Η απόφαση του Προέδρου Τραμπ να «αποχωρήσει» από τη Συμφωνία για το Ιράν, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που από την προεκλογική του εκστρατεία, ήδη από 2016, είχε δεσμευτεί να κάνει και για το οποίο λίγο πολύ είχε προϊδεάσει.
Είναι ένας κρίκος ακόμα στην «αλυσίδα συνέπειας» δεσμεύσεων και πράξεων, που σίγουρα θα ενισχύσει την εκλογική δημοφιλία και αξιοπιστία του. «Όπλο» στο οποίο ποντάρει εν όψει των εκλογών σε σειρά Πολιτειών για την ανάδειξη μελών του Κογκρέσου, αλλά και στην προοπτική της επανεκλογής του.
Είχαν προηγηθεί η απόφασή του να αποχωρήσει από τη «Συμφωνία για το κλίμα» και η (δις) απόφασή του να βομβαρδίσει στόχους του καθεστώτος Άσαντ, με την επίκληση της χρήσης χημικών όπλων από τις δυνάμεις του καθεστώτος.
Μετρήσιμη και πρόδηλη αντιδιαστολή με την αντίστοιχη στάση Ομπάμα, έναντι των συμμάχων, της διεθνούς κοινότητας και του εκλογικού του σώματος.
Η απόφαση που το πρώτον συνίσταται στη μη παράταση της αναστολής επιβολής κυρώσεων σε βάρος του Ιράν και σε δεύτερο, αλλά και άμεσα όπως φαίνεται, χρόνο στην επιβολή «σκληρών» οικονομικών κυρώσεων σε βάρος τόσο της χώρας αλλά και όσων έχουν εμπορικές συναλλαγές με αυτή, εστιάζει σε τρία κύρια σημεία.
Κατ’ αρχήν θεωρεί ότι η συμφωνία με το Ιράν, ουσιαστικά έδινε στο καθεστώς των Μουλάδων τον απαραίτητο χρόνο να αποκτήσουν την αναγκαία υποδομή για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων με την εκπνοή της 8ετίας ισχύος της συμφωνίας, δεν είχε προβλέψεις για την απαγόρευση χρήσης πυραύλων μέσου βεληνεκούς και δε δέσμευε το Ιράν ως προς τον ρόλο και την παρουσία του σε άλλα κράτη της Μέσης Ανατολής και την εν γένει «γεωγραφική γειτονιά».
Ο ρόλος του Ιράν στην Υεμένη με την ενίσχυση των σιιτών ανταρτών, η στήριξη του Σύρου Προέδρου Άσαντ και το προπύργιο που εμπεδώνει με την πρόσφατη νίκη της Χεζμπολά στον Λίβανο, είναι «ο κάρφος» στο μάτι του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, των βασικών συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή και αμφισβητιών της συμφωνίας για τον έλεγχο του πυρηνικού του οπλοστασίου, που φαίνονται να επιβεβαιώνονται στη θέση τους, ότι η Τεχεράνη θέλει το Ριάντ για πρωικό, την Ιερουσαλήμ για μεσημεριανό και τη Νέα Υόρκη για δείπνο. Επιπρόσθετα και εις ότι αφορά το τυπικό της υπόθεσης η συμφωνία δεν είχε κυρωθεί από το Αμερικανικό Κόγκρεσο.
Βασική επωδός και προσδοκία αποτελούν η ανατροπή του Ιρανικού καθεστώτος εκ των έσω. Με τους κινδύνους όμως που συνεπάγεται η συσπείρωση κριτικά πρόθυμων γύρω από αυτό, απέναντι στην όποια «εξωτερική επέμβαση και απειλή».
Η επόμενη μέρα από την απόφαση Τραμπ, επιτείνει το σκηνικό έντασης στη Μέση Ανατολή και τους γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς. Ανεξάρτητα από τη δηλωθείσα στάση των Ευρωπαίων εταίρων για συνέχιση εφαρμογής της συμφωνίας- λόγω τόσο της θελκτικής προοπτικής πρόσβασης στη νεανική κατά βάση αγορά των 80 εκατομμυρίων Περσών, όσο και της υπαρξιακής ανάγκης διαφύλαξης του σημαντικότερου ίσως επιτεύγματος της Κοινοτικής Διπλωματίας, με τις περιορισμένες μέχρι σήμερα επιτυχίες- είναι εξόχως αμφίβολο ότι ιδιώτες και εταιρείες θα διακινδυνεύσουν να προκαλέσουν την οργή των Αμερικανικών Αρχών.
Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν εκ των πραγμάτων τους δεσμούς του Ιράν με τη Ρωσία, που είχαν ούτως ή άλλως επιβεβαιωθεί στη Συρία και προσφέρουν στον Πρόεδρο Πούτιν ένα «καλοδεχούμενο δώρο», με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, που σε πρώτο χρόνο καταγράφεται.
Υποστηρικτική είναι και η στάση της Κίνας.
Το σκηνικό δυναμικής αντιμετώπισης του Ιράν, που μέχρι την ανατροπή του Σάχη το 1979, ήταν καίριος εταίρος των ΗΠΑ, δημιουργεί νέα δεδομένα για τον ρόλο της Τουρκίας. Ο ρόλος αυτός είχε τα μάλλα αναδειχθεί με την εγκαθίδρυση του Ισλαμικού καθεστώτος στην Περσία. Δε θα πρέπει να εκπλήξει οποιαδήποτε προσπάθεια του Τούρκου Προέδρου και παρά την αρχική θετική αντίδρασή του για το Ιράν να επιχειρήσει να καρπωθεί οφέλη με τα νέα δεδομένα.
Σε κάθε περίπτωση διαμορφώνεται μια νέα δυναμική των ισορροπιών. Όλοι οι βασικοί «παίκτες» φαίνονταν έτοιμοι από καιρό να την αντιμετωπίσουν. Μένει να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα στην κατεύθυνση αυτή. Οι προοπτικές είναι δυσοίωνες και εκρηκτικές.