Πληθωρισμός μέσω της διολίσθησης της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, οικονομική επιβράδυνση από τη μείωση των εξαγωγών, συνέπειες για τον τουρισμό και, ίσως, δημοσιονομικά διλήμματα, αν o πρόεδρος Τραμπ επιμείνει ότι οι ελάχιστες αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ πρέπει να φτάσουν στο 5% του ΑΕΠ από το 2% που είναι σήμερα.
Αυτές είναι οι πιθανές συνέπειες από τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, με βάση τις δηλώσεις που έκανε τις πρώτες ημέρες μετά την ορκωμοσία του.
Το «Τραμπ Νο2» ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς για την Ευρώπη, η οποία ήταν φανερά απούσα από την ορκωμοσία του, με ευθύνη της Ουάσιγκτον. Τη δεύτερη ημέρα της προεδρίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος, αναφερόμενος στην Ευρώπη, μίλησε για «μικρή Κίνα», με την οποία οι ΗΠΑ έχουν εμπορικό έλλειμμα 350 δισ. ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο επανέφερε το σενάριο της επιβολής δασμών στις εισαγωγές από την Ε.Ε.
Στο μεταξύ, από την εκλογική νίκη του Τραμπ τον περασμένο Νοέμβριο, η ισοτιμία του ευρώ σε σχέση με το δολάριο έχει μειωθεί κατά 7%. Μαζί με τις αυξήσεις που είχαμε στο φυσικό αέριο τους τελευταίους δύο μήνες, η πρώτη πίεση που ένιωσε η ελληνική οικονομία ήταν η αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,2% τον Δεκέμβριο, από τις αυξήσεις φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος.
Η αδυναμία του ευρώ βάζει «φωτιά» στις τιμές της ενέργειας
Το επόμενο διάστημα δεν αναμένεται καλύτερο. Αν, τελικά, εφαρμοστούν οι δασμοί από τις ΗΠΑ, η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο θα συνεχίσει να διολισθαίνει προς το 1:1 ή και χαμηλότερα. Αυτό για την Ελλάδα θα έχει ως συνέπεια αυξήσεις στις τιμές ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ακόμη και αν οι διεθνείς τιμές είναι σταθερές. Τις τιμές θα πιέσει προς τα πάνω και η αύξηση των ποσοτήτων ακριβού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ, που θα αναγκαστεί να προμηθευτεί η Ε.Ε., για να καλύψει τις ποσότητες φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου που έχασε όταν έκλεισε η στρόφιγγα του αγωγού ο οποίος διερχόταν από την εμπόλεμη Ουκρανία.
Από εκεί και πέρα, το βάθος των συνεπειών θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια των υψηλών τιμών της ενέργειας. Τούτο, διότι η ενέργεια -όπως απέδειξε η ενεργειακή κρίση του 2022- επηρεάζει το κόστος παραγωγής όλων των αγαθών και των υπηρεσιών που καταναλώνονται εντός της Ε.Ε. και της Ελλάδας.
Ο κίνδυνος για νέο ανοδικό ξέσπασμα στις τιμές μεγαλώνει, αν σκεφτεί κανείς ότι οι αποθήκες ενέργειας της Ευρώπης αδειάζουν με μεγάλη ταχύτητα (σήμερα βρίσκονται στο 69% από 95% την ίδια περίοδο πέρυσι) και θα πρέπει να ξαναγεμίσουν πριν από το καλοκαίρι. Η Ελλάδα τροφοδοτείται με φυσικό αέριο από τον αγωγό ο οποίος διέρχεται μέσω της Τουρκίας. Ωστόσο, οι τιμές της ενέργειας θα ανεβούν «οριζόντια», αφού το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο είναι χρηματιστηριακά προϊόντα.
