Συγγενείς, φίλοι και άνθρωποι που δεν τον γνώριζαν αλλά τον θαύμαζαν βρίσκονται στο Α’ Νεκροταφείο για να αποχαιρετίσουν τον Νίκο Κούνδουρο. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή την περασμένη Τετάρτη σε ηλικία 90 ετών.
Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν με αναπνευστικά προβλήματα.
Στο Πρώτο Νεκροταφείο τα «παρών» δίνουν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο Φώτης Κουβέλης, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Σιούφας, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο υφυπουργός Παιδείας Κώστας Ζουράρις, ο Νίκος Φίλης και πολλοί ακόμη.
Με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών Πάνου Σκουρλέτη, η κηδεία του Νίκου Κούνδουρου γίνεται δημοσία δαπάνη. Η οικογένεια έχει ζητήσει αντί στεφάνων να κατατεθούν χρήματα στη μνήμη του στην «Κιβωτό του Κόσμου» και στο «Χαμόγελο του Παιδιού».
Ο Νίκος Κούνδουρος είχε γεννηθεί στην Αθήνα αλλά οι γονείς του, από ατελείωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Για τον λόγο αυτό τον είχαν μεταφέρει νεογέννητο στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου.
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν «Οι παράνομοι» (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες» (1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978) κ.ά.