Στο news-on.net παρεχουμε Ειδήσεις και σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ποιος ήταν ο Μπάρμπα-Γιάννης κανατάς; Η ιστορία του άντρα που δεν έμαθε ποτέ κανείς ποιος ήταν και πώς εξαφανίστηκε

Η πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνισή του έγινε ένα καλοκαιριάτικο πρωινό του 1860 στα στενά της Πλάκας. Καταγράφηκε επειδή αυτός ο ρακένδυτος άνδρας που έσερνε το γαϊδουράκι του φορτωμένο αιγινήτικα κανάτια ήταν ο ίδιος με έναν άλλον,αριστοκράτη, που την προηγούμενη Κυριακή έπινε τον καφέ του στην Ωραία Ελλάδα της οδού Αιόλου. Κάποιος τον πρόσεξε και το κυκλοφόρησε το νέο - τι ήταν άλλωστε η Αθήνα εκείνη την εποχή... «Μια χούφτα νοματαίοι» που θα 'λεγε μετά κι ο χιουμορίστας Σουρής.

Δεν ήθελε πολύ να μαθευτεί πως ο βρώμικος, ο κουρελής κανατάς, που όργωνε με το γαϊδούρι του τα ριζά της Ακρόπολης φωνάζοντας «αιγινήτικα κανάτια έχω», μεταμορφωνόταν για μία φορά την εβδομάδα σε... λόρδο με ρεντικότα και μπαστούνι με ασημένια λαβή.

Περιδιάβαζε τότε καμαρωτός το κέντρο της Αθήνας, εκκλησιαζόταν στην Καπνικαρέα κι έπειτα περπατούσε ίσαμε τον καφενέ «Ωραία Ελλάς» στη γωνία Αιόλου και Ερμού, όπου σύχναζαν και ζυμώνονταν περί τα πολιτικά οι καθωσπρέπει της εποχής.

Μάικλ Ρήγας: Αυτός είναι ο ελληνικής καταγωγής «εκλεκτός» του Τραμπ για τη θέση του αναπληρωτή υπ. Εξωτερικών

Ο μυστηριώδης τύπος που είχε γοητεύσει (και όχι μόνο) τις κυρίες

Για όλους ο άνδρας αυτός ήταν ένα μυστήριο. Αγνοούσαν από πού είχε «προσγειωθεί» στην Αθήνα, πώς λεγόταν ή πού κατοικούσε. Υπέθεταν πως προφανώς, θα ζούσε σε κάποιο από τα χαμόσπιτα της Πλάκας. Ίσως πάλι να κατοικούσε κοντά στα Πιθαράδικα (περιοχή της Αθήνας, όπου ήταν συγκεντρωμένα κεραμοποιεία - τα σημερινά Εξάρχεια) για να προμηθεύεται από εκεί το εμπόρευμά του και να ροβολάει ίσαμε την καρδιά της πόλης.

Το σίγουρο είναι πως ο πλανόδιος κανατάς δεν είχε διαφύγει της γυναικείας αντίληψης, καθώς επρόκειτο για άνδρα ευθυτενή, ευειδή, με όμορφα γαλανά μάτια και περιποιημένο μουστάκι.

Τα «ρούχα της δουλειάς» δεν αρκούσαν να κρύψουν την ομορφιά του και οι ουκ ολίγες ψυχοκόρες και κυράδες που έσπευδαν να προμηθευτούν ένα κανάτι από την πραμάτεια του, ουδόλως ενδιαφέρονταν για το πόθεν κρατούσε η σκούφια του... Πολλές ερωτοχτυπήθηκαν μαζί του -θα βρεθούν αργότερα να πουν κάμποσοι- κι εκείνος, λάτρης καθώς φαίνεται, του ποδόγυρου καμμία δεν κακοκάρδιζε. Αλλά, δεν βαριέσαι... Ποιου αρσενικού το μυαλό τολμούσε να φτάσει ίσαμε κει; Τι ήταν αυτός ο άνδρας; Ένας πλανόδιος κανατάς, ένας κακορίζικος βιοπαλαιστής. Σιγά μη στρέφανε τα μάτια τους επάνω του οι γυναίκες.

 

Κουτσή πρωτεύουσα ακόμα η Αθήνα, πάλευε να σταθεί στα πόδια της, το δίκτυο ύδρευσης ήταν πολυτέλεια που δεν τολμούσε να ονειρευτεί. Οι στάμνες πηγαινοέρχονταν στις δημόσιες βρύσες και σπάγανε τακτικά. Κι ο όμορφος κανατάς ήταν ο μόνιμος τροφοδότης.

Με τούτα και με 'κείνα μαθεύτηκε και τ΄ όνομά του, Γιάννη τον λέγανε, και κάτι τα γκρίζα μαλλιά, κάτι το μουστάκι, συνήθισαν να τον φωνάζουν «μπάρμπα Γιάννη» αν και ο ίδιος δεν ήταν ακόμα 50. 