Η οικονομική επιβράδυνση της Ε.Ε. μειώνει τις εξαγωγές
Ενας ακόμη μεγάλος κίνδυνος που απειλεί το ελληνικό ΑΕΠ είναι η οικονομική επιβράδυνση της Ε.Ε. και, κυρίως, των τριών μεγαλύτερων οικονομιών, δηλαδή της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Την περασμένη εβδομάδα πιστοποιήθηκε επίσημα η ύφεση, έστω και οριακή (κατά 0,2%), για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, της μεγαλύτερης από τις τρεις οικονομίες, της Γερμανίας, η οποία δεν αναμένεται να δει ούτε και φέτος «φως στο τούνελ» της ύφεσης. Το πλήγμα για την Ελλάδα θα είναι μεγάλο, καθώς σχεδόν το 50% των εξαγωγών μας κατευθύνεται στη Γερμανία. Συνεπώς, αν η Γερμανία παραμείνει σε ύφεση και το 2025, λόγω μείωσης των δικών της εξαγωγών από τους δασμούς των ΗΠΑ, θα μειωθούν και οι εισαγωγές από την Ελλάδα. Το ίδιο θα συμβεί και με την Ιταλία, η οποία αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό της Ελλάδας. Αντίθετα, οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ (κυρίως, τρόφιμα) δεν αναμένεται να έχουν σοβαρές συνέπειες από τους δασμούς των ΗΠΑ. Γι’ αυτό αναμένεται να φροντίσει η Ομογένεια, που αποτελεί εκλογικό κοινό του Τραμπ.
«Πάγωσε» το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ με το μήνυμα του Τραμπ
Συνεπώς, όταν οι ΗΠΑ εξαπολύσουν τον εμπορικό πόλεμο στην Ε.Ε., τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα. Η στασιμότητα ή -ακόμη χειρότερα- η ύφεση της Ε.Ε. θα «ροκανίσει» και το ελληνικό ΑΕΠ, αφού η Ευρώπη είναι βασικός εμπορικός μας εταίρος. Επιπλέον, το ελληνικό ΑΕΠ θα δεχθεί ένα πλήγμα από τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, λόγω επενδύσεων. Η ανάγκη να ολοκληρώσουμε εγκαίρως περίπου 22 δισ. ευρώ σε έργα και μεταρρυθμίσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μέχρι και τα μέσα του χρόνου, θα αυξήσει τις εισαγωγές.
Τουρισμός
Παρότι δεν υπάρχουν ακόμη απτά δείγματα, από το υπουργείο Οικονομικών υπάρχει από τώρα ανησυχία και για την πορεία του τουρισμού τη φετινή περίοδο, αφού, παρά την αύξηση της κίνησης και από άλλες χώρες, ο κύριος όγκος επισκεπτών κάθε καλοκαίρι είναι αυτοί που έρχονται από τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη. Σε μια χρονιά που η κατανάλωση θα περιοριστεί, είναι πιθανό να έχουμε φέτος λιγότερους τουρίστες από την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι οι επαγγελματίες του κλάδου προβλέπουν νέο ρεκόρ εσόδων στα 22 δισ. ευρώ, από 20 δισ. ευρώ που έφτασαν στο τέλος του 2024.
«Πληγή» η αύξηση αμυντικών δαπανών
Αλλο ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να προκύψει για την Ελλάδα είναι η διαπραγμάτευση για τη νέα μορφή του ΝΑΤΟ. Αν οι ΗΠΑ επιμείνουν στην αύξηση των ελάχιστων αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, από 2% που είναι σήμερα, πολλές χώρες της Ευρώπης είτε θα αντιμετωπίσουν δημοσιονομικό πρόβλημα είτε θα ζητήσουν να αποχωρήσουν από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, καθώς δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Πάντως, το 2024 οι 20 από τις 23 ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ προσέγγισαν -έστω και οριακά- το σημερινό ελάχιστο όριο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες.
Αν, τελικά, εφαρμοστεί το 5% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες, τότε θα δυσκολευτεί η Ελλάδα, παρότι μέχρι τώρα ήταν απολύτως συνεπής με τις συμβατικές υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ. Φέτος, οι αμυντικές δαπάνες αναμένεται να φτάσουν τα 6,1 δισ. ευρώ (περίπου 2,5% του ΑΕΠ). Αν χρειαστεί να εφαρμόσουν το όριο του 5% του ΑΕΠ, θα πρέπει η Ελλάδα να δαπανήσει συνολικά πάνω από 12 δισ. ευρώ για αμυντικούς εξοπλισμούς. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μεγάλες προσαρμογές, οι οποίες μοιραία θα αναβάλουν προγραμματισμένες μειώσεις φόρων και άλλες ελαφρύνσεις, οι οποίες έχουν προγραμματιστεί από φέτος μέχρι και το 2027.