Είναι δύσκολο να προσπαθείς να εκφράσεις άποψη και να γράψεις για παίκτες που δεν είδες ποτέ. Είναι όμως τόσες και τέτοιες οι αποθεωτικές αναφορές στο πρόσωπο και τις ικανότητες του εκλιπόντα, που σε κάνουν να επιμένεις να διαβάσεις, να μάθεις περισσότερα και να τα μεταφέρεις με τη σειρά σου. Απειρες υπήρξαν και οι αφηγήσεις των μπαρμπάδων μου, που συνάδουν άκρως με τα κάθε λογής tribute που του στήνουν μετά θάνατον οι συμπατριώτες του. Για όλους αυτούς ο Πιτ Κάιζερ δεν ήταν απλά ένας υπέροχος ντριμπλαδόρος, αλλά το alter ego του Γιόχαν Κρόιφ.
«Ενα Αυτοκρατορικό βράδυ», έγραψε ο κορυφαίος Ολλανδός ρεπόρτερ της εποχής, Χετ Παρούλ, έπειτα από το 3-0 επί της Βασιλείας στον 2ο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1970-'71. Εκείνου που στο φινάλε της διαδρομής θα έβρισκε τον Παναθηναϊκό στο «Γουέμπλεϊ» να προσπαθεί για το μάταιο: να σταματήσει την επέλαση του Αγιαξ, που ξεκινούσε την τριετία της απόλυτης δυναστείας. Σε εκείνο το ματς με την Βασιλεία απουσίαζε ο Κρόιφ, αλλά ο Κάιζερ ήταν εκεί για ένα εκπληκτικό one man γλέντι.
Γενικότερα, στα τέλη των 60s και στις αρχές των 70s αυτή ήταν η μόνιμη ποδοσφαιροκουβέντα για τους οπαδούς του Αίαντα, αλλά και γενικότερα στην Ολλανδία ή ακόμα και για τους Ευρωπαίους που τον είχαν δει. Ποιος ήταν καλύτερος ο Κρόιφ ή ο Κάιζερ; Για τον Ολλανδό συγγραφέα, Νίκο Σέπμεϊκερ, αλλά και για τον συμπατριώτη τους σπουδαίο παίκτη της εποχής, Ρενέ Φαν ντερ Κέρκοφ: «Ο Κρόιφ ήταν ο κορυφαίος, αλλά ο Κάιζερ ήταν ο καλύτερος»! Η αλήθεια είναι πως η συζήτηση σχετικά απογειωνόταν και άγγιζε το άλλο μεγάλο δίλημμα του καιρού τους. Ηταν δηλαδή κάτι σαν το Μπιτλς ή Ρόλινγκ Στόουνς.
Στην πραγματικότητα όμως οι δυο τους μεγαλούργησαν μαζί. Λίγο νωρίτερα ξεκίνησε ο Κάιζερ, ο οποίος σε μέχρι τα 12 έκανε το επικό, να αγωνιστεί με αυτό το επίθετο σε ομάδα που τη έλεγαν Αμστελ. Το 1955 πήγε πιτσιρικάς στον Αγιαξ, έκανε ντεμπούτο σε ηλικία 17 ετών το 1961 και τρία χρόνια αργότερα άγγιξε το θάνατο, καθώς είχε ένα τρομακτικό ατύχημα και κάταγμα κρανίου. Τελικά έζησε και επέστρεψε για να συναντήσει τον νέο προπονητή της ομάδας, που θα άλλαζε την πορεία την δική του, του club και του ποδοσφαίρου ολάκερου.
Ο Ρίνους Μίχελς το 1965 τον έστειλε στα αριστερά της επίθεσης και εκεί ο Κάιζερ έκανε μαγικά. Ευφυής, αλλά ουσιαστικός ζογκλέρ, που λάτρευε την προσποίηση με το... ποδηλατάκι, έχοντας εξαιρετικά τελειώματα, καθώς πατούσε συχνά περιοχή. Εβαλε 189 γκολ σε 490 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, παίζοντας μόνο με τον Αγιαξ. Κατέκτησε τρεις διαδοχικές φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών κόντρα σε Παναθηναϊκό (1971), Ιντερ (1972) και Γιουβέντους (1973). Πανηγύρισε όμως και έξι πρωταθλήματα, τέσσερα Κύπελλα, δύο Σούπερ Καπ Ευρώπης και ένα Διηπειρωτικό.
Μόνο με την Εθνική δεν μπόρεσε να λάβει την καταξίωση που του έπρεπε. Αυτό σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, οφειλόταν στον αντιδραστικό χαρακτήρα του. Οσο δεν έμπαινε σε καλούπια αγωνιστικά, άλλο τόσο δεν μπορούσε να κρατήσει τη γνώμη του για τον εαυτό του. Αιρετικός σε όλα του ήταν ο μοναδικός που ύψωνε ανάστημά και διαφωνούσε με τον φίλο του Κρόιφ μπροστά σε όλους, κάνοντας ακριβώς το ίδιο και με τον Μίχελς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε δίκιο και που οι άλλοι σπουδαία άντρες ασπάζονταν τη γνώμη του.
Γενικότερα η γηπεδική γοητεία του Καίσαρα ή αλλιώς του Αυτοκράτορα του ολλανδικού ποδοσφαίρου, ήταν ότι παρέμενε μυστηριώδης σε όλα του. Εάν ο Κρόιφ ήταν ολοκληρωτικός, ο Κάιζερ ήταν ο απρόβλεπτος στις κινήσεις του. Ειδικά όταν το 1970 βρέθηκε από πίσω του ο Ρουντ Κρόολ, οι δυο τους συνέθεσαν μία από τις κορυφαίες πτέρυγες όλων των εποχών. «Είναι από τους καλύτερους που είδα ποτέ μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του ο Γιόχαν Κρόιφ, τοποθετώντας τον στα αριστερά του. Τώρα θα μπορούν να παίξουν και πάλι μαζί, όπου και αν βρίσκονται. Ο Πιτ Κάιζερ έφυγε στα 73 του από τη ζωή, μην μπορώντας να ντριμπλάρει τον καρκίνο...