Στα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο ρόλος του μπόγια, ως φρικαλέου εξολοθρευτή οποιουδήποτε δύσμοιρου σκύλου βρίσκεται στο διάβα του.
Η εικόνα του εξίσου αποτρόπαια με το ρόλο του. Οδηγεί ένα ξεχαρβαλωμένο κάρο – που η δυσοσμία αυτού και των οδηγών του προηγείτο της εμφάνισής του- περιτριγυρισμένο με συρματόπλεγμα, κρατώντας δύο μεταλλικές τσιμπίδες.
Οι υπάρχουσες αναφορές για τους μπόγιες είναι όλες τρομακτικές. Εφημερίδα της περιόδου τον περιγράφει ως «…γυμνόποδα, με ενδύματα αλήτου, ασκεπή, με κατσαρά μαλλιά, με στριμμένον αρειμανίως μουστάκι, με εν αποτσίγαρο εις το δεξιό αυτί, με την εσκωριασμένην σιδηράν αρπαγήν εις την αριστερά χείρα και ένα δίχτυ εις τον δεξιόν ώμον. Τον βλέπω να το ρίπτη επάνω εις το αμέριμνον σκυλί και να σπεύδει, συχνά χωλαίνων, και να συλλαμβάνει με την αρπαγήν από του λαιμού το δύσμοιρον, και με όλην την κουτσαβακικήν δύναμιν να το πιέζει και να το σέρνει δια να το οδηγήσει μέχρι του κάρου, το οποίον συρόμενων από ένα πειναλέον Δονκιχωτικόν ίππον μόλις προεχώρει, τρίζον απαισίως».
Η εμφάνισή του στις γειτονίες δημιουργεί χαλασμό κόσμου, με γυναίκες και παιδιά να τρέχουν να κρύψουν στα σπίτια τους τα σκυλιά της γειτονιάς κρατώντας τα σιωπηλά, ώστε να μην ακουστούν και στοχοποιηθούν στο επόμενο πέρασμα του. Άλλες φορές, ειδικά στην επαρχία, μέρος του εξοπλισμού είναι ένα μακρύ ξύλο με ένα αιχμηρό αντικείμενο στην άκρη…
Πίνακας του Φροίξου Αριστεύς με τίτλο «Ο μπόγιας» όπως δημοσιεύεται σε έντυπο της εποχής
Τα μόνα που δεν καταλαβαίνουν τίποτα και κάνουν το λάθος να εμπιστευτούν τους ανθρώπους, είναι τα ίδια τα σκυλιά που παραμένουν ακίνητα κουνώντας την ουρά στους δήμιούς τους.
«Ποια δολιότης εις εκείνα τα πόδια τα ξυπόλητα, τα πηγαίνοντας σιγά προς το θύμα το ανύποπτον, και εις εκείνην την τσιμπίδαν που το αρπάζει ξαφνικά ενώ αυτό δεν σκέφτεται κανένα κακό δια τον άνθρωπον, την στιγμή που μυρίζεται το χώμα δια να εύρη ίσως τα ίχνη του κυρίου και τον ακολουθήσει με πίστιν και αφοσίωσην».