Ήταν, δε, τέτοιο το πάθος με το οποίο διαφήμιζε την πραμάτεια του, που πολλοί πίστευαν πως καταγόταν από την Αίγινα, αν και ο ίδιος πολλές φορές είχε πει πως βάσταγε από την Προύσα.

Η άνανδρη επίθεση, το τραγούδι και η αιχμηρή απάντηση του Μπάρμα Γιάννη

Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν αγαπητός. Ήταν άκακος (ίσως και λίγο αφελής), μιλούσε όμορφα κι έλεγε αστεία που αγαπούσαν οι πελάτισσές του.

Μία Κυριακή του 1873, έχοντας εκκλησιαστεί στην Καπνικαρέα και συνομιλώντας με κάποιες κυρίες έξω από τον ναό, δέχθηκε απρόκλητα τα πειράγματα -που γρήγορα μετατράπηκαν σε ξυλοδαρμό- μίας παρέας κακομαθημένων νεαρών γόνων αριστοκρατικών οικογενειών, που επεδίωκαν να κάνουν επίδειξη ισχύος στον λόρδο κανατά και «εντύπωση» στις κυρίες.

Τον κυνήγησαν ανηλεώς ως τη βάση της Ερμού κι αν εκείνος δεν ζητούσε καταφύγιο σε κάποιο κατάστημα και τη συνδρομή της Αστυνομίας, πιθανόν και να τον σκότωναν.  Άλλωστε, οι νεαροί είχαν ήδη προλάβει να του καταφέρουν μία γερή ματσουκιά στο κεφάλι τραυματίζοντάς τον σοβαρά και στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο.

Η φήμη του μπαρμπα-Γιάννη έφτασε στο παλάτι. Ο άδολος πραγματευτής, που είχε μετατραπεί σε εμβληματική μορφή της Αθήνας, ενέπνευσε τον Βαυαρό λοχαγό, αρχιμουσικό του Γεώργιου Α', Αντρέα Σάιλερ, να διασκευάσει για χάρη του μία ιταλική καντσονέτα. Το νέο μουσικό προϊόν, αφιερωμένο πια στον δημοφιλή κανατά της ελληνικής πρωτεύουσας παιζόταν τακτικά από τη βασιλική ορχήστρα και παρά τους σκωπτικούς στίχους της έκανε τον μπαρμπα-Γιάννη να φουσκώνει σαν παγώνι.

«Μπαρμπα-Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου, να χαρείς τα μάτια σου,

σαν φορείς ψηλό καπέλο και παπούτσια ελαστικά, πρόσεξε μη σε γελάσει καμμιά έμμορφη κυρά και σου φάει το γαϊδούρι και σ΄ αφήσει την ουρά.

Μπαρμπα-Γιάννη σε λατρεύω, θα σε αγαπώ πιστά, μπαρμπα-Γιάννη κανατά».

Το ανάλαφρο τραγουδάκι αγαπήθηκε πολύ από την Αθήνα της εποχής, αλλά και από την Αθήνα του 20ού αι.

Φαίνεται, πάντως, πως ο ίδιος κανατάς της Πλάκας ήταν αποφασισμένος να μην κρατηθεί στην ιστορία ως ένας απλός γραφικός πλανόδιος πραματευτής. Έτσι, αποφάσισε να απαντήσει με τον τρόπο του.

Το 1873, το τυπογραφείο του Γιάννη Ραζή εξέδωσε μία 16σέλιδη ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο «Τα δημώδη τραγούδια του Μπαρμπαγιάννη του κανατά και διάφορα άλλα ερωτικά συλλεχθέντα και τυπωθέντα δι' εξόδων του», όπου ο ποιητής κανατάς, μεταξύ άλλων, δημοσίευε:

«Δεν με λέγετε, κυράδες, 
τι σας μέλλει δι' εμένα, 
αν γυρίζω κάθε μέρα 
με παλιόρουχα σχισμένα;

Κι αν την εορτήν σαν λόρδος 
περπατώ καμαρωτά, 
με ψηλόν μαύρο καπέλο 
και με γάντια εκλεκτά;

Εις τον ώμον εάν έχω 
το σαλί μου ερριμμένο 
και ως μέγας καπετάνιος 
το μουστάκι μου στριμμένο; 
 
Κι αν στον γάιδαρο επάνω 
την καθημερνή φορτώνω 
γαβαθάκια και σταμνιά 
και φωνάζω τραλαλά;

Κι ότι αυτός θα με ψοφήσει 
και θα μείνω στ' ανοικτά, 
επειδή δεν τον αφήνω 
κάποτε να σταματά.

Και με λέτε να προσέχω 
μη βρεθεί καμιά κυρά 
και με φάγει το γαϊδούρι 
και μ' αφήσει την ουρά.

Μη, κυράδες μου, να ζείτε, 
μην το κάνετε δουλειά 
κι ο φτωχός ο μπαρμπα-Γιάννης 
έχω σώα τα μυαλά.

Αν ο έρωτας με σφίξει 
και θελήσω πανδρειά, 
θα βρεθεί και δι' εμένα 
σαν κι εσάς κάποια κυρά.

Να με πλένει, να μου ράπτει 
τον σουρτούκο, το βρακί 
και την Κυριακή μαζί μου 
να 'ρχεται στη μουσική.

Να φορεί λαμπρά φουστάνια

Εραμμένα τεχνικά 
και να λέγετ' η γυναίκα 
του μπαρμπα-Γιάννη κανατά.»

Ποιος ήταν ο Μπαρμπά Γιάννης κανατάς, σύμφωνα με τον ίδιο

Στον πρόλογο της έκδοσης, ο μπαρμπα-Γιάννης αυτοπαρουσιαζόταν. Είναι τα μόνα ασφαλή στοιχεία που θα είχαν να παραλάβουν για εκείνον οι επόμενες γενιές.

Ανέφερε ότι κατάγεται από σημαντική ευκατάστατη οικογένεια της Προύσας και πως δαπάνησε ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για την απελευθέρωση της Κρήτης (σσ. το διάστημα από το 1770 έως το 1898, οπότε αυτονομήθηκε, το νησί διήγε περίοδο διαρκών πολέμων και εξεγέρσεων).

Με παράπονο, αλλά και κριτική διάθεση  σημείωνε πως αντί να τον λοιδορούν που τις καθημερινές εργάζεται ντυμένος ταπεινά και τις γιορτές κυκλοφορεί σαν λόρδος, θα έπρεπε να τον επαινούν επειδή... «δεν κάθημαι εις τα καφενεία ούτε τρέχω εις τας θύρας των υπουργείων να ζητώ βοηθήματα [...] Επροτίμησα να τρέχω με τον γάιδαρον πωλών στάμνας και τραγουδών τους ύμνους μου, παρά να γίνομαι φόρτωμα της πτωχής Ελλάδος».

Εξαφανίστηκε ξαφνικά

Σαν κομήτης που διέγραψε σύντομη λαμπερή τροχιά και χάθηκε στο άπειρο του σύμπαντος, ο μπαρμπα-Γιάννης εξαφανίστηκε με το γύρισμα της δεκαετίας του 1880. Μόνος, κατάμονος, χωρίς κανείς να αναγγείλει τη φυγή ή τον θάνατό του, δεν ξαναφάνηκε στους δρόμους της Πλάκας.

Η λαϊκή φαντασία έπλασε τις δικές της εκδοχές για την εξαφάνισή του. Κάποιοι είπαν ότι ήταν Βούλγαρος (συνηγορούσαν και τα ανατομικά χαρακτηριστικά του) και πως με τον τερματισμό του ρωσοτουρκικού πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, που αναγνώριζε την ίδρυση ενός μεγάλου βουλγαρικού κράτους, επέστρεψε στην πατρίδα του κι έκανε οικογένεια.

Άλλοι είπαν πως ερωτεύτηκε μια πλούσια φράγκισσα και τα παράτησε όλα για να την ακολουθήσει στη Δύση κι άλλοι πως τον ξελόγιασε μια Ελληνίδα παντρεμένη κι όταν ο άντρας της τους έκανε τσακωτούς, ο μπαρμπα-Γιάννης αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα για να σώσει τη φήμη της μοιχαλίδας και τη ζωή του...

Πιο ευφάνταστοι ισχυρίστηκαν ότι ο καλοκάγαθος κανατάς ήταν κατάσκοπος, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα σε μία εξαιρετικά ταραγμένη εποχή για τα Βαλκάνια, διεκπεραίωσε την αποστολή του κι έφυγε.

Ό,τι κι αν ήταν, όπως και για όποιον λόγο κι αν ήρθε στην Αθήνα, ο μπαρμπα-Γιάννης γέμισε με την παρουσία του τη δραστήρια καθημερινότητα της πόλης, έγινε εμβληματική μορφή της κι έγραψε τη δική του σύντομη, αλλά αδρή, σελίδα στα ιστορικά κατάστιχά της. Όσο ακούγεται το τραγούδι του Επιτροπάκη όσο προβάλλεται και η ταινία της ΠΑΝ-ΦΙΛΜ, που σκηνοθέτησαν το 1957 οι Φρ. Ηλιάδης και Κ. Στράντζαλης, με τον Βασίλη Αυλωνίτη στον ρόλο του μπαρμπα-Γιάννη, ο κανατάς της Αθήνας θα μνημονεύεται από τις επόμενες γενιές. Αν χαθούν, θα χαθεί μαζί τους...

Tags
Back to top button