαλλιέργεια υπό ανάλογες προϋποθέσεις», μας είπε, εξηγώντας πως: «Το ελαιόλαδο είναι διεθνώς αναγνωρισμένο ως ένα από τα κορυφαία αγροτοδιατροφικα προϊόντα παγκοσμίως με γνωστές και ποικίλες ευεργετικές ιδιότητες ως προς την ανθρώπινη υγεία. Ιδιαίτερα στην Λεκάνη της Μεσογείου είναι κοινώς αποδεκτό ότι παράγεται το ποιοτικότερο λάδι στο κόσμο. Με βάση του τι ισχύει σήμερα, η παγκόσμια ανάγκη κατανάλωσης ελαιολάδου τείνει στο διηνεκές με αυξητική τάση. Οι προϋποθέσεις στην προοπτική επαγγελματικής ενασχόλησης είναι πολλές. Σημαντική είναι η εξασφάλιση ικανής έκτασης γης, τόσο όσον αφορά τη στρεμματική, πράγμα όχι εύκολο καθώς η γη από γενιά σε γενιά διαιρείται, οπότε είναι σοβαρή τροχοπέδη για σοβαρές και υψηλού επιπέδου εκμεταλλεύσεις. Επίσης, προϋπόθεση είναι η καταλληλόλητα της υποψήφιας γης σε συνδυασμό με τις απαραίτητες γνώσεις που θα πρέπει να αποκτήσει ο νέος παραγωγός και η δυνατότητα της σχετικής απαραίτητης επένδυσης όσον αφορά το μηχανολογικό εξοπλισμό κλπ. Η ελαιοκαλλιέργεια για ένα νέο και εργατικό άνθρωπο μπορεί να αποτελέσει ένα αρκετά προσοδοφόρο επάγγελμα με υψηλή μελλοντική προοπτική».