Του Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ. Θ.
Η απαρχή της Νεωτερικότητας και ο Διαφωτισμός (18ος αιώνας) σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη της επιστήμης, την απόλυτη εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και την αισιόδοξη πεποίθηση ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα επιλύσουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. Η ανάπτυξη των επιστημών κλόνισε την δυτική θεολογική σκέψη η οποία μέχρι τότε είχε την πνευματική ηγεμονία σε όλους τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας και απείλησε να την εκτοπίσει. Γι’ αυτό το λόγο οι δυτικοί θεολόγοι προσπάθησαν είτε να αντιπαρατεθούν στην αναδυόμενη επικράτηση των επιστημών, είτε να την αγνοήσουν επιδεικτικά είτε να προσπαθήσουν να επιτύχουν ένα συμβιβασμό ο οποίος θα ικανοποιούσε και τα δυο μέρη.
Αυτή η σύγκρουση, η οποία ήταν καθαρά ένα γέννημα της δυτικής μεταφυσικής, η οποία σημειωτέον είχε απεμπολήσει τις θεολογικές προϋποθέσεις της ανατολικής Ορθόδοξης Θεολογίας έτσι όπως συνοψίζονται στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μεταφέρθηκε ακρίτως περίπου στις αρχές του 20ου αιώνα και στον ημέτερο χώρο της ελληνικής πνευματικής διανόησης, εξαιτίας των δυτικών επιρροών που υπέστη η Ορθόδοξη Θεολογία. Αν και μέσα στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν υπάρχουν εκείνες οι θεολογικές προϋποθέσεις για να υποστηρίξουν μια σύγκρουση πίστης και επιστήμης όμως εξαιτίας αυτής της άκριτης μεταφοράς υπάρχει διάχυτη αυτή η αμηχανία όταν τίθεται το συγκεκριμένο ερώτημα σε ιερείς και θεολόγους καθηγητές.
Εάν όμως, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος, η κτίσις “σιωπῶσα βοᾶ τον ἑαυτῆς Κτίστην καί Κύριον”, δηλαδή αν και ο κτιστός κόσμος δεν διαθέτει έναρθρο λόγο όμως μαρτυρεί και αποκαλύπτει την Θεία σοφία, τότε οι επιστήμες και ειδικότερα οι θετικές που ερευνούν τη δομή και τη σύσταση του κόσμου δεν μπορεί παρά να οδηγούν στη γνώση της σοφίας του Θεού. Εάν, όπως λέγει ο ψαλμωδός, “οί ουρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα”(Ψαλμ. 18,2), τότε η μελέτη του Σύμπαντος και των φυσικών νόμων που το διέπουν δεν μπορεί παρά να οδηγεί στη δοξολογία του Θεού δια της επιστήμης, όπως επεσήμανε ο άγιος Παΐσιος. Γι’ αυτό και η αγία Γραφή λέγει ότι ο Θεός “ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ”(Σ. Σειράχ 38,6) και αλλού λέγει πάλι “τίμα ἰατρόν πρός τάς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καί γάρ αὐτόν ἔκτισε Κύριος”(Σ. Σειράχ 38,1). Η τάξη, η ομορφιά και η ευκοσμία της κτίσεως, η συμπάθεια και η σύμπνοια των δημιουργημάτων του Θεού είναι η μουσική της δοξολογικής γιορτής του Σύμπαντος και αναπόφευκτα η μελέτη τόσο του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου, οδηγεί στον θαυμασμό της αμέτρου Σοφίας του Τριαδικού Θεού. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, μας λέγει ο άγιος Λουκάς ο ιατρός, επίσκοπος Συμφερουπόλεως, ότι πολλοί διακεκριμένοι επιστήμονες, παλαιότεροι και νεότεροι, ήταν ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί.
Μητροπολίτης Νεαπόλεως: Να μιμούμαστε την Υπεραγία Θεοτόκο στην υψηλή αρετή της ταπείνωσης και αγνότητας
Γιατί όμως είναι διαδεδομένη αυτή η αντίληψη περί μιας υποτιθέμενης σύγκρουσης πίστης και επιστήμης οδηγώντας σε αμηχανία, αντεγκλήσεις και αντιπαραθέσεις; Όταν τον 4ο αιώνα οι Πατέρες μας, με πρώτο τον Μ. Αθανάσιο και μετέπειτα τους Καππαδόκες αντιπαρατέθηκαν στην κακοδοξία του Αρείου τόνισαν την αναγκαία διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, αναγκαία προϋπόθεση που παρέβλεπε ο Άρειος για να υποστηρίξει τις απόψεις του. Εφόσον λοιπόν υφίσταται η διάκριση κτιστού-Ακτίστου, η επιστήμη ερευνά την κτιστή πραγματικότητα η οποία έχει χρονική αρχή και είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής ενεργείας του Θεού. Αντίθετα, ο άνθρωπος με την πίστη προσεγγίζει τον Άκτιστο Θεό. Γι’ αυτό και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος τόνισε ότι η θρησκεία και η επιστήμη έχουν τον χώρο τους και έχουν την δυνατότητα να συνεργαστούν. Άλλωστε είναι υποχρεωμένοι σε αυτήν την συνεργασία. Ταυτόχρονα η Εκκλησία δεν μάχεται την επιστήμη, αλλά ούτε και η σωστή επιστήμη μάχεται την πίστη.
Αυτή τη σημαντική θεολογική προϋπόθεση όχι μόνον αγνόησε η δυτική θεολογία αλλά και εισήγαγε και ένα καινοτόμο δόγμα, αυτό της αναλογίας του όντος. Αυτό σημαίνει ότι η κτιστή φύση των όντων είναι ανάλογη με την άκτιστη φύση του Θεού, υπάρχει δηλαδή μια ομοιότης μεταξύ Θεού και δημιουργημάτων. Αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο δια της ακτίστου ενεργείας, όπως λέγει η Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά ενυπάρχουν στο Θεό αμετάβλητες πνευματικές, αρχετυπικές ιδέες και η Δημιουργία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εν χρόνω απεικόνιση των αγεννήτων αρχετύπων που ενυπάρχουν εντός της Θείας Ουσίας. Κατά συνέπεια, όλα τα όντα που υπάρχουν γύρω μας αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι κτιστές εικόνες αυτών των αιώνιων αρχετύπων. Η Δημιουργία αποτελεί μία αντιγραφή της Θείας Ουσίας.
Οι συνέπειες των παραπάνω είναι τεράστιες: εφόσον τα πράγματα του κόσμου είναι απεικονίσεις αυτών των αιώνιων αρχετύπων τότε το ανθρώπινο μυαλό έχει τη δυνατότητα να εισδύσει στο Είναι του Θεού και να γνωρίσει τη Θεία Ουσία μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας. Έτσι από τη μια η Θεολογία θεώρησε ότι είναι δικό της προνόμιο η μελέτη του κόσμου, εφόσον η περί Θεού και κόσμου αλήθεια ανήκει σε ένα ενιαίο σύστημα αληθείας διότι θεωρούσε ότι ο Θεός αν και είναι ένα ανώτερο όν δεν παύει όμως να βρίσκεται, στην κορυφή μεν, αλλά στην ίδια κλίμακα στην οποία τοποθετούνται τα όντα. Αυτή ήταν και η αιτία που δίωκε κατά τον Μεσαίωνα όσους επιστήμονες δεν ήταν σύμφωνοι με τις απόψεις της. Από την άλλη, όταν δόθηκε η δυνατότητα στους επιστήμονες, μετά τον Διαφωτισμό, να μελετούν τον κόσμο ελεύθερα, η έρευνά τους αναπόφευκτα δεν οδήγησε ούτε στην γνώση αυτών των αμετάβλητων και αιωνίων αρχετύπων, που πρέσβευε η δυτική θεολογία ότι δήθεν υπάρχουν στο Θεό και ούτε κατά συνέπεια στη γνώση της ουσίας του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο όχι μόνο επιστήμονες αλλά ακόμη και λειτουργοί της Εκκλησίας είτε οδηγήθηκαν στον αγνωστικισμό είτε στην αθεΐα μεταφέροντας άκριτα και στον ημέτερο χώρο της ορθόδοξης διανόησης το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Αντίθετα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και σύσσωμη η Ορθόδοξη Θεολογία, αρνήθηκε τόσο την ύπαρξη αυτών των αρχετύπων όσο και τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τη Θεία Ουσία μέσα από τη μελέτη της κτιστής πραγματικότητας διότι ο Θεός, όντας Άκτιστος, δεν βρίσκεται στην ίδια κλίμακα στην οποία τοποθετούνται τα όντα. Επανέλαβε την πατερική αντίληψη ότι δεν ταυτίζεται η Θεία Ουσία με την άκτιστη ενέργεια. Ο κόσμος λοιπόν υπάρχει όχι διότι είναι αντίγραφο αυτών των αρχετύπων αλλά διότι μετέχει ποικιλοτρόπως των ακτίστων ενεργειών. Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο δια της ακτίστου ενεργείας. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότης μεταξύ Θεού και δημιουργημάτων. Κατά συνέπεια, ο Θεός και ο κόσμος δεν υπάγονται σε ένα ενιαίο σύστημα πραγματικότητας όπως πίστευαν οι δυτικοί θεολόγοι. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι δια της μελέτης ο άνθρωπος οδηγείται στην επιστημονική γνώση, η οποία είναι ενέργεια διανοητική και όργανο κατανόησης, περιγραφής και αξιολόγησης των πραγμάτων, ενώ δια της ακτίστου Χάριτος οδηγείται στον αγιασμό και τη θέωση.
Η παραπάνω διάκριση, όσον αφορά τη μέθοδο γνώσεως που κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι η εφαρμογή της λεγομένης διπλής μεθοδολογίας στην Oρθόδοξη Θεολογία, το οποίο σημαίνει ότι η Θεολογία ασχολείται με το “ποιος” δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο και η επιστήμη με το “πως” δημιουργήθηκε ο κόσμος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διπλής μεθοδολογίας είναι το έργο του Μ. Βασιλείου “Εις την Εξαήμερον”. Στο ερώτημα γιατί o Θεός δεν μάς αποκάλυψε στο βιβλίο της Γένεσης λεπτομερώς πως έγινε η Δημιουργία, ο Μ. Βασίλειος απαντά: “Παρέλιπε δέ ἡ ἱστορία - τῆς δημιουργίας ἡ ἱστορία – τόν ἡμέτερον νοῦν γυμνάζουσα πρός ἐντρέχειαν, ἐξ’ ὀλίγων ἀφορμήν παρεχομένη ἐπιλογίζεσθαι τά λειπόμενα”, δηλαδή ο Θεός μάς έδωσε τον νου, πού πρέπει να τον γυμνάζουμε και να ανακαλύπτουμε τα μυστικά της Δημιουργίας.Έτσι ο Μ. Βασίλειος επιστρατεύει την τελευταία λέξη της επιστήμης της εποχής του για να εξηγήσει τα θαυμάσια της Δημιουργίας. Χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό με μεγάλη άνεση το φιλοσοφικό στοχασμό και επιστημονικά στοιχεία, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Νικόλαος Κόιος.
Εξαιτίας των παραπάνω ο άγιος Λουκάς ο ιατρός υποστηρίζει ότι ένας νους φωτισμένος και λογικός μπορεί να δέχεται ταυτόχρονα και την θρησκεία και την επιστήμη. Ούτε η επιστήμη έχει τη δυνατότητα να ερευνά με τις μεθόδους της την άκτιστη πραγματικότητα παρά μόνο τον κτιστό κόσμο, ούτε η πίστη είναι ενάντια στην επιστημονική γνώση. Η πίστη, όντας προνόμιο μόνο των λογικών όντων όπως είναι ο άνθρωπος, ούτε είναι παράλογη ούτε είναι ενάντια στη λογική. Άλλωστε οι Πατέρες μας διδάσκουν ότι το μόνο παράλογο στον κόσμο είναι η αμαρτία και το κακό. Εξαιτίας της πτώσεως εισέβαλλε το παράλογον μέσα στη ζωή μας όπως χαρακτηριστικά ετόνιζε ο μακαριστός Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Ο άνθρωπος καλείται να αρνηθεί το παράλογον της αμαρτίας και να επανέλθει στη λογικότητα του κατ’ εικόνα που είναι η αρετή. Αυτός είναι ο κατά φύσιν λογικός άνθρωπος, αυτός που αποκηρύσσει το παραλογισμό της αμαρτίας που επέφερε η πτώσις.
Μητροπολίτης Φθιώτιδος: «Η Εκκλησία έχει πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή»
Τα ζητήματα της πίστεως δεν αντίκεινται στη λογική αλλά υπερβαίνουν τη λογική. Εμείς ως λογική θεωρούμε μόνο ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και οτιδήποτε οι αισθήσεις μας μπορούν να αντιληφθούν. Όντας εγκλωβισμένοι εντός των τριών διαστάσεων, εντός του χωροχρόνου του κτιστού κόσμου, δεν έχουμε τις απαιτούμενες γνωστικές, αντιληπτικές και νοητικές ικανότητες ώστε να κατανοήσουμε τον Άκτιστο Θεό. “Κτιστοί όντες δεν μπορούμε να συλλάβουμε πως είναι δυνατόν να υπάρχει το Είναι”, επισημαίνει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ. Το γεγονός όμως ότι εκ της κατασκευής μας δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τα ζητήματα της πίστεως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι παράλογα αλλά ότι είναι ακατάληπτα, ανέκφραστα, απερινόητα και άρρητα: «Ἄπειρον οὖν τό Θεῖον καί ακατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία», μας διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο Θεός είναι πέραν παντός ανθρωπίνου νοήματος. Όμως αν και ακατάληπτος ο Θεός μάς αποκαλύπτεται και μας δίνεται η δυνατότητα όχι να τον ορίσουμε αλλά να τον βιώσουμε. Η πίστη μας λοιπόν βασίζεται επάνω στη βιωματική εμπειρία της συνάντησης με τον αποκαλυφθέντα Θεό.
Μας διδάσκει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: “Πριν μας αποκαλυφθεί ως πρόσωπο ο Θεός, πριν η ενέργεια της αϊδίου ζωής του διαπεράσει, την καρδιά, το νου και το σώμα μας περιπλανώμεθα εικάζοντες περί αυτού.Κτιστοί όντες δεν μπορούμε να συλλάβουμε πως είναι δυνατόν να υπάρχει το Είναι. Όμως μας αποκαλύπτεται ως πρόσωπο και μας καλεί να τον συναντήσουμε”.Εφόσον ο Θεός αποκαλύπτεται η πίστη εδράζεται επί της εμπειρίας αυτής της αποκάλυψης. Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απευθυνόμενος προς τους δυτικούς θεολόγους τούς διαβεβαιώνει άτι μέσα στην ορθόδοξη κοινότητα υπάρχει η αληθινή θέα του Θεού, η γεύση μιας υπέρτατης εμπειρίας.
Η πίστη λοιπόν δεν είναι ένα σύνολο αφηρημένων σκέψεων και ιδεών περί Θεού αλλά η εμπειρία των Αποστόλων που άκουσαν, είδαν και συναναστράφηκαν με τον ενανθρωπήσαντα Θεό, “ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν”(Α΄Ιωαν.1,1), είναι η εμπειρία των Μυροφόρων που πήγαν στο κενό μνημείο και είδαν με τα μάτια τους τον Αναστημένο Κύριο. Η πίστη δεν βασίζεται σε ιδέες και συλλογισμούς που επινόησαν κάποιοι φιλόσοφοι αλλά σε εμπειρικά γεγονότα που βίωσαν εκατομμύρια Άγιοι μέσα στην ιστορία που είδαν την αποκεκαλυμμένη δόξα του Θεού, τα μυστήρια του Θεού μέσα στο Άκτιστο Φως. Η πίστη μας δεν αποδεικνύεται μέσα από νοητικά σχήματα και επιχειρήματα αλλά βασίζεται σε χειροπιαστές αποδείξεις που είναι η εμπειρία των αμέτρητων θαυμάτων, οραμάτων, αποκαλύψεων, θεοφανειών, ιάσεων, χαρισμάτων που έλαβαν χώρα όχι μόνο στο απώτερο παρελθόν, αλλά και τώρα, στο παρόν συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα και έως της συντελείας του αιώνος. Οι Πατέρες μας και οι Άγιοι μας, όχι μόνο αυτοί που έζησαν πριν από αιώνες αλλά και τώρα πρόσφατα, και πολλοί εξ ημών πήραμε την ευχή τους και την ευλογία τους, όπως ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο άγιος Σιλουανός ο αθωνίτης, ο άγιος Εφραίμ ο Κατουνιακιώτης, ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, κ.α., είναι οι ορατές αποδείξεις της θεϊκής παρουσίας διότι ήταν αψευδείς μάρτυρες όλων αυτών των θαυμασίων του Θεού στα οποία μας έκαναν κοινωνούς. Αυτό σημαίνει αυτό που λέγει ο λαός του Θεού ότι η πίστη μας είναι ζωντανή. Και αν θέλει κάποιος να βεβαιωθεί αρκεί να ανταποκριθεί στο ευαγγελικό κάλεσμα “ἔρχου καί ἴδε”(Ιω.1,47) για να συναντήσει τον αναστημένο Κύριο και να βεβαιωθεί περί των λεγομένων αυτών